ΤΖΑΜΙΛΙΑ Μέρος 2ο

Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2018


Όλα αυτά γίνονται τον καιρό του πολέμου, του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, που τη μακρινή πραγματικότητά του την αντιλαμβάνομαι από το πόσο βαριά είναι η έλλειψη των αντρών για τις γυναίκες τους και τις μητέρες τους.
Οι τζιγκίτ, οι διαλεχτοί καβαλάρηδες, που είναι σύγχρονα το φόβητρο των κοριτσιών και η ενσάρκωση της κιργίζικης τιμής, ξεσηκώνονται και βροντολογούν οι αναβολείς και οι γριές γυναίκες, αποχαιρετώντας τους, καλούν να τους βοηθήσει η «ψυχή του ήρωα μας Μανάς. Του Μανάς, που ο θρύλος του δεν μας έφτασε μέσα από εικονογραφημένα χειρόγραφα, μα, από αιώνα σε αιώνα, στα βουνά του Τιάν - Χάν, τα κατορθώματά του μεταδόθηκαν με το στόμα των παραμυθάδων κι αποτέλεσαν τη μεγάλη τριλογία «Μανάς», «Σεμετέι» και «Σεϊτέκ»... που άρχισαν να την καταγράφουν μονάχα τον περασμένο αιώνα. Ο πατέρας του Σεΐτ, που είναι μαραγκός, το πρωί, πριν πάει στη δουλειά του, λέει το ναμάζι του από το κοράνι, με το πρόσωπο γυρισμένο προς τη Μέκκα. Είναι, όμως, το μόνο που μαθαίνω για τη θρησκευτική ζωή, που φαίνεται εντελώς αποξεχασμένη. Δε θα συναντήσουμε παπάδες και μουλάδες, όπως στο Καζαχστάν, στην Ιστορία του «Αμπάι»* ή στην «Μπουχαρά» του Σαντριντίν Αϊνί. Κι όμως τα έθιμα της φυλής επέζησαν στο σοβιετικό Αΐλ, όπου οι γέροντες, οι πρεσβύτεροι, οι ακσακάλ πρέπει υποχρεωτικά ν’ αναφέρονται, στο γράμμα του στρατιώτη από το μέτωπο, πριν την ίδια του τη γυναίκα. Δε γίνεται πουθενά λό­γος για τον σοβιετικό νόμο, αλλά συμμορφώνονται με το αντάτ, το έθιμο της φυλής. Το αντάτ, γύρω αυτά 1940, διατη­ρεί ακόμα την πολυγαμία στο Αΐλ. Στα πεταχτά επίσης ανα­φέρεται, παραδείγματος χάρη, πως στο σχολείο υπάρχει «εφημερίδα του τοίχου», γιατί ο Σεΐτ σχεδιάζει γι’ αυτή. Κι όμως, όλα εδώ μαρτυρούν την πάλη του παλιού με το καινούργιο. Μονάχα που -κι αυτό είναι το μεγαλείο αυτής της αφήγησης —ή πάλη αυτή μας δείχνεται μέσα από ψυχές, μέσα στις ψυχές.
Η παράξενη επιτυχία τής «Τζαμίλια» χρωστιέται στο ότι μαθαίνουμε για έναν τύπο άγνωστο, για τη ζωή των αντρών και των γυναικών του, που είναι ακόμα σφιχτά δεμέ­νοι με τις πατριαρχικές παραδόσεις και τα έθιμα των νομά­δων, που πέρασαν κιόλας, χωρίς συγκρούσεις, στη σοβιε­τική εποχή—κι όλα αυτά τα μαθαίνουμε από τα μέσα, από πλάσματα, που όλα αυτά τους φαίνονται φυσικά και δε χρειάζονται καμιά εξήγηση, Έτσι που η αφήγηση αποκτά κα­ταπληκτική άνεση στην εξέλιξή της, που λείπει τόσο πολύ από τις σύγχρονες λογοτεχνίες, που καταγίνονται με ρεπορτάζ και όπου όλα, θαρρείς, είναι καταγραμμένα από τα πριν σε δελτία.
Αυτά για την ατμόσφαιρα του τόπου, όπου στα λιβάδια και στις στέπες του κυλάει το «περκατί πόλιε». Γι’ αυτή τη χώρα, που φυτρώνει το άγριο αψέντι, που ο άνεμος ανακάτευε το άρωμα των μήλων με το  ανεπαίσθητο άρωμα του γινομένου κριθαριού που το κρύωνε, η νύχτα, όλα αυτά ανακατεμένα με τη μυρωδιά της πίσσας και των ιδρωμένων χάμουρων των αλόγων. Γι’ αυτή τη χώρα, που για να μιλή­σει κανείς γι’ αυτή έπρεπε να έχει τη φωνή του Ντανιγιάρ, τη φωνή  ενός ανθρώπου, που πόθησε αυτή τη γη, ενός ανθρώπου, που αποστερήθηκε για καιρό τη φυσική αγάπη για την πατρίδα του.
 Μα να που όλα αλλάζουν, όλα παίρνουν τα πραγματικά τους χρώματα. Εδώ αρχίζει το ανεπανάληπτο, αυτό που δεν μπορώ να το αποδώσω, μην έχοντας το ταλέντο του Σεΐτ, γεννημένου σχεδιαστή, που πετυχαίνει το ίδιο τα σχέδια που ξεσηκώνει από το αναγνωσματάριο (δεν έλεγαν οι συμμαθητές του πώς του βγαίνουν «ολόφτυστα»;) και τον Ντανιγιάρ και τη Τζαμίλια μέσα στην αυγουστιάτικη νύχτα.
 Ω, θάθελα πολύ να τάβλεπα αυτά τα σχέδια του Σεΐτ, που τάκανε πριν αρχίσει σπουδές, με το αφελές θάρρος της άγνοιας, μα που όλα τα πρόσωπα τ’ αναγνωρίζεις και μοιάζουν τόσο... Πόσο φοβούμαι μήπως η Σχολή και η Ακαδημία των Καλών Τεχνών του χαλάσουν το χέρι και τον κάνουν και χάσει αυτή την «προφορική» αρετή στο σχέδιο και στα χρώματα, που τη βρίσκεις στον Ρουσσώ τον τελώνη και στην εποποιία του Μανάς, με μιαν απλότητα που οι ζωγράφοι στη Δύση, με τους γερασμένους και εξαντλημένους πολιτισμούς, προσπαθούν να την ξαναδιδαχτούν, για να βρουν το δρόμο προς ένα χαμένο παράδεισο.
Τσινγκίζ Αϊτμάτοφ
 Εδώ ορθώνεται το ανεκτίμητο. Κι ο συγγραφέας, σαν τον Ντανιγιάρ μέσα στην αυγουστιάτικη νύχτα, μας ξανοίγει ξαφνικά την ψυχή του κι αυτή την «αλήθεια της ζωής», που τη λένε, στο Τσεκέρ ή στο Ταλάς, στη Βερόνα ή στην Τροία, αγάπη. Κάθε άνθρωπος δεν έχει παρά μια ζωή. Ο Τσινγκίζ Αϊτμάτοφ βρίσκεται ακόμα στο κατώφλι της δικής του. Μα μοιάζει κιόλας να έχει την τεράστια πείρα της ανθρωπότητας μέσα στην καρδιά του, μέσα στα χέρια του. Γιατί αυτός ο νέος μιλάει για την αγάπη όπως κανένας άλλος. Ω, Μυσσέ, ζήλεψε φίλε μου αυτή την αυγουστιάτικη νύχτα, στα πέρατα της Κιργιζίας!.. . Κι αυτόν, που τριάντα χρόνων μπορεί και λέει πως δεν έχασε τη δύναμη και τη ζωή του.
 Πρώτ’ απ’ όλα πρόκειται για την αγάπη στη γη, στη ζωή—έτσι τουλάχιστον φαίνεται νάναι. Όταν τραγουδάει το πουλί ή στολίζεται με θαυμαστά φτερά, εμείς, που περνάμε δίπλα, δεν ακούμε παρά τη μουσική, δε βλέπουμε παρά την αρμονία των χρωμάτων. Χρειάστηκε νάρθουν οι σοφοί, με τις μελέτες τους, για να μάθουμε πως αυτό το τραγούδι ήτανε τραγούδι της αγάπης, που απευθυνότανε, όπως και η ομορφιά των φτερών, στο θηλυκό πουλί, που είναι κρυμμένο, ακούει και θαρθεί.
 Την Ιστορία της «Τζαμίλια», το έχω πει, τη διηγείται ένα παιδί και για το παιδί αυτό, η ανακάλυψη αυτού που συμβαίνει μέσα στην ψυχή του ζευγαριού, το δράμα του ζευγαριού, που δεν έχει γνωριστεί ακόμα, είναι ταυτόχρονα κ’ η ανακάλυψη του ίδιου του αισθήματος, είναι η ερωτική συνομιλία του πνεύματος. Κι όλα αυτά το παιδί χρειάζεται να τα ανακαλύψει από την αρχή και να γιατί μας παρουσιάζει την αγάπη σαν ένα πάναγνο μέταλλο στη γένεσή του. Πώς να το ονομάσει με μιας; Καμιά φορά, λέει, μου φαινότανε πως εμένα και τη Τζαμίλια μας είχε αναστατώσει το ίδιο ακατανόητο συναίσθημα.
 Γιατί παρακολουθεί αυτή τη γένεση και θέλει και ταυτόχρονα δε θέλει ν’ αγαπήσει η Τζαμίλια τον Ντανιγιάρ. Αυτός που, σύμφωνα με το αντάτ, χρέος του έχει να είναι άγρυπνος φύλακας της γυναίκας του αδελφού του, της τζένε του. Κι όλο το αίσθημα του καλού και του κακού, που φωλιάζει μέσα του, το ανατρέπει, το εξουθενώνει για πάντα ένα τραγούδι σε κάποια αυγουστιάτικη νύχτα. Δεν ξέρει πως αγαπάει τη Τζαμίλια και δε θα το μάθει, παρά σαν θα τη χάσει για πάντα, και, από την αγνότητά του, γίνεται συνένοχος της αγάπης του Ντανιγιάρ και της Τζαμίλια.
 Για την ώρα, αναρωτιέται τι νάναι η αγάπη, δεν μπορεί να τη συνειδητοποιήσει, παρά μέσα από ένα άλλο συναίσθημα: τον πόθο του να εκφράσει στους άλλους με το σχέδιο, τη ζωγραφική, ότι αισθάνεται ο ίδιος. Μήπως η αγάπη, σκέφτεται, δεν είναι μια  έμπνευση, σαν την έμπνευση του ζωγράφου ή του ποιητή; Η αυγουστιάτικη νύχτα, γι’ αυτό το δεκαπεντάχρονο αγόρι, είναι, πρώτα απ’ όλα, ή αποκάλυψη του τι θέλει να γίνει—αυτό του λέει το τραγούδι του Ντανιγιάρ, το ερωτικό τραγούδι του Ντανιγιάρ στη Τζαμίλια.
 Ή τα παραείπα ή δεν τα είπα αρκετά. Διαβάστε καλύτερα το βιβλίο. Μια σύντομη Ιστορία και σύγχρονα απέραντη. Μια Ιστορία αγάπης, όπου δεν υπάρχει ούτε μια περιττή λέξη, ούτε μια φράση που να μη βρίσκει αντίλαλο μέσα στις καρδιές. Δεν έχει να κάνει αν ο μικρός Σεΐτ ήταν, ίσως, απλοϊκός ζωγράφος, αυτό όμως που εκφράζεται μέσον του Σεΐτ δεν έχει ανάγκη κανέναν να του διδάξει την τέχνη του. Οι Κιργίζιοι δε ζωγράφιζαν υπομονετικά μινιατούρες σε χειρόγραφο, τον καιρό που ο Ρουσταβέλλι τραγουδούσε στον Καύκασο ή ο Αρμάν Ντανιέλ στο Λανγκεντόκ. Η γραφή για τους Κιργίζιους είναι καινούργιο απόχτημα κι απόκτησαν βιβλία εδώ και τριάντα χρόνια μόνο. 
Γι’ αυτό, το τραγούδι που μας έρχεται από το ανθόσπαρτο και μυρωμένο Ταλάς, αυτό το τραγούδι, που εκφράζει το ίδιο καλά και το φθινόπωρο και τον Αύγουστο, το χλιμίντρισμα του πουλαριού και το τρεμούλιασμα της γης, αυτό το τραγούδι που ανατρέπει τις παραδόσεις του αντάτ και κάνει να μπει το όνομα της αγαπημένης γυναίκας στην πρώτη σειρά του γράμματος, πριν από τους αδελφούς, τον πατέρα, τη μητέρα και τους ακσακάλ, αυτό το τολμηρό τραγούδι, που δίνει το προβάδισμα στον έρωτα από το νόμιμο γάμο, από το καθήκον της γυναίκας στο στρατιώτη άντρα της, που ανοίγει ρήγμα στην υποκρισία του Αΐλ, και όχι του Αΐλ μονάχα, δεν μπορώ να το αφήσω ν’ ακούγεται, πέρα εκεί, μέσα στη στέπα με τις αψιθιές, μέσα στην τρανή μυρωδιά του άχυρου, που γλυκοκοιμάται κανείς πάνω του σαν είναι νέος και, φυσικά, δεν ακούει τον Ντανιγιάρ και τη Τζαμίλια, που κάνουν έρωτα — δεν μπορώ να τ’ αφήσω ν’ ακούγεται αυτό το τραγούδι, της κιργίζικης νύχτας, χωρίς να φροντίσω να του ανταποκριθεί  κάποιος αντίλαλος, από δω, από το γερασμένο και μπλαζέ κόσμο μας, που να κυλήσει με τις καταιγίδες και τα σύννεφα, να πει στον Τσινγκίζ Αϊτμάτοφ πως η φωνή του ακούγεται κ’ εδώ και κάνει να βασιλεύει αυτή η μαγεμένη νύχτα, που ο άντρας και η γυναίκα γνωρίζονται και το παιδί ανακαλύπτει αμυδρά το φως.
 Θεέ μου, πόσο ο κόσμος είναι ακόμα νέος και όμορφος! Και τίποτα δεν έχει φθαρεί, και το κάθε τι μπορεί ακόμα να κάνει την καρδιά των ανθρώπων να χτυπά! Υπάρχουν μερικοί άνθρωποι που ζητούν να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους με μια σοφή μουσική, όπου κάθε έννοια μουσικής έχει εξοστρακιστεί για να φανεί καλύτερα πως κατέχουν την πεμπτουσία της μουσικής.
 Υπάρχουν μερικοί που φτάνουν σε τέτοια επιστημονικά ύψη, όπου η επιστήμη καταντά παιχνίδι. 
Υπάρχουν μερικοί που πασχίζουν να μη μοιάζουν στον εαυτό τους, κάθε φορά που περνούν μπροστά από καθρέφτη. . . Και να που, κάπου στον ποταμό Κουρκουρέου, ανάμεσα στην Κίνα και το Τατζικιστάν, ένα αγοράκι, που πριν τριάντα χρόνια θάχε γίνει κι αυτό ένας τζιγκίτ, όπως τόσοι άλλοι, γυρνά, μας κοιτά και μας μιλά και μεις σωπαίνουμε κι ακούμε—και τίποτ’ άλλο.
 Ευχαριστώ Θεέ μου—που δε σε πιστεύω—γι’ αυτή την αυγουστιάτικη νύχτα, που αυτήν την πιστεύω μ’ όλη την πίστη που τρέφω στην αγάπη.
Παρίσι, 30 Μάρτη 1959.

*«Τα νεανικά χρόνια του Αμπάϊ, μυθιστόρημα του Μουχτόρ  Ασνέζοφ.



Ο Τζινγκίζ  Αϊτμάτοφ γεννήθηκε στις 12 Δεκέμβρη 1928, από οικογένεια υπαλλήλων, πρώτη γενιά της διανόησης της Κιργιζίας, που εμφανίστηκε, σ’αυτή την ορεινή χώρα, μετά την Οχτωβριανή επανάσταση του 1917.
 Τα παιδικά του χρόνια συνέπεσαν με την περίοδο του ενεργού περάσματος του Κιργίζικου λαού, στο σοσιαλιστικό τρόπο ζωής. Πρόλαβε όμως και τη νομαδική ζωή.
Και ως τα τώρα ακόμη, έχει φυλάξει τις πιο φωτεινές αναμνήσεις γι’ αυτή την πρωτινή ζωή των προγόνων του. Αυτό αντανακλάται και στα έργα του. Άρχισε να δουλεύει από πολύ μικρός. Το 1942, 14 χρονών δούλευε κιόλας γραμματέας του σοβιέτ του χωριού, στο Αΐλ Σέκερ. Ύστερα δούλεψε εισπράχτορας φόρων, φορτωτής, βοηθός μηχανοδηγού και σε άλλες δουλειές. Σπούδασε στο Ινστιτούτο  αγρονομίας.  Το επάγγελμά του είναι ζωοτέχνης, ειδικός στην κτηνοτροφία. Το 1956-1958  φοίτησε στο ’Ινστιτούτο Λογοτεχνίας «Γκόρκι», στη Μόσχα.  Στη λογοτεχνία εμφανίζεται το 1953. Συστηματική δουλειά αρχίζει από το 1957.  Το 1963 τιμήθηκε με το βραβείο. «Λένιν» για τη λογοτεχνία.
Πέθανε στις 10  Ιούνη 2008 από πνευμονία και νεφρική ανεπάρκεια
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah