Συνηθισμένα ηχομιμητικά. (Εκείνα των οποίων χρησιμοποιείται και η αρχική και η παράγωγη).

Πέμπτη 10 Μαΐου 2018



Βέρ - βέρ. Ο ήχος που βγάζει ο κρυωμένος ή τρομαγμένος. Βερβερίζω, βερβέριγμαν.


Βίτσι - βίτσι. Ο ήχος που κάνουν τα υγρά ρούχα, παπούτσια, πράγμα­τα. Βιτσίζω, βίτσιγμαν.


Βούου. Ο ήχος του ανέμου. Βοΐζ, βόϊγμαν.


Βούζ. Ο ήχος εντόμων, σφαιρών όπλου. Βουζλαεύω, βουζλάεμαν. Βουζταρίζω -γμαν, περνώ με δύναμη και βοητό. Βουζτιρίκα, σβούρα.


Βάχ. εκδήλωση πόνου, λύπης. Βαχλανεύκουμαι, βαχλάνεμαν.


Βρού-βρού. Ο ήχος της φωτιάς που καίει ζωηρά. Βρούλα, βρουλίζω, βρούλιγμαν.


Γά - γά. Ο ήχος τού κλάματος τού μωρού. Γαΐζω.


Γούουου. Η φωνή του λύκου. Γουρνούμαι, γούρνεμαν (ουρλιάζω).


Γούρ-γούρ. Ο ήχος των εντέρων. Γουργουρίζω, γουργούρισμαν.


Γρ κάνει ο σκύλος όταν φοβερίζει. Γρυλίζω, γρύλισμαν.


Γρίτς-γρίτς. Το τρίξιμο των δοντιών. Γριντζανίζω, γριντζάνιγμαν.


Ζίτσι, ζίτσι. Κάνει το καλάθι από το πολύ βάρος. Ζιτσίζω, ζίτσισμαν.


Ζούρ ή ζούρτ. Ο ήχος της πορδής. Ζουρλαεύω, ζουρλάεμαν. Ζούρτος (α­νόητος).


Κά-κά-κά. Φωνή της κότας, ο ήχος της λύρας, του γέλιου. Κακανίζω, κακάνιγμαν.


Κάρ - κάρ. Ο ήχος του βρασμού πυκνού φαγητού. Καρκαρίζω, καρκάριγμαν.


Κούκου. Φωνή πουλιού. Κούκος.

 
Κούκος
Κόχ-κόχ. Ο ήχος ξηρού βήχα. Κοχαρίζω, κοχάριγμαν. Κοχαρέας, εκείνος που ξηροβήχει συχνά.


Καχ-κόχ. Ήχος βήχα με φλέγματα. Καχλίζω, κάχλισμαν. Καχλέας, εκείνος που βήχει συχνά και βγάζει φλέγματα.


Κλου-κλού. Η φωνή της κλώσας. Κλουκίζω, κλούκιγμαν.


Κό - κό - κό. Η φωνή του κόκορα που περηφανεύεται για τη νίκη. Κοκοζλανεύκουμαι, κοκοζλάνεμαν.


Κούρτ - ·κούρτ. Ο ήχος κατά την κατάποση του νερού. Κουρτώ, κούρτεμαν.


Κρά-κρά. Η φωνή του κόρακα, ο θόρυβος του χαλαζιού πάνω σε χαρτώματα(σ.σ. σανίδια), λαμαρίνες. . . Κράζω, κράξιμον. Και όταν φωνάζει η αγελάδα.


Λάϊ, λάϊ. Φωνάζει εκείνος που κουνά την κούνια. Λαΐζω, λάϊσμαν. Λαϊστέρα,


Λάγξ. Ο ήχος που βγάζουν μεγάλα παπούτσια βρεγμένα. Λαγξία.


Λούγξ. Ο ήχος του λόξιγγα. Λουγξίζω, λούγξισμαν.


Μιάου. Η φωνή της γάτας. Μιαΐζω, μιάϊγμαν. Μιαϊχτού, η γάτα που νιαουρίζει συχνά.



Μούρ - μούρ. Ο ήχος του ροχαλητού της γάτας, της σιγανής ομιλίας. Μουρμουρίζω, μουρμούριγμαν.


Μπούουου. Ο ήχος εντόμων. Πούμπουρος.


Νιάνι - νιάνι. Μακρόσυρτος ήχος της μαμάς για να κοιμίσει το μικρό της. Νιανιλιαεύω, νιανιλιάεμαν,


Ξού, ξού. Παρόρμηση σκύλου για επίθεση. Ξουλουλαεύω, -μαν.


Οφ. Εκδήλωση πόνου. Οφλαεύω, οφλάεμαν.


Πάτ. Ο ήχος που βγάζει εργαλείο, είδος εμβόλου. Πατιχτέρα.


Πούρ-πούρ. Ο ήχος της κοπριάς που πέφτει από τα πρόβατα. Πουρπουρίζω, πουρπούριγμαν, πουρπουλάντζ.


Πούσ-πούσ. Ο ήχος ψιθυρίσματος. Πουστιρίζω, πουστίριγμαν.


Σι-σί. Ο ήχος φιδιού, μύτης, σφυρίκτρας. συρίζω, σύριγμαν, συριχτέρα.


Σιόρ-σιόρ. Ο ήχος του νερού ή του γάλατος που τρέχει. Σιορσιορίζω, σιορσιόριγμαν. Σιορσιοταρίζω, σιορσιοτάριγμαν.


Σούσ. Προτροπή σε κάποιον που μιλά ή κλαίει για να σωπάσει. Σουστουρεύω, σουστούρεμαν.


Τάρ-τάρ. Ο ήχος των υγρών  αποπατημάτων. Ταρταρίζω, ταρτάριγμαν. Μιλώ γρήγορα καί ασυνάρτητα. Ταρτάρα.


Τούρ-τούρ καλατσεύ. Για τη φλύαρη. Τουρτούρα = φλύαρη.


Τάν - τάν η Τάνα-τάνα. Τραγουδά εκείνη που χορεύει το μωρό στα γόνατα της. Ταντανίζω, ταντάνιγμαν.


Τίβ-τίβ. Ήχος λύρας που παίζει άπειρος. Τιβτιρίκος, τιβτίτσιος (ανόητος).


Τράτσ - τρούτς. Ο ήχος της πορδής. Τρουτσαρίζω, τρουτσάριγμαν. Τρουτσέας. Λέγω ασυνάρτητα.


Τσάρ - τσάρ. Ο ήχος των χλωρών ξύλων και φύλλων που καίονται, και του αποπατήματος. Τσαρτσαρίζω, τσαρτσάριγμαν, τσιαρτσσιάρα.


Τσακ· ήχος σπασίματος. Τσακώνω, τσάκωμαν.


Τσίβ. Φωνή πουλιών. Τσιβίζω, τσίβιγμαν.


Τσίλ-τσίλ. 'Ήχος κατουρήματος και βροχής. Τσιλτεύω, τσίλτεμαν. Τσουλώ, τσίλεμαν (αποπατώ υγρά).


Τσούκ. Αντί του όχι . Τσουκλαεύω, τσουκλάεμαν.


Φούρ - φούρ. Ο ήχος του ξαφνικού πετάγματος των πουλιών και του ελαφρού  ανέμου. Φουρλαεύω, φουρλάεμαν, ορμώ. Φουρφουλάκ - σβούρα.


Φούσ. Ο ήχος φουσκωμένης κοιλιάς, τουλουμιού που ξεφουσκώνει. Φουσλαεύω, φουσλάεμαν.



Φούσ. Ο ήχος που βγάζει είδος μανιταριού όταν πιέζεται. Φουστίτα. Φουστιαλίζω, φουστιάλιγμαν.


Φτ. Είναι ο ήχος της αποβολής του σάλιου. Φτύγω, φτύσιμον.


Φουτ. ήχος πορδής. Φουτίζω, φούτιγμαν. Φούτ, λάθος στο παιγνίδι.


Χά - χά. Ηχος του γέλιου. Χαλχανίζω, χαλχάνιγμαν. Ξεροχαλχανίζω, ξεροχαλχάνιγμαν.


Χλί - χλί. Ηχος γέλιου και φωνής αλογου. Χλιμιτίζω, χλιμίτιγμαν, χλιμίτα


Χούρ-χούρ. Ήχος ροχολητού. Χουρχουρίζω, χουρχούριγμαν.


Στάθης  Αθανασιάδης (Γεροστάθης)
Εκπαιδευτικός
Λαογράφος




Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah