Louis Aragon (Neuilly-sur-Seine 1897 – Paris 1982 |
Πρόλογος
ΛΟΥΪ ΑΡΑΓΚΟΝ: Η ΩΡΑΙΟΤΕΡΗ ΕΡΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Υπάρχει
μια νουβέλα του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, που έχει τίτλο: «Η ωραιότερη ιστορία του
κόσμου». Θα ήμουνα κάπου δώδεκα χρόνων όταν μου χάρισαν ένα βιβλίο μ’ αυτό τον
τίτλο (τον τίτλο της πρώτης νουβέλας—ήταν μια συλλογή από διηγήματα, που είχε
εκδώσει ο «Mercure de France»)—το κρατούσα στα χέρια μου και δεν αποφάσιζα να το διαβάσω. Δεν αποφάσιζα να το διαβάσω από την αρχή. Διάβασα όλο το βιβλίο,
προτού καταπιαστώ μ’ αυτό, που δικαίωνε τον τίτλο του. Γιατί ήξερα πως ο τίτλος
του ήταν για τούς αφελείς, πώς το διήγημα αυτό δεν ήταν, δεν μπορούσε νάναι ή
ωραιότερη ιστορία του κόσμου.
Και
πραγματικά δεν ήταν. Του το φύλαξα αυτό, όλη μου τη ζωή, του Κίπλινγκ.
Τώρα,
λοιπόν, που ετοιμάζομαι να πω τη γνώμη μου για τη «Τζαμίλια», διστάζω κι όμως,
ναι, για μένα είναι η ωραιότερη ερωτική ιστορία του κόσμου. Γι’ αυτό εντελώς
παράλογα, κλέβοντας χρόνο από άλλες ασχολίες που με πιέζουν, μετέφρασα αυτή την
Ιστορία και την έχω έτοιμη για το τυπογραφείο την ωραιότερη ερωτική Ιστορία του
κόσμου. Δεν μπορούσα να μην το πω. Δεν ήθελα τίποτ’ άλλο: να το γράφανε απλώς
στη λωρίδα του εξώφυλλου, με την υπογραφή μου. Μόλις όμως έγραψα αυτά τα λίγα
λόγια: «η ωραιότερη ερωτική ιστορία του κόσμου...» κατάλαβα πως δεν μπορούσα να
περιοριστώ μόνο σ’ αυτό.
Είχα
διαβάσει, στο σοβιετικό περιοδικό «Νόβυϊ Μίρ»(Новый Мир) , στο τεύχος του Αυγούστου του
1958, αυτή τη νουβέλα, μεταφρασμένη από τα κιργίζικα. Το όνομα του συγγραφέα
μου ήτανε άγνωστο. Ζήτησα πληροφορίες, μου είπανε πράματα πολύ απλά, που δεν με
φώτισαν καθόλου: ότι πρόκειται για έναν καινούργιο συγγραφέα, τον Τσινγκίζ
Αϊτμάτοφ (κιργιζικά: Чыңгыз Айтматов (Çıňğız Aytmatov), Ρώσικα Чингиз Торекулович Айтматов , που γεννήθηκε στις 12 Δεκέμβρη του 1928 και που δεν ήταν, συνεπώς,
τριάντα χρόνων όταν έκανε την εμφάνισή της η «Τζαμίλια», ότι είναι ο γιος ενός
υπαλλήλου, από το χωριό Τσεκέρ της Κιργιζίας, ότι σπούδασε στο σχολείο του
Τσεκέρ, ύστερα συνέχισε στο σχολείο τής περιοχής κι ότι σε ηλικία δεκαπέντε
χρόνων, δηλαδή την εποχή, ακριβώς, πού διαδραματίζεται ή ιστορία της Τζαμίλια,
το καλοκαίρι του τρίτου χρόνου του πολέμου, όταν υπήρχαν πολλοί λίγοι άντρες
στο χωριό, έγινε γραμματέας του Σοβιέτ του χωριού του. Λίγα πράματα. Το 1946
τον ξαναβρίσκουμε στο Τζανπούλ, γειτονική πόλη του Καζαχστάν, στην τεχνική
σχολή Κτηνιατρικής. Ύστερα, στο Ινστιτούτο Αγρονομίας της Κιργιζίας, που
το τελείωσε το 1953. Από κείνη την εποχή, ως την εμφάνιση της «Τζαμίλια», ο
Αϊτμάτοφ δουλεύει στο πειραματικό αγρόκτημα του Ινστιτούτου Επιστημονικών
Ερευνών, για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας στην Κιργιζία.
Από
το 1952 αρχίζει να δημοσιεύει στον τύπο του τόπου του μια σειρά από διηγήματά
του, που μ’ αυτά πρωτοεμφανίζεται στη λογοτεχνία. Ο Αϊτμάτοφ μεταφράζει
στα ρωσικά έργα συγγραφέων της Κιργιζίας. Από το 1956 ως το 1958
μετεκπαιδεύεται στο Λογοτεχνικό Ινστιτούτο «Γκόρκι» της Μόσχας και το 1957
γίνεται μέλος της Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων. Να λοιπόν πληροφορίες, που ίσως
να είναι απαραίτητες και που είναι οι μοναδικές που διαθέτω, μα τίποτα απ’ όλα
αυτά δεν εξηγεί πως, κάπου στην Κεντρική Ασία, ένας νέος έγραφε, στην αρχή του
δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα, μια Ιστορία που είναι, σας το ορκίζομαι, η πιο ωραία ερωτική Ιστορία του κόσμου.
Και
να, λοιπόν, εδώ, μέσα σ’ αυτό το περήφανο Παρίσι, το Παρίσι του Βιγιόν, του Ουγκώ,
του Μπωντλαίρ, το Παρίσι των βασιλιάδων και των επαναστάσεων, το γηραιό Παρίσι
των ζωγράφων, που κάθε πέτρα θυμίζει μια ιστορία ή ένα θρύλο και που υπάρχουν
τόσοι ερωτευμένοι, που για να τους αναφέρει κανείς, «δεν ξέρω ποιόν να
πρωτοδιαλέξω», όπως λέει και το τραγούδι.... μέσα σ’ αυτό το Παρίσι, που όλα τα
είδε και όλα τα διάβασε, όλα τα δοκίμασε, ξαφνικά, ούτε ο Βέρθερος, ούτε η Βερενίκη, ούτε ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα, ούτε η Μανόν Λεσκώ, ούτε η «Αισθηματική Ανατροφή» δεν μου είναι τίποτα, γιατί διάβασα τη «Τζαμίλια», ούτε ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα, ούτε ο Πάολο και η Φραντζέσκα, ούτε ο Ερνάνης κ’ η
Ντόνα Σόλ. . ., γιατί συνάντησα τον Ντανιγιάρ και τη Τζαμίλια, κείνη την
αυγουστιάτικη νύχτα του 1943, κάπου, στην κοιλάδα του Κουρκουρέου, με τ’ αμάξια
τους φορτωμένα στάρι, και το παιδί, τον Σεΐτ, που διηγείται την Ιστορία τους.
Τι
ξέρομε για το λαό της Κιργιζίας;
Τι ξέρομε γι’ αυτή τη χώρα, πού βρίσκεται
χωμένη ανάμεσα στην Κίνα, το Τατζικιστάν και το Καζαχστάν;
Πού ακριβώς
βρίσκεται η περιοχή όπου μας οδηγεί η «Τζαμίλια», σε ποιο σημείο της
Κεντρικής Ασίας;
Δεν είναι εύκολο, στους χάρτες που έχουμε, να βρει κανείς τον
ποταμό Κουρκουρέου. Μόλις και μετά βίας ένα γράμμα του Σάντικ, του άντρα της
Τζαμίλια, που βρίσκεται στον πόλεμο, μας δίνει κάποια πληροφορία, σε
ανατολίτικο ύφος, όταν γράφει στους δικούς του: «Στέλνω αυτό το γράμμα, με το
ταχυδρομείο, στους γονείς μου, πού κατοικούν στο μυρωμένο και ανθόσπαρτο Τ α λ
ά ς. . .»
Ά! Πρόκειται, λοιπόν, για τη βορειοανατολική επαρχία της Κιργιζίας
(Ταλάσκαγια Όμπλαστ), την περιοχή που γειτονεύει με το Καζαχστάν, που συνορεύει
με τα βουνά της Κιργιζίας και τη στέπα του Καζαχστάν. Δεν ξέρω παρά το δρόμο
που ακολουθούν η Τζαμίλια κι ο Ντανιγιάρ και ο Σεΐτ, για να μεταφέρουν στο
σταθμό το σιτάρι, που τόσο πολύ το έχουν ανάγκη στο στρατό—το δρόμο από το Αΐλ
ή το χωριό ως το σταθμό, που είναι από την άλλη πλευρά της οροσειράς, απ’ όπου
ξεχύνεται ο Κουρκουρέου. Βλέπω αυτό το πλεύρισμα του Καζαχστάν με την Κιργιζία από
μια παρατήρηση μόνο για το τραγούδι του Ντανιγιάρ: «ήταν ένα τραγούδι για τα
βουνά και τις στέπες, που πότε αντηχούσε ηχηρά, σαν τα κιργίζικα βουνά, πότε
απλωνότανε σαν τη στέπα του Καζαχστάν». Μαντεύω πως ο σιδηρόδρομος που περνάει
κοντά από το χωριό Κουρκουρέου μα δε σταματάει παρά στο σταθμό, πίσω από την
οροσειρά, όπου καταφτάνουν τ’ αμάξια με το σιτάρι, είναι ένας σιδηρόδρομος με
μονή γραμμή, γιατί μου λένε, προς το τέλος τής ιστορίας, πως οι ερωτευμένοι
φύγανε κατά τη διασταύρωση, δηλαδή σ’ ένα σημείο, όπου ένα τραίνο μπορεί να
σταθεί για ν’ αφήσει να περάσει άλλο, που έρχεται από την αντίθετη πλευρά.
Και σ’ αυτή τη στέπα και σ’ αυτό το Μεγάλο Βουνό ή το Μαύρο Βουνό, εκτός από
τους ανθρώπους, ζουν και μεγάλες αγέλες αλόγων, πού τα πουλάρια τους βόσκουν το
φθινόπωρο. Και κοπάδια, που το καλοκαίρι φεύγουν για τα ψηλά, πρόβατα και
κατσίκια. Κι όσο για τα άγρια ζώα, εντελώς τυχαία μαθαίνω, μέσα σε κάποια
φράση, για «τους ξερακιανούς αγριόγαλους, που τρέχανε ανήσυχοι να σωθούνε, με τα
μακριά τους πόδια», σαν πήγαινε να ξεσπάσει η καταιγίδα. Εντελώς τυχαία,
επίσης, μαθαίνω αργότερα, χάρη σ’ αυτή την καταιγίδα, από τι είναι φτιαγμένες
οι γιούρτες όπου ζουν οι Κιργίζιοι. «Η τσόχα, πού είχε ξεσκιστεί από τη
γιούρτα, χοροπηδούσε σαν πληγωμένο πουλί που χτυπάει τα φτερά του...».
Γιούρτα |
Το
ίδιο και για τα έθιμα και το τοπίο. Το παιδί, ο Σεΐτ, ο αφηγητής, δε μιλά από
καθέδρας για εθνολογία, ούτε παραδίνει μαθήματα πολιτικά. Γεννήθηκε εδώ κι όλα
του είναι φυσικά, δε γνώρισε την εποχή των νομάδων, θα έπαψαν να υπάρχουν
δυο-τρία χρόνια πριν γεννηθεί, ή μητέρα του, όμως, στήνει ακόμα, κάθε άνοιξη,
μέσα στην αυλή της μόνιμης κατοικίας, τη νομαδική γιούρτα, που την είχε φτιάξει
ο πατέρας με τα ίδια του τα χέρια σαν ήταν νέος, και την καπνίζει με
κυπαρισσόξυλα. Ζούνε μέσα στο κολχόζ, μα μόλις μετά βίας θα μάθω πως υπάρχει ένας
πρόεδρος σ’ αυτό το κολχόζ, γιατί απαγορεύει να βάζουν τα άλογα να βόσκουν στο
τριφύλλι.
Κ’ ένας αρχηγός συνεργείου, ο Οροζμάτ, που περιγράφεται πιο πολύ
γιατί έχει χάσει ένα πόδι και περπατάει με δεκανίκια, παρά για τις σχέσεις του με
τη διεύθυνση, «που μας στολίζει με όλες τις βρισιές», γιατί δεν καταφέρνουν να
δώσουν αρκετό σιτάρι.
Ο Τζινγκίζ Αϊτμάτοφ γεννήθηκε στις 12 Δεκέμβρη 1928, από οικογένεια υπαλλήλων, πρώτη γενιά της διανόησης της Κιργιζίας, που εμφανίστηκε, σ’αυτή την ορεινή χώρα, μετά την Οχτωβριανή επανάσταση του 1917.
Τα παιδικά του χρόνια συνέπεσαν με την περίοδο του ενεργού περάσματος του Κιργίζικου λαού, στο σοσιαλιστικό τρόπο ζωής. Πρόλαβε όμως και τη νομαδική ζωή.
Τα παιδικά του χρόνια συνέπεσαν με την περίοδο του ενεργού περάσματος του Κιργίζικου λαού, στο σοσιαλιστικό τρόπο ζωής. Πρόλαβε όμως και τη νομαδική ζωή.
Και ως τα τώρα ακόμη, έχει φυλάξει τις πιο φωτεινές αναμνήσεις γι’ αυτή την πρωτινή ζωή των προγόνων του. Αυτό αντανακλάται και στα έργα του. Άρχισε να δουλεύει από πολύ μικρός. Το 1942, 14 χρονών δούλευε κιόλας γραμματέας του σοβιέτ του χωριού, στο Αΐλ Σέκερ. Ύστερα δούλεψε εισπράχτορας φόρων, φορτωτής, βοηθός μηχανοδηγού και σε άλλες δουλειές. Σπούδασε στο Ινστιτούτο αγρονομίας. Το επάγγελμά του είναι ζωοτέχνης, ειδικός στην κτηνοτροφία. Το 1956-1958 φοίτησε στο ’Ινστιτούτο Λογοτεχνίας «Γκόρκι», στη Μόσχα. Στη λογοτεχνία εμφανίζεται το 1953. Συστηματική δουλειά αρχίζει από το 1957. Το 1963 τιμήθηκε με το βραβείο. «Λένιν» για τη λογοτεχνία.
Πέθανε στις 10 Ιούνη 2008 από πνευμονία και νεφρική ανεπάρκεια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου