Ο
καταπληκτικός Ρώσος ηθοποιός και ποιητής Λεονίντ Φιλάτοφ πριν το θάνατό του
πολύ καιρό βρισκόταν στο νοσοκομείο. Μετά από βαριά εγχείρηση θα μπορούσε να
πεθάνει, αλλά κρατήθηκε στη ζωή και ίσως χάρη στην αγαπημένη εγγονή Όλια, για
την οποία στο κρεβάτι του θαλάμου έγραψε ένα βαθύ, θαυμάσιο, φωτεινό
ποίημα.
Σ’ αυτές τις αράδες, τα πάντα που χρειάζεται να γνωρίζεις για την αγάπη και την
θέληση να ζεις.
Εκείνες τις καταραμένες μέρες, που είχαν διαρκέσει χρόνια αρκετά,
που και που κατέβαινα απ’ τα κρεβάτια τα νοσοκομειακά.
Μάζευα τα συντρίμμια μου τα ρημαδιακά
και αναστύλωνα τον δικό μου σκελετό.
Και έφευγα απ’ τις νοσοκόμες που ανέδιδαν ζεστασιά,
με τα ρουθούνια οσφραίνοντας τη μυρωδιά της λευτεριάς,
Στη δίχρονη εγγονή Όλια, στην αύρα της δική της αγκαλιάς,
εκεί που μύριζε ζωή η απλωσιά.
Μαζί με την Όλια πηγαίναμε στην παιδική χαρά,
καθόμασταν στην κούνια μας αγαπημένη,
πίναμε χυμό κι ετρώγαμε γρανίτα αρωματισμένη,
κι εγώ χαρούμενος κοιτούσα πως έπαιζε με άλλα μωρά.
Τ’ ατραξιόν ήταν πολλά, και δεν είχαμε ταμπού,
αλλά έσβηνε η μέρα κι ο ήλιος χασομερούσε,
κι η Όλια κουραζόταν και καθυστερούσε,
και σιγά γκρίνιαζε, «περίμενε, παππού…»
Την Κυριακάτικη ημέρα η επιστροφή ασχήμαινε,
μέσα στα τοίχοι εμποτισμένα με υπομονή,
αλλά και μες στο θάλαμο της Όλιας τη φωνή:
«Δως’ μου το χέρι σου παππού, περίμενε…»
Κι εγώ, με όλες τις δυνάμεις μου, ανέμενα,
ενώ στα διπλανά κρεβάτια δεν ανέμεναν,
μάραναν, έλιωναν, πέθαναν,
κανένας δεν τους ζήτησε να περιμένουν.
Όταν αισθάνομαι τον πόνο μες στο στήθος,
βλέπω πως από την άλλη άκρη λιβαδιού, ζωηρή,
σε μένα τρέχει η Όλια η μικρή,
κραυγάζοντας: «Παππού περίμενε», με την φωνή της ηχηρή.
Κι εγώ περιμένω με υπομονή και δεν στραβοπατώ,
και νομίζω πως θα συγκρατώ τον κάθε πόνο,
μέχρι που εκείνο το χεράκι δυναμογόνο
στο καταπονημένο χέρι μου κρατώ.
Μετάφραση
Γιώργος Σοϊλεμεζίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου