Η κατάσταση στην Καλαμαριά ήταν δραματική. Από τα στενά σοκάκια της Καλαμαριάς, τα χωμάτινα σοκάκια, έβλεπες από ένα σοκάκι να βγαίνει η ακολουθία μιας κηδείας και από το άλλο σοκάκι να βγαίνει η ακολουθία ενός γάμου ("οψίκ").
Εδώ γάμος, εκεί θάνατος, εδώ φτώχεια, εκεί πείνα.
Η Καλαμαριά είχε γίνει ένα τραγικό γκέτο της προσφυγιάς.
Να περιγράψω την κατάσταση της Καλαμαριάς είναι αδύνατο.
Μεγάλα γεγονότα σαν τον Τρωικό πόλεμο μονάχα ένας Όμηρος μπόρεσε να περιγράψει. Μεγαλύτερο γεγονός η προσφυγιά αυτή· τον ξεριζωμό ενός λαού από την πατρίδα του δεν υπάρχει Όμηρος να τον περιγράψει. Όταν αρχίζεις και θέλεις να γράψεις για τις μέρες εκείνες, η πένα σου σπάζει. Το όλο αυτό δράμα περιέγραψα σε πολύ λίγους στίχους στο γνωστό ποίημα: Η Καλαμαριά. Όσο για τα δραματικά επεισόδια - ελαχιστότατα - που συνέβαιναν κατά τον χρόνο αυτό, τα περιγράφω μέσα στο βιβλίο μου Μνήμες και καημοί.
Η Καλαμαριά απετέλεσε το στέλεχος μιας βεντάλιας, η οποία απλώθηκε, άνοιξε και, όπως οι πτυχές της βεντάλιας απλώνονται, έτσι απλώθηκε και ο προσφυγικός κόσμος σ’ όλη την Ελλάδα. Από την Καστοριά μέχρι την Αλεξανδρούπολη. Από την Αλεξανδρούπολη μέχρι κάτω την Λακωνία, το Μυστρά, τη Στερεά Ελλάδα μέχρι την Κρήτη και τα άλλα νησιά. Όλος αυτός ο κόσμος των αγροτών ανακατεύτηκε, όπως ήταν φυσικό, με τον γηγενή πληθυσμό και με τον άλλο πληθυσμό άλλων μερών, όπως ήταν οι Θρακιώτες οι Μικρασιάτες οι Σμυρνιοί, οι Αίβαλιώτες, οι Κωνσταντινουπολίτες κλπ.
Από όλον αυτόν τον κόσμο που αναμείχτηκε με τον γηγενή πληθυσμό, προέκυψε μια καινούρια Ελλάδα, ένας καινούριος ελληνικός άνθρωπος και, κυρίως στη Μακεδονία, ο νέος Έλληνας.
Τα παιδιά μας βλέπουμε να είναι λεβεντόκορμα, ψηλά, οι κοπέλες μας όμορφες. Αναδείχτηκαν επιστήμονες μεγάλοι και μέσα απ’ αυτόν τον κόσμο ξεπήδησε ο νέος ελληνισμός. Πλήθος μεγάλων επιστημόνων, μεγάλοι μουσικοί, μεγάλοι μουσουργοί, συγγραφείς, ζωγράφοι κλπ. εμφανίστηκαν· έτσι ξεπήδησε μέσα απ’ αυτήν την ανάμειξη, απ’ αυτόν τον συγκερασμό, μια καινούρια Ελλάδα, που έδωσε φτερά στην παλιά Ελλάδα, η οποία ήταν αγροτική και καθυστερημένη.
Εμάς που είχαμε έρθει από τη Γεωργική Σχολή, όπου προσωρινά εγκατασταθήκαμε, μας έλεγαν "οι αριστοκράτες της Γεωργικής Σχολής", διότι από τα παραπάνω φαίνεται πόσο όμορφα και αριστοκρατικά ήμασταν εκεί. Τώρα, επειδή εγκατασταθήκαμε στην Καλαμαριά, τόσο εμείς όσο και όλοι οι άλλοι από τη Γεωργική Σχολή έπρεπε να πάθουμε και εμείς τα ίδια τα οποία έπαθαν και οι προηγούμενοι. Η υπηρεσία, η Υγειονομική, δεν εννοούσε να μας αφήσει χωρίς να μας περάσει από κλίβανο.
Λοιπόν μια καλή μέρα έρχεται ένα συνεργείο και μαζεύει όλες τις οικογένειες, τους "αριστοκράτες της Γεωργικής Σχολής", μας φορτώνει στα κάρα και ένα και δύο μας κατεβάζει κάτω στην παραλία της Αρετσούς, όπου βρίσκουμε έναν τεράστιο κλίβανο να καπνίζει και μια μαύρη παράγκα από λαμαρίνες. Εκεί μας στοίβαξαν στη σειρά, πήραν τα υπάρχοντά μας, που ήταν όλα θαυμάσια οικιακά κρεβάτια, προσκέφαλα, μαξιλάρια, παπλώματα, ενδυμασίες, τά ’ριξαν μέσα στον κλίβανο, μας εκλιβάνισαν και εμάς και μας ... απολύμαναν. Επί ώρες αναζητούσαμε τα πράγματά μας μέσα σε σωρούς μισοκαμένα αντικείμενα τα οποία βρωμούσαν από το φάρμακο της απολύμανσης.
Μετά μας πήραν κατά οικογένειες και μας φέραν σ’ έναν χώρο όπου ήταν υγειονομικοί υπάλληλοι και μας έκαναν τα πρώτα εμβόλια κατά των επιδημιών. Θυμούμαι, η μητέρα μου με κρατούσε αγκαλιά και κοιτάζαμε· και ήρθε η σειρά του αδελφού μου του μακαρίτη του Θεόδωρου και του έκαναν μια ένεση πιο πάνω από το στήθος και εγώ μόλις είδα την ένεση φώναξα, λιποθύμησα στην αγκαλιά της μητέρας μου. Η μητέρα μου ξεφώνισε.
Αναθεμά σας, θα παίρετε την ψην ατ’, το χάταλον θ’ αποθάν’.
Με συνέφεραν κλπ. και τέλος πάντων τελειώσαμε.
Στη συνέχεια όλους ανεξαιρέτως, παιδιά, άνδρες, γυναίκες, ακόμη και τα κορίτσια τους κούρεψαν με αλογομηχανές και έβλεπες πεταγμένες χρυσές πλεξούδες κοριτσιών και τα κορίτσια σε αθλία κατάσταση κουρεμένα. Έδεσαν το κεφάλι τους με ό,τι τσεμπέρια βρήκαν και, σιγά-σιγά σαν καραβάνι δυστυχισμένων όπως ήμασταν, ξαναγυρίσαμε στους θαλάμους και μείναμε εκεί μέχρις ότου, όπως είπαμε παραπάνω, αρχίσει ο διασκορπισμός και η εγκατάσταση των Ποντίων δεξιά και αριστερά.
Εμάς ο πατέρας μου μαζί με τους Σανταίους πήγαν να εγκατασταθούν στον Καταχά της Κατερίνης. Λίγο διάστημα όμως μείναμε εμείς, ο πατέρας μου έμεινε εκεί μαζί με τη γιαγιά μου και τον αδελφό της μητέρας μου Χρηστάκη, όπου τους έδωσε το κράτος μια ψευτοενίσχυση, και άρχισαν αυτοί οι άνθρωποι - ο θείος μου τελειόφοιτος της Γαλλικής Σχολής Τραπεζούντας, μορφωμένος άνθρωπος, και ο πατέρας μου άβγαλτο πλουσιόπαιδο - άρχισαν να φτιάχνουν πλίνθους (τούβλα) με λάσπες για να χτίσουν δήθεν σπίτια. Η μητέρα μου δεν εννοούσε να πάμε στο χωριό, ούτε εγώ, ούτε ο αδελφός μου, ούτε οι αδελφές μου, γιατί όπως έλεγε:
Εγώ σην Τραπεζούνταν ετράνηνα, απέσ’ σην πολιτείαν, τα παιδία μ’ κ’ εφτάω χωρέτσ.
Έτσι εμείς μείναμε στην Καλαμαριά, ο πατέρας μου με τον θείο μου στο χωριό, υπέφεραν τα πάνδεινα και εμείς υποφέραμε εδώ κάτω του κόσμου τις πείνες και δυστυχίες.
Πολλές φορές έχω αναφέρει μέσα στο έργο μου για τη θεία μου την Ελένη, τη γυναίκα του Χρηστάκη. Αυτή, όπως είπα, ήταν από μεγάλη αριστοκρατική οικογένεια με τα Γαλλικά της, με το πιάνο της κλπ., έμεινε μεν στους θαλάμους κι αυτή, πεινασμένη, δυστυχισμένη και, για να μην την λυπούνται οι γείτονες - τα διαμερίσματά μας ήταν χωρισμένα μ’ ένα τσουβάλι - έβαζε μέσα σ’ ένα ποτήρι
νερό και μέσα ένα κουτάλι και τ’ ανακάτευε για να ακούσουν οι διπλανοί και να νομίσουν ότι δήθεν πίνει τσάι· κι αυτή ήταν μήνες νηστική έως ότου έπαθε φυματίωση, την μετέφεραν στο νοσοκομείο, τότε ήταν φυματιολογικό, που σήμερα λέγεται Άγιος Δημήτριος, όπου και πέθανε ξεχασμένη, ολομόναχη, και το πτώμα της το πήρανε και εξαφανίστηκε. Το πήγανε σε κάποιο νεκροταφείο ή σε κάποιο πανεπιστήμιο; Αυτό το τέλος είχε αυτή η αρχόντισα, η κόρη η όμορφη. Αυτό ήταν ένα από τα δράματα της οικογένειάς μας.
ΠΟΛΛΑ θα είχε να πει ένας συγγραφέας και πολλά θα χωρούσε το διήγημα αυτό "Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΑΡΓΟΝΑΥΤΩΝ' αλλά, όπως είπα και παραπάνω, δυστυχώς τέτοια μεγάλα γεγονότα η δική μας η φτωχή πένα, ο δικός μας φτωχός κάλαμος, δεν αντέχει· και εδώ πρέπει να σταματήσω, αφού πω ότι ο εμβολιασμός του γηγενούς ελληνικού πληθυσμού με τον προσφυγικό έδωσε μια καινούρια Ελλάδα, την οποία πρέπει να την αναγνωρίσουν ορισμένοι οι οποίοι δεν θέλουν από μισαλοδοξία ή από τοπικισμό να αναγνωρίσουν.
ΑΥΤΑ, με λίγα λόγια, είναι ένα κομμάτι της επιστροφής των Αργοναυτών και το ονόμασα έτσι διότι πήρα οικογένειες που κυρίως ξεκίνησαν από την Κολχίδα, από το Βατούμ, από το Κουταΐς, εκεί που ήταν η Κολχίδα, όπου ήταν και οι Αργοναύτες. Βέβαια ήρθαν και ήρθαν από τη Μικρά Ασία πλήθος άνθρωποι, εκατομμύρια και όλος αυτός ο κόσμος εγκαταστάθηκε εδώ στην Καλαμαριά.
Η Καλαμαριά δέχτηκε τους Ποντίους με το τηλαυγές φως του περίφημου Φροντιστηρίου της Τραπεζούντας και με τη βυζαντινή λύρα τους, δέχτηκε τους Σμυρνιούς φωτισμένους και παιδευμένους από την Ευαγγελική Σχολή τους, με τα βιολιά τους και τα λαγούτα τους και τα ούτια τους, δέχτηκε τους Κωνσταντινουπολίτες με την ξεχωριστή μουσική και τα τραγούδια τους και με το αγλαόν πνευματικό φως, της Σχολής της Χάλκης, της Γενναδείου Σχολής κ.ά.· και η Καλαμαριά ακουόταν σαν ένα κέντρο στο οποίο ακούγονταν όλες οι ελληνικές ράτσες της προσφυγιάς και απ’ όπου, όπως είπαμε, ξεπήδησε ο νέος προσφυγικός κόσμος μαζί με τον γηγενή και δημιουργήθηκε η νέα Ελλάδα.
Ήρθαν Πόντιοι με την αρχαιοβριθή διάλεκτό τους, με την παραδοσιακή στολή τους, τη βυζαντινή νήφουσα λύρα, τη μουσική τους και τους χορούς τους, οι Σμυρνιοί με τα αραχνοΰφαντης γλυκιάς μουσικής σεβταλίδικα τραγούδια τους, οι Κωνσταντινουπολίτες με το πρωτευουσιάνικο κιμπάρικο ύφος τους, οι Θράκες και οι άλλοι με τον αγνό τρόπο ζωής της ελληνικής αγροτικής υπαίθρου, κι όλοι αυτοί γέμισαν την αφιλόξενη κι έρημη ακτή της Καλαμαριάς και την έκαναν τον ωραιότερο και μεγαλύτερο σήμερα περιφερειακό Δήμο της Θεσσαλονίκης.
Ήρθαν φέρνοντας μαζί τους μια τεράστια περιουσία, το σύγχρονο "ΧΡΥΣΟΜΑΛΛΟ ΔΕΡΑΣ", την Ανταλλάξιμο Περιουσία, την οποία εφαλκίδευσαν και φαλκιδεύουν επί τόσες δεκαετίες οι εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις με την αψυχολόγητη συγκατάθεση των εκάστοτε προσφύγων βουλευτών, ενώ ακόμη μένουν αναποκατάστατοι και άστεγοι πλήθος προσφύγων - Αργοναυτών.
Αιδώς, Αργείοι!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου