Η επιστροφή των "Αργοναυτών" Μέρος 5ο

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018

                                                                                   
Γεωργική σχολή
Ή ζωή, στην Γεωργική Σχολή πια, είναι όμορφη, τακτική και ήσυχη.
Τα χορευτικά βραδινά μας ατόνησαν όμως δυστυχώς, μια και ο ρυθμός και το ποιον της ζωής άλλαξε στη στεριά και άλλες σκέψεις απασχολούσαν τώρα τον κόσμο:
Τι θα γίνομε τελικά, πού θα καταλήξομε, πού θα φτάσουμε;
Η υπηρεσία "Περιθάλψεως των Προσφύγων", έτσι νομίζω την έλεγαν, έφερε και εγκατέστησε στην πίσω μεριά του κτιρίου, σ’ ένα υπόστεγο, τα πρόχειρα μαγειρεία και την αποθήκη τροφίμων για διανομή στους πρόσφυγες όσες φορές υπήρχαν τρόφιμα για μας, μας μοίραζε πολλές φορές συμπυκνωμένο ζαχαρούχο γάλα για τα παιδιά, πολλές φορές μέχρι καφέ και ζάχαρη κι άλλα αναγκαία τρόφιμα και υλικά· όμως τούτο καταλαβαίναμε πως δεν μπορούσε να κρατήσει επ’ άπειρο. Κάπως έπρεπε να τακτοποιηθούμε μελλοντικά. Κι όμως παρά ταύτα νάσου ο Βάσος Βαφειάδης, ο αδελφός ο δεύτερος του μαντολινίστα του Σταύρου του Κουτσού από εντελώς δική του πρωτοβουλία και κλίση, οργανώνει όλα εμάς τα παιδιά σε τμήμα σαν στρατιωτικό.
 Μας ορίζει ομάδες, ζυγούς, συμπαραστάτες και κάθε μέρα τις πρωινές ώρες μας συγκεντρώνει στην μεγάλη έκταση που είναι η περιφραγμένη αυλή του κτιρίου και μας κάνει γυμναστική, βηματισμούς και παρελάσεις. "Ασκήσεις πυκνής τάξης", όπως λέμε στο στρατό. Μας έμαθε ακόμη και μερικά σχολικά εμβατήρια, που τα τραγουδάμε και παρελαύνουμε.
Είναι ωραία, πολύ ωραία η διοργάνωση αυτή και την αγαπούν όλα τα παιδιά. Δεν ξέρω αν ο Βάσος Βαφειάδης αυτός αργότερα έγινε γυμναστής ή στρατιωτικός. Πάντως ήταν ταλέντο.
Φαίνεται πως ήταν το κύκνειο άσμα της οργάνωσής μας αυτής, όταν μια μέρα οι ηλικιωμένοι μας ήρθαν και μας παρακολούθησαν και μας χειροκρότησαν. Από την άλλη μέρα δυστυχώς, και ποιος ξέρει γιατί, διαλυθήκαμε, όπως διαλύονται όλα τα ωραία στη ζωή. Το ’χει η μοίρα φαίνεται.
Δεν ξέρω κι ούτε μπορούσα να ξέρω, παιδί εγώ τότε, πόσον καιρό, πόσους μήνες μείναμε έτσι αμέριμνοι, και ας πούμε κι ευτυχείς, στη Γεωργική Σχολή.
Μα θυμάμαι πως μια μέρα ο πατέρας μου, αρκετά προβληματισμένος, μας είπε.
Σήμερα, με διαταγή του κράτους, λύθηκε η καραντίνα της Καλαμαριάς. Δεν υπάρχουν πια αρρώστιες, τύφος κλπ. και σταμάτησαν οι θάνατοι των ανθρώπων.
Οι πρόσφυγες της Καλαμαριάς πλέον είναι ελεύθεροι, χωρίς συρματοπλέγματα ή καραντίνα. Όποιοι θέλουν μπορούν να πάνε όπου θέλουν, σ’ όποια άλλη πόλη θέλουν, ή σε χωριό ή όπου αλλού να χτίσουν χωριά. Τα ταξίδια με το τραίνο είναι δωρεάν για τις επιτροπές που θα εκλέξουν για την αναζήτηση των τόπων, όπου θα εγκατασταθούν οι ομοχωριάτες τους, να κατεβούν στη Θεσσαλονίκη να δουλέψουν, να φτιάξουν την ζωή τους. Τυχεροί όσοι γλίτωσαν το φοβερό εκείνο θανατικό. Τώρα αγώνας, ζωή, επιβίωση.
Συγχρόνως όμως κι εμείς που είμαστε εδώ στην Γεωργική Σχολή, πρέπει, λέει, να πάμε στην Καλαμαριά, στο κέντρο των προσφύγων, να απελευθερώσομε το κτίριο της Γεωργικής Σχολής που το χρειάζεται το κράτος. Στην Καλαμαριά θα μας στεγάσουν στους προσφυγικούς θαλάμους. Οι σκηνές, τα τσαντήρια, δεν υπάρχουν πια μα και ο λόγος ύπαρξής τους εξέλιπε. Τις ξήλωσαν, κι οι άνθρωποι πήγαν στους θαλάμους. Εννοείται πως το προσφυγικό μας συσσίτιο θα το παίρνομε όπως και τώρα εδώ, μέχρις ότου τακτοποιηθούν τα θέματα της προσφυγιάς. Θα πάμε, τι θα κάνουμε; Το κράτος διατάζει. 
Ο πατέρας μου βέβαια είχε πάει στην Καλαμαριά, είχε βρει εκεί τον θείο Χρήστο με την Ελένη την γυναίκα του, καθώς και τον θείο τον Θεόφιλο, τον αδελφό του, που πέρασαν εκεί αρκετές από τις φοβερές ημέρες της Καραντίνας. Είχαν έρθει νωρίτερα από μας και τους έφεραν στην Καραντίνα. Οι πληροφορίες που μάζεψε ο πατέρας μου για τη ζωή στην Καλαμαριά ήταν δύσκολες, "μα τώρα όλα άλλαξαν", έλεγε για να μας καθησυχάσει.
                                                                            
ΕΜΕΙΣ τα παιδιά, βέβαια, απολαμβάναμε το καλοκαίρι, που φούντωσε στην εξοχή της Γεωργικής Σχολής. Παίζαμε τα διάφορα παιχνίδια που ξέραμε, σκλαβάκια, κρυφτό και άλλα. Σαν άρχισαν οι πρώτοι θαλασσινοί αέρηδες να φυσούν απ’ τη μεριά της θάλασσας του αεροδρομίου, το ρίξαμε στους χαρταετούς. Με διάφορα χαρτιά ακόμα και με εφημερίδες κάναμε τους χαρταετούς μας, κλέβαμε από τα νήματα που μας έπλεκαν κάλτσες οι γιαγιάδες ή οι μανάδες μας, και τους αμολούσαμε πηγαίνοντας εκεί στο βάθος πίσω από τη Σχολή, όπου ήταν και είναι και σήμερα ένας λόφος, όπου και το υδραγωγείο της Σχολής τότε.
Εγώ είχα κι έναν άλλο λόγο να είμαι υπερήφανος, ας πούμε. Τον τελευταίο καιρό ερχόταν ένας χωρικός, κάθε πρωί και μας έφερνε γάλα. Κι εγώ τον πλήρωνα από το ατομικό μου ταμείο. Είχα δηλαδή μια σακούλα με ασημένια ρούσικα, τσαρικά, καπίκια πεντάρας και του έδινα απ’ αυτά. Τα είχα φέρει από το Κουταΐς. Τα είχα να παίζω. Μου τα είχε χαρίσει ο πατέρας μου τον καλό καιρό, όταν είχαμε ακόμα βιός και χρήμα και άνεση. Τα χάρτινα ρούσικα βέβαια δεν περνούσαν. Ποιος να τα πάρει; Κι είχαμε φέρει κι ένα τσουβάλι, χωρίς υπερβολή. Ο πονηρός χωρικός τάπαιρνε πρώτα-πρώτα γιατί ήταν ασημένια κι ύστερα, ακόμη πολύς κόσμος, και στην αγορά ακόμα, πίστευαν πως γλήγορα θα γυρίσει ο τσαρισμός στη Ρωσία και τότε θα έχουν τα κέρματα αυτά και την ιστορική τους αξία. Δεν βαριέσαι, αυτές ήταν σκέψεις άλλων, εμάς μας έφτανε πως ο χωρικός τάπαιρνε κι η μητέρα μου συχνά έκανε γιαούρτι και ρυζόγαλο. Δεν μας έφτανε αυτό; Θα σκεφτόμασταν και τους τσάρους και τη μοίρα τους;
Σε μερικές εβδομάδες από την αναγγελία του πατέρα μου, πως πρέπει να μετοικήσουμε πια όλοι οι πρόσφυγες στα προσφυγικά κέντρα της Καλαμαριάς, μια-μια οικογένεια φεύγανε για την Καλαμαριά, όπου οι αρμόδιοι τους έδιναν χώρο στους θαλάμους να στήσουν την καινούρια γωνιά τους, ορθώνοντας τα τείχη των επικρατειών τους, τα τσουβαλοχωρίσματα δηλαδή.
Μια μέρα, πρωί-πρωί μας ήρθε, ύστερα από συμφωνία βέβαια, ένας Καρσλής, πρόσφυγας από το Κάρς κι αυτός,  ερχόμενος έφερε όλα τα υπάρχοντα· μας ήρθε με τη βοϊδάμαξά του που σέρνουν δυο ξανθότριχα καλοκέρατα και ήσυχα βόδια.
Εκείνος, ο πατέρας μου, η γιαγιά και η μητέρα μου, κατάφεραν μέχρι το μεσημέρι να φορτώσουν τα υπάρχοντά μας κι αποπάνω κάθισαν εμένα και γράγκα-γρούγκα, όπως έλεγε η γιαγιά η Ζωή, η βοϊδάμαξα τις απογευματινές ώρες μας έφερε στην Καλαμαριά, στην κάτω άκρη της Καλαμαριάς. Από κει και κάτω ήταν η Γαλλοελληνική, μια έκταση που έφτανε ως τη θάλασσα κάτω. Ο πατέρας μου κι ο θείος ο Χρήστος είχαν από νωρίς τακτοποιήσει τον θάλαμο που θα μέναμε. Στον ίδιο θάλαμο, δηλαδή, με τον θείο Χρήστο. Τον θάλαμο 151. Έτσι λεγόταν και ο θάλαμος και η γειτονιά εκείνη.
Κουβαλήσαμε τα πράγματα μέσα αφού πρώτα η μητέρα μου και οι αδελφές μου χώρισαν τον χώρο που μας παραχώρησε ο "θαλαμάρχης", ο υπάλληλος που όρισε ο προϊστάμενος της περιοχής. Τακτοποιήθηκαν όλα μας τα πράγματα πρόχειρα για σήμερα και σαν βράδιασε κοιμηθήκαμε όπως-όπως, μελαγχολικοί και κουρασμένοι. Η γιαγιά η Ζωή σε μια γωνιά κατάφερε να στήσει ένα σκαμνί, πάνω ακούμπησε την Εικόνα μας, χωρίς καντήλι γιατί έλειπε το λάδι, παλιά, πολύ παλιά βυζαντινή Εικόνα, που η γιαγιά την κληρονόμησε από τους γονείς της και την έφερνε σ’ όλες τις περιπέτειές μας αγκαλιά, τυλιγμένη μέσα σ’ ένα ύφασμα, πάντα καθαρό και προσεγμένο. Ευτυχώς ακόμη και σήμερα διατηρούμε το Λιανιδέικο το πατρογονικό τούτο κειμήλιο, το οποίο κάποια μέρα ασφαλώς πρέπει να καταλήξει σε κάποιο μουσείο, το οποίο ας ελπίσομε ότι κάποτε θα χτίσουν οι Πόντιοι για τα κειμήλια της Ανατολής.
Εκεί στο θάλαμο 151 μείναμε οριστικά.
                                                                              
Νέα  Σάντα
ΣΤΟ ΘΑΛΑΜΟ μέναμε λοιπόν συνέχεια επί χρόνια, εν τω μεταξύ άρχισαν να έρχονται νέα κύματα προσφύγων, νέα κύματα - όπως τα ονομάσαμε - με "Αργοναύτες", από τη Μικρά Ασία, από τη Ρωσία, από τη Θράκη, και η Καλαμαριά έγινε ένα τεράστιο κέντρο όπου συγκεντρώνονταν όλοι οι πρόσφυγες που έρχονταν στην Ελλάδα.
Ο πρώτος χειμώνας πέρασε δύσκολος και εν τω μεταξύ έγινε και η ανταλλαγή των πληθυσμών, συνέβη η καταστροφή της Σμύρνης, και η Καλαμαριά γέμισε από προσφυγικό κόσμο διαφόρων τόπων.
Τον ερχόμενο χειμώνα άρχισε η μάχη με τη λάσπη και την πείνα και τη φτώχεια.
Μόλις όμως καλοκαίρεψε, εντολή της Κυβερνήσεως ήταν όποιοι θέλουν απ’ τους πρόσφυγες να πάνε και να εγκατασταθούν σε διάφορες άλλες περιοχές της Ελλάδας, και κυρίως οι αγρότες, να πάνε να χτίσουν χωριά.
Έτσι λοιπόν ξεκίνησαν ομάδες και επιτροπές, οι οποίες πήγαιναν και διάλεγαν έναν τόπο στον οποίο θα εγκαθίσταντο οι νέο πρόσφυγες.
Έτσι οι πατριώτες μου οι Σανταίοι πήγαν και εγκαταστάθηκαν στη Νέα Σάντα του Κιλκίς. Ήταν ένας τόπος ανηφορικός, ξερός, γεμάτος πουρνάρια, φίδια, χελώνες και εκεί εγκατέστησαν σκηνές στις οποίες έμεναν κι αυτοί και άρχιζαν να χτίζουν το χωριό.
Αυτό συνέβη σε πολλά χωριά και έτσι γέμισε η Μακεδονία από χωριά με όνομα που πάντα αρχίζει με τη λέξη "Νέα". Νέα Σάντα, Νέα Φιλαδέλφεια, Νέο Φίλυρο, Νέα, Νέα, Νέα... ως που έφτασε και στις πόλεις όπως Νέα Φιλαδέλφεια, Νέα Ιωνία στην Αθήνα, Νέα Ιωνία στο Βόλο, που αργότερα αναδείχτηκαν σε ανθηρούς συνοικισμούς.

Σίμος Λιανίδης
Φιλόλογος









Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah