Βέρ
- βέρ. Ο ήχος που βγάζει ο κρυωμένος ή τρομαγμένος.
Βερβερίζω, βερβέριγμαν.
Βίτσι
- βίτσι.
Ο ήχος που κάνουν τα υγρά ρούχα, παπούτσια, πράγματα. Βιτσίζω, βίτσιγμαν.
Κάρ
- κάρ. Ο
ήχος του βρασμού πυκνού φαγητού. Καρκαρίζω, καρκάριγμαν.
Κούκου.
Φωνή πουλιού. Κούκος.
Κόχ-κόχ.
Ο ήχος ξηρού βήχα. Κοχαρίζω, κοχάριγμαν. Κοχαρέας, εκείνος που ξηροβήχει συχνά.
Καχ-κόχ.
Ήχος βήχα με φλέγματα. Καχλίζω, κάχλισμαν. Καχλέας, εκείνος που βήχει συχνά και
βγάζει φλέγματα.
Κλου-κλού.
Η φωνή της κλώσας. Κλουκίζω, κλούκιγμαν.
Κό
- κό - κό. Η φωνή του κόκορα που περηφανεύεται για τη νίκη. Κοκοζλανεύκουμαι,
κοκοζλάνεμαν.
Κούρτ
- ·κούρτ. Ο ήχος κατά την κατάποση του νερού. Κουρτώ, κούρτεμαν.
Κρά-κρά.
Η φωνή του κόρακα, ο θόρυβος του χαλαζιού πάνω σε χαρτώματα(σ.σ. σανίδια),
λαμαρίνες. . . Κράζω, κράξιμον. Και όταν φωνάζει η αγελάδα.
Λάϊ,
λάϊ. Φωνάζει εκείνος που κουνά την κούνια. Λαΐζω, λάϊσμαν. Λαϊστέρα,
Λάγξ.
Ο ήχος που βγάζουν μεγάλα παπούτσια βρεγμένα. Λαγξία.
Λούγξ.
Ο ήχος του λόξιγγα. Λουγξίζω, λούγξισμαν.
Μιάου.
Η φωνή της γάτας. Μιαΐζω, μιάϊγμαν. Μιαϊχτού, η γάτα που νιαουρίζει συχνά.
Μούρ
- μούρ. Ο ήχος του ροχαλητού της γάτας, της σιγανής ομιλίας. Μουρμουρίζω,
μουρμούριγμαν.
Μπούουου.
Ο ήχος εντόμων. Πούμπουρος.
Νιάνι
- νιάνι. Μακρόσυρτος ήχος της μαμάς για να κοιμίσει το μικρό της. Νιανιλιαεύω,
νιανιλιάεμαν,
Ξού,
ξού. Παρόρμηση σκύλου για επίθεση. Ξουλουλαεύω, -μαν.
Οφ.
Εκδήλωση πόνου. Οφλαεύω, οφλάεμαν.
Πάτ.
Ο ήχος που βγάζει εργαλείο, είδος εμβόλου. Πατιχτέρα.
Πούρ-πούρ.
Ο ήχος της κοπριάς που πέφτει από τα πρόβατα. Πουρπουρίζω, πουρπούριγμαν,
πουρπουλάντζ.
Πούσ-πούσ.
Ο ήχος ψιθυρίσματος. Πουστιρίζω, πουστίριγμαν.
Σι-σί.
Ο ήχος φιδιού, μύτης, σφυρίκτρας. συρίζω, σύριγμαν, συριχτέρα.
Σιόρ-σιόρ.
Ο ήχος του νερού ή του γάλατος που τρέχει. Σιορσιορίζω, σιορσιόριγμαν.
Σιορσιοταρίζω, σιορσιοτάριγμαν.
Σούσ.
Προτροπή σε κάποιον που μιλά ή κλαίει για να σωπάσει. Σουστουρεύω, σουστούρεμαν.
Τάρ-τάρ.
Ο ήχος των υγρών αποπατημάτων. Ταρταρίζω, ταρτάριγμαν. Μιλώ γρήγορα καί
ασυνάρτητα. Ταρτάρα.
Τούρ-τούρ
καλατσεύ. Για τη φλύαρη. Τουρτούρα = φλύαρη.
Τάν
- τάν η Τάνα-τάνα. Τραγουδά εκείνη που χορεύει το μωρό στα γόνατα της.
Ταντανίζω, ταντάνιγμαν.
Τίβ-τίβ.
Ήχος λύρας που παίζει άπειρος. Τιβτιρίκος, τιβτίτσιος (ανόητος).
Τράτσ
- τρούτς. Ο ήχος της πορδής. Τρουτσαρίζω, τρουτσάριγμαν. Τρουτσέας. Λέγω
ασυνάρτητα.
Τσάρ
- τσάρ. Ο ήχος των χλωρών ξύλων και φύλλων που καίονται, και του αποπατήματος.
Τσαρτσαρίζω, τσαρτσάριγμαν, τσιαρτσσιάρα.
Τσακ·
ήχος σπασίματος. Τσακώνω, τσάκωμαν.
Τσίβ.
Φωνή πουλιών. Τσιβίζω, τσίβιγμαν.
Τσίλ-τσίλ.
'Ήχος κατουρήματος και βροχής. Τσιλτεύω, τσίλτεμαν. Τσουλώ, τσίλεμαν (αποπατώ
υγρά).
Τσούκ.
Αντί του όχι . Τσουκλαεύω, τσουκλάεμαν.
Φούρ
- φούρ. Ο ήχος του ξαφνικού πετάγματος των πουλιών και του ελαφρού
ανέμου. Φουρλαεύω, φουρλάεμαν, ορμώ. Φουρφουλάκ - σβούρα.
Φούσ.
Ο ήχος φουσκωμένης κοιλιάς, τουλουμιού που ξεφουσκώνει. Φουσλαεύω, φουσλάεμαν.
Φούσ.
Ο ήχος που βγάζει είδος μανιταριού όταν πιέζεται. Φουστίτα. Φουστιαλίζω,
φουστιάλιγμαν.
Φτ.
Είναι ο ήχος της αποβολής του σάλιου. Φτύγω, φτύσιμον.
Φουτ.
ήχος πορδής. Φουτίζω, φούτιγμαν. Φούτ, λάθος στο παιγνίδι.
Χά
- χά. Ηχος του γέλιου. Χαλχανίζω, χαλχάνιγμαν. Ξεροχαλχανίζω, ξεροχαλχάνιγμαν.
Χλί
- χλί. Ηχος γέλιου και φωνής αλογου. Χλιμιτίζω, χλιμίτιγμαν, χλιμίτα
Χούρ-χούρ.
Ήχος ροχολητού. Χουρχουρίζω, χουρχούριγμαν.
Στάθης Αθανασιάδης (Γεροστάθης)
Εκπαιδευτικός
Λαογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου