Μετά
τον αποικισμό του Πόντου (τον 8ο αιώνα π. X.) από τους Έλληνες, οι κατοπινοί
αιώνες θα κυλήσουν ομαλά. Έτσι όπως ήταν, αυτόνομοι και ανεξάρτητοι, θα
αποτελέσουν μία καθαρή δεξαμενή της εθνικής μας πολιτιστικής και φυλετικής
παράδοσης.
Στην
αλεξανδρινή περίοδο, ο Πόντος θα επηρεάσει, με τον πολιτισμό του, αρκετά την ενδοχώρα
των παραλιακών πόλεων. Η ελληνική παιδεία, ο ελληνικός τρόπος ζωής και η
ελληνική γλώσσα θα εξαπλωθούν έξω από τα τείχη των οχυρών και αυτόνομων πόλεων.
Παράλληλα
με την ανάπτυξη της περιοχής, στον χώρο του Πόντου ιδρύεται και αναπτύσσεται
ένα μικρό ανεξάρτητο κράτος, ένα βασίλειο με ισχυρές ελληνικές επιρροές. Οι
ιδρυτές αυτού του ποντιακού κράτους ήταν ο Αριοβαρζάνης (363-337 π. X.), που
έγινε και ο πρώτος βασιλιάς του Πόντου και ο Μιθριδάτης ο A'(337-302 π. X.),
σύγχρονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που στέριωσε το ανεξάρτητο κράτος στην
περιοχή της ανατολικής Μαύρης Θάλασσας.
Στη
συνέχεια, ακολούθησαν οι εξής βασιλιάδες: ο Αριοβαρζάνης Β’ (266-255 π. X.), ο
Μιθριδάτης Ε', ο Ευεργέτης, όπως ονομάστηκε (157-120 π. X.), που συμμάχησε με
τους Ρωμαίους και προσάρτησε στο κράτος του τη Μεγάλη Φρυγία. Τέλος, το 120 π.
X. ανέβηκε στον θρόνο ο τελευταίος και διασημότερος βασιλιάς του Πόντου, ο
Μιθριδάτης ΣΤ', ο Μεγάλος, επονομαζόμενος και Ευπάτωρ (120-63 π.Χ.), που
αναστάτωσε με τη θεαματική πολεμική δράση του για πολλά χρόνια τη Ρώμη (σ. σ.
Όλοι ήταν περσικής καταγωγής. Ο τελευταίος είχε Ελληνίδα μητέρα).
Περιληπτικά,
οι επιχειρήσεις του Μιθριδάτη ΣΤ' εναντίον της Ρώμης, που κράτησαν 27 χρόνια,
ήταν οι εξής:
Ο
Μιθριδάτης άρχισε τις επιχειρήσεις του με την κατάκτηση της Γαλατίας, στη Μικρά
Ασία, και της Καππαδοκίας.
Αμέσως
μετά απέσπασε όλους τους συμμάχους της Ρώμης, στην περιοχή, και κατέλαβε τα
περισσότερα νησιά του Αιγαίου, καθώς και τη ρωμαϊκή, πια, περιοχή της
Μακεδονίας.
Στους
Ρωμαίους απόμειναν μόνον τα νησιά Ρόδος και Χίος.
Ο
Πόντιος βασιλιάς, συνεχίζοντας την εκστρατεία του, κήρυξε την απελευθέρωση
της Ελλάδας και των πόλεων της από τους Ρωμαίους καταχτητές. Στο κάλεσμά
του ανταποκρίθηκε πρώτη η Αθήνα.
Φαρνάκης Α' |
Η
Ρώμη αναστατώθηκε και, καταλαβαίνοντας τον επερχόμενο κίνδυνο, έστειλε εκστρατευτικό
σώμα, με τον στρατηγό Σύλλα, να διώξει τον Μιθριδάτη. Ο αγώνας με τα ποντιακά
στρατεύματα, που έστειλε εναντίον του Σύλλα ο Μιθριδάτης, κρίθηκε σε δύο μάχες
στη Βοιωτία, το 86 π. X. Στη Χαιρώνια η πρώτη και στον Ορχομενό η δεύτερη. Η
τελευταία, όμως, πράξη του πολέμου παίχτηκε στο Δάρδανο της Τρωάδας, όπου σε
προσωπική σύγκρουση του Σύλλα με τον Μιθριδάτη, ο δεύτερος υποχρεώθηκε να
υπογράψει ειρήνη (το 85 π. X.). Αυτός ήταν και ο πρώτος λεγόμενος μιθριδατικός
πόλεμος. Στον δεύτερο μιθριδατικό πόλεμο δεν σημειώθηκαν θεαματικές
επιχειρήσεις.
Ο τρίτος μιθριδατικός πόλεμος, το έτος 17 π. X.,
ήταν δραματικός και κράτησε οχτώ χρόνια. Ο Ρωμαίος στρατηγός Λούκουλλος, μετά
από σκληρές μάχες, έδιωξε τον Μιθριδάτη από τον Πόντο. Αναλαμβάνοντας, πια, την
αρχηγία των ρωμαϊκών στρατευμάτων, ο στρατηγός Πομπήιος υπέταξε όλη τη Μικρά
Ασία. Ακόμη, κατόρθωσε, με μεγάλες διπλωματικές επιτυχίες, να πάρει με το μέρος
του και τον Φαρνάκη Β', γιο του Μιθριδάτη, που επαναστάτησε εναντίον του πατέρα
του. Ο Μιθριδάτης ετοίμαζε νέα εκστρατεία εναντίον των Ρωμαίων, αλλά
απελπισμένος από την αποστασία του γιου του Φαρνάκη, διέταξε έναν υπασπιστή του
να τον σκοτώσει. Αυτό ήταν το τέλος του Πόντιου βασιλιά, που έπεσε μετά από
τριάντα χρόνια αγώνα εναντίον της Ρώμης, για την ανεξαρτησία της Μικράς Ασίας.
Στο μεταξύ, σε όλη την περίοδο της ρωμαϊκής
κυριαρχίας, δεν ανακόπηκε η πρόοδος του ποντιακού Ελληνισμού. Οι Ρωμαίοι
τοπάρχες και οι λεγεώνες της φρουράς τους μόνον επιφανειακή εξουσία ασκούσαν.
Οι ελληνικοί πληθυσμοί του Πόντου συνέχισαν να διατηρούν το ελληνικό φρόνημα
και τον πολιτισμό τους, την ελληνική γλώσσα και θρησκεία. Ιδιαίτερα η
Τραπεζούντα εξακολουθούσε να αυτοδιοικείται και να προοδεύει ως πόλη αυτόνομη
και ελεύθερη. Έτσι και επί Ρωμαίων, όπως και επί Μεγάλου Αλεξάνδρου και
Μιθριδάτη, αναδείχνεται σε λαμπρή πόλη.
Η στρατηγική, εξάλλου, θέση της Τραπεζούντας
συντελεί στο να προτιμηθεί από το ρωμαϊκό κράτος το λιμάνι της ως βάση για τα
40 πλοία του ποντιακού στόλου (classis pontica), που φρουρούν τις παραμεθόριες
επαρχίες της αυτοκρατορίας. Την πρόοδο αυτή, όμως, έρχονται να την ανακόψουν οι
πρώτες επιδρομές εναντίον της. Το 257 μ. X., οι Γότθοι και οι Βορανοί ή
Βοράδοι, εξορμώντας από την Κριμαία, κυριεύουν, σε μια νύχτα, την Τραπεζούντα,
αν και την προστατεύουν δύο τείχη και μια πολυάριθμη ρωμαϊκή φρουρά.
Από τότε η Τραπεζούντα παρακμάζει σιγά σιγά και με
δυσκολία κρατάει την προηγούμενη θέση της στον κόσμο. Μόνον τον 5ο αιώνα, όταν
γίνεται σταθμός της πρώτης ρωμαϊκής λεγεώνας, και στους κατοπινούς βυζαντινούς,
πια, αιώνες, τον 6ο και 7ο, αρχίζει να παίρνει ανοδική πορεία, όταν αποτελεί
κέντρο στρατιωτικού εφοδιασμού των Βυζαντινών στους πολέμους εναντίον των
Περσών, στην αρχή, και των Αράβων, αργότερα. Τότε γίνεται το κυριότερο και το
ισχυρότερο φρούριο της βυζαντινής εξουσίας στη Μαύρη Θάλασσα, προπάντων όταν
χάνονται για την αυτοκρατορία οι επαρχίες γύρω από τον Τίγρη και τον Ευφράτη,
που κυριεύονται από τους Άραβες. Η Τραπεζούντα συγκεντρώνει, τότε, μετανάστες,
που καταφεύγουν σε αυτήν από όλη την ανατολική Μαύρη θάλασσα και από τη
Μεσοποταμία. Όλα αυτά την αναδείχνουν σε μητρόπολη του θέματος Χαλδίας, που
μόλις είχε ιδρυθεί.
Αναστάσιος Ν. Τροχόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου