Ο Θεός (ωδή)

Παρασκευή 18 Μαΐου 2018


Εσύ! του χώρου το άπειρο,
Ζωή που έβαλες στο υλικό χυδαίο, 
Αυτός που γέννησε το φώς, Είσαι το ζώπυρο,
Το πνεύμα πανταχού παρόν και ενιαίο!
Αυτός που δεν έχει τόπο και αιτιότητα,
Αυτός που κανείς δεν έχει συλλάβει ουσιωδώς, 
Αυτός που με την ύπαρξή Του το παν γεμίζει,
Αυτός που αγκαλιάζει, διατηρεί, βασίζει, 
Εκείνος τον οποίον ονομάζουμε Θεός.

Γνωρίζεις το βάθος του ωκεανού, 
Τον κάθε αμμόκοκκο, κάθε αστέρι, 
Αγνοείς την ιδέα του απίθανου και πιθανού, 
Παραβλέπεις τις έννοιες: νέοι και γέροι!
Είναι αδύνατον το πνεύμα φωτισμένο, 
Από το φως Σου γεννημένο, 
Την ύπαρξη Σου να εξηγεί, 
Μόλις η σκέψη προσπαθεί Εσένα να ακολουθεί,
Αμέσως μες στο μεγαλείο Σου θα χαθεί, 
Σαν μέσα στον αιώνα η τούτη η στιγμή.

Έπλασες ωκεανούς απ’ τις σταγόνες, 
Την τάξη στο χάος απογείωσες,
Και τους αμέτρητους αιώνες
Μέσα στον εαυτό Σου θεμελίωσες!
Τον εαυτό Σου απ’ το Τίποτα εγέννησες 
Με την Σιωπή τον εαυτό Σου ύμνησες, 
Είσαι το Φως από πού ρέει η Σιγή, 
Εσύ το σύμπαν δημιούργησες χωρίς μιλιά, 
Είσαι ο Πλάστης που μας έδωσε τη Γη-φωλιά, 
Ήσουν, Είσαι και θα Είσαι νυν και αεί!

Μια αλυσίδα τελειοτήτων μέσα Σου χωράς, 
Τις μεγαλώνεις και πολλαπλασιάζεις, 
Το τέλος με την αρχή κολλάς 
Και με το θάνατο ζωή μπολιάζεις.
Σαν σπίθες σκορπίζεις υφηλίους, 
Ουράνια σόματα και ήλιους,
Όπως στη χειμωνιάτικη και αίθρια ημέρα,
Της πάχνης οι κόκκοι λαμπιρίζουν, 
Τρεμοφέγγουν και στριφογυρίζουν, 
Έτσι και τα άστρα, την εσπέρα.

Άστρων πυρρόχρωμων εκατομμύρια
Μέσα στην απεραντοσύνη περιπολούν, 
Τροχιές εκτελούν με τα δικά Σου κριτήρια
Και φως ζωογόνο ακτινοβολούν.
Αλλά αυτές οι γιγάντιες λαμπάδες, 
Ή κόκκινων κρυστάλλων συμπληγάδες, 
Ή τα χρυσά κύματα του μεγάλου κοπαδιού,
Ή οι φλεγόμενοι αιθέρες, 
Του σύμπαντος όλοι οι αστέρες,
Μπροστά Σου σαν φανταχτερό παιχνίδι ενός παιδιού.

Σαν σταγονίδιο που πέφτει στον ωκεανό, 
Πόσο μικρό αυτό το στέρεο μπροστά Σου;
Πόσο μικρό το κομματάκι ορατό;
Και τι είμαι εγώ μπροστά Σου
Σ’ αυτόν τον ωκεανό του Κενού; 
Μαζεύοντας στοίβα τους άπειρους πλανήτες τ’ ουρανού,
Ακόμη και τότε, το θάρρος δεν 
Παίρνω να συγκρίνω μαζί Σου, 
Θα είναι μόλις μια τελεία μπροστά Σου,
Ενώ εγώ μπροστά Σου – τίποτα, μηδέν.

Τίποτα! Άλλα μέσα μου εξανθρωπίζεις
Με μεγαλοπρεπή αρχοντιά, 
Τον εαυτό Σου μέσα μου απεικονίζεις
Σαν ήλιος μέσα στην σταλαματιά.
Τίποτα! Αλλά τη ζωή μόνο τότε νιώθω,
Όταν ο νους μου με πείνα-πόθο
Στα επουράνια εξυψώνοντας πετά,
Είσαι της Αναζήτησης μου το ατού 
Και η ψυχή μου σε ψάχνει και βρίσκει παντού,
Είσαι Εσύ! Είμαι κι εγώ μετά!

Είσαι! Η φύση το φωνάζει, 
Και η καρδιά μου λέει το ίδιο,
Και το μυαλό μου το διαβεβαιώνει και αγιάζει.
Είσαι! Είμαι κι εγώ δικό Σου γονίδιο!
Είμαι στην αλυσίδα όντων κομματάκι, 
Μας τοποθέτησες ως κρικάκι,
Στην σειρά πλασμάτων ένα-ένα.
Είμαι τελευταίος, αλλά παντού, 
Ή πρώτος που του έδωσες το Νου,
Την αλυσίδα όντων δένοντας με μένα.

Όλης της Δομής είμαι το ταβάνι, 
Της φύσης όλης το στεφάνι, 
Στιχούργημα είμαι του Κόσμου του Ποιητή, 
Η πιο σπουδαία Του γραμμή.
Η σκέψη μου σ’ Εσένα απευθύνεται
Το σώμα μου λιώμα γίνεται, 
Ο τσάρος είμαι κι ο σκλάβος, σκουλήκι είμαι και Θεός, 
Αξιοθαύμαστα τα υλικά, ιδιοφυής η συνταγή, 
Πώς; Πότε; Πού; Άγνωστη η καταγωγή, 
Αδύνατον να είμαι του εαυτού μου δημιουργός.

Είμαι δημιουργία Σου, Δημιουργέ!
Είμαι το έργο δικής Σου σοφίας,
Πηγή ζωής και αριστουργημάτων, ω Θεέ!
Είσαι της ψυχής μου σωσίας,
Το δόγμα Σου το γνωστικό επιθυμεί,
Να περάσω την άβυσσο του πεθαμού 
Μες στην ανήσυχη βιοπάλη,
Το πνεύμα μου να ντύνεται στα νεκρικά, 
Ν’ αναστηθώ δια μέσου του θανάτου μαγικά, 
Πατέρα! στη ζωή μου άλλη. 

Ασύλληπτος και άφαντος! Γιατί;
Με το μυαλό μου ανώφελα κοπιάζω,
Ενώ η φαντασία της ψυχής αδυνατεί
Ακόμη και τη σκιά Σου να σχεδιάζω.
Αλλά, όταν οι δοξασίες είναι το πρέπον,
Για τους αδύναμους θνητούς είναι αδύνατον 
Με τίποτε άλλο να Σε υμνούν, 
Και μόνο προς Εσένα να υψωθούν, 
Μες στον απέραντο θαυμασμό να χαθούν, 
Με δάκρυα της ευγνωμοσύνης να προσκυνούν.


Γαβριήλ Ντερζάβιν  
1784











Μετάφραση 
Γ. Σοϊλεμεζίδης


"Με παρότρυνε ένας Έλληνας ηθοποιός από τη Θεσσαλονίκη να κάνω μετάφραση του έργου του Γαβριήλ Ντερζάβιν που γράφτηκε το 1784. Μου φάνηκε πολύ δύσκολο, αλλά και ενδιαφέρων, η γλώσσα του 18ου αιώνα είναι περίπου σαν τα «αρχαία» για τον Νεοέλληνα, ενώ και το θέμα απαιτούσε πολύ προσοχή.
 Μετά απ’ αυτήν την μετάφραση, είχα την εντύπωση πως με βοήθησε ο Κύριος, και το παράξενο: μετά πάνω από ένα μήνα δε μπορούσα να ασχοληθώ με κάποια άλλη μετάφραση, τόσο ασήμαντα μου φαίνονταν τ’ άλλα τα ποιήματα".


Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah