Αλεξάνδρα Δεληγιώργη |
Στην προσπάθεια της συγγραφέως να παρακολουθήσει τη ζωή του ήρωά της, η οποία υπήρξε μια συνεχής μετακίνηση στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο όπου έδρασε ο Ελληνισμός κατά την πρώτη εικοσαετία του 20ού αιώνα, χρησιμοποιεί ιστορικό υλικό και αυθεντικές μαρτυρίες για τον σκελετό και τα δομικά στοιχεία του βιβλίου, παράλληλα, όμως, διανθίζει τα κείμενα με σκέψεις, ιδέες και φιλοσοφικές θεωρήσεις που η ίδια συνάγει ότι εξέφραζαν τον Γεώργιο Σκληρό και που προκύπτουν από τη δική της συστηματική προσπάθεια για την ανατομή του ψυχισμού του και τη μελέτη των απόψεών του για την κοινωνία, το έθνος, τη δημοκρατία, τη γλώσσα, τη δικαιοσύνη, το ήθος, την αρετή κ.τ.λ.
Η συγγραφέας, με αριστοτεχνική λογοτεχνική δεξιοτεχνία, πλάθει ιστορικά στοιχεία και τα επενδύει με εξαιρετικές φιλοσοφικές προεκτάσεις, διεισδύοντας στην προσωπικότητα του Γεωργίου Σκληρού και αναλύοντας τους στοχασμούς του.
Το «Σκληρός» είναι ψευδεπώνυμο που επεκράτησε έναντι του πραγματικού επωνύμου, που ήταν «Κωνσταντινίδης». Το επέλεξε ο ίδιος, ίσως από τον γιατρό, φιλόσοφο και ποιητή Αθανάσιο Σκληρό, που έζησε στα τέλη του 16ου αιώνα. Ο ίδιος λέει: « Το αποφάσισα, το Σκληρός, ως ψευδώνυμο μου ταιριάζει, εκφράζει όσα πιστεύω και όσα αισθάνομαι. Τη φοβερή μου απέχθεια για τις αισθηματολογίες, τη μαλθακότητα, τις ρομάντζες, τους ψευτοαισθηματισμούς και όλα τα συναφή που ωραιοποιούν και συσκοτίζουν τα πράγματα. Πάει, τελείωσε, η πραγματικότητα πρέπει να είναι η αρχή των πάντων κι όχι τα αισθήματα και η διάθεσή μας, που βασανίζουν και ταλαιπωρούν την ψυχή, πολύ συχνά, το ίδιο οδυνηρά με τις αντικειμενικές δυσκολίες. Χίλιες φορές πεζός και ανούσιος ρεαλιστής που δεν υπερτιμά ούτε υποτιμά τις δυνάμεις του, παρά ιδεαλιστής φαντασμένος ή δονκιχώτης ουτοπιστής.»
« Ο τίτλος του βιβλίου παραπέμπει συνειρμικά σε αισθηματική νουβέλα. Δεν είναι καθόλου κάτι τέτοιο. Ο «τρυφερός σύντροφος» είναι ο θάνατος που παραμόνευε και καραδοκούσε τον Γεώργιο Σκληρό σε όλα τα βήματα της μετεφηβικής ζωής του, η οποία υπήρξε μια ζωή συνεχών μετακινήσεων (Τραπεζούντα, Οδησσός, Μόσχα, Πετρούπολη, Ιένα, Κάϊρο), περιπλανήσεων, κακουχιών και απογοητεύσεων, αλλά συγχρόνως μια ζωή με απόλυτη αφοσίωση σε θεμελιακές αξίες και αρχές, μια ζωή μαχητικής σκέψης, οραμάτων και συγκρούσεων για τη διάδοση και την υπεράσπισή τους. Και με την έγνοια στραμμένη πάντοτε στην Ελλάδα, στη ρευστή πολιτική της κατάσταση, στην αδράνεια της τάξης των διανοουμένων, στην κατάσταση της παιδείας και, εν γένει, της ελληνικής κοινωνίας.
Με «σύντροφο» τη φυματίωση που τον συνόδευε και μαρτυρικά τον ταλαιπωρούσε μέχρι τον θάνατό του, ο Γεώργιος Σκληρός έγινε θρύλος στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής και τάραξε τα πνεύματα μιας κοινωνίας τραυματισμένης από εθνικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς κλυδωνισμούς, καθώς και από τις αντιθέσεις και τις βίαιες συγκρούσεις γύρω από το γλωσσικό ζήτημα, με κορύφωση τα «Ευαγγελικά» (1901) και τα «Ορεστιακά» (1903), όπου στον πόλεμο δημοτικιστών και καθαρευουσιάνων υπήρξαν ακόμη και νεκροί.
Γράφει ο Γεώργιος Σκληρός για το σύντροφό του, τον θάνατο : «Κουράστηκα τόσα χρόνια τώρα, να ζω με τον θάνατο μόνιμη συνοδεία και πιστό σύντροφο της ζωής μου». Και συγχρόνως εξομολογείται: «Τί άλλο θα έδινε νόημα στη ζωή μου, ώστε να μην νιώθω άχρηστος και κενός από το να μπορώ να ξελύνω τους κόμπους της άγνοιας που περισφίγγουν τη ζωή τόσων ανθρώπων , πόσο μάλλον της φυλής μας. Αυτό ήταν πάντοτε το όνειρό μου. Να ενθαρρύνω και τους άλλους σε κάποια ανώτερη ανθρωπιστική δράση. Αξίζει μόνον η ζωή που αξίζει να πεθάνεις γι’ αυτήν».
Και, ακόμη : « Η ζωή πού και πού βγάζει το προσωπείο, που της φοράνε και δείχνει αυτό που συνήθως κρύβει επιμελώς, ότι σφιχταγκαλιάζεται συνεχώς με τον θάνατο. Μονομαχούν οι δυο τους κάθε φορά. Πότε ο ένας και πότε ο άλλος δέχεται το δόλιο χτύπημα. Ο θάνατος, ακόμη κι αν αστοχεί, ποτέ δεν υποχωρεί, αντίθετα από τη ζωή που συχνά αυτοτραυματίζεται. Τότε λέμε ότι τον γελοιοποιεί. Αλλά αυτά είναι λόγια. Η ζωή δεν είναι θέατρο κι ο θάνατος δεν είναι ποτέ θεατής.»
Η συγγραφέας παρακολουθεί το οδοιπορικό της ζωής του Γεωργίου Σκληρού, ιχνηλατώντας τα ίχνη που άφησε στους διάφορους σταθμούς της. Κατανέμει αυτήν την καταγραφή σε τρία βιβλία-ενότητες:
Στην πρώτη ενότητα η γέννηση στην Τραπεζούντα (1878), η περιγραφή του οικογενειακού περιβάλλοντος με την κοσμοπολίτικη ψύχωση για πλουτισμό και την παρακίνηση να ασχοληθεί με το εμπόριο, η απαρχή της ακατάλυτης για ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή σχέσης αγάπης με τη δίδυμη αδελφή του Όλγα, η έλλειψη της μητέρας του Αθηνάς, που πέθανε στον τοκετό και η φαντασίωσή της τον στοιχειώνει μέχρι το θάνατο του, η συνέχεια στην Οδησσό και η δυσφορία της μαθητείας στο εμπορικό κατάστημα του Θείου του, οι σπουδές ιατρικής στη Μόσχα και στην Πετρούπολη της επανάστασης του 1905 όπου μυείται στις επαναστατικές ιδέες και μελετάει Γκόγκολ και Ντοστογιέφσκι και, τέλος, η Ιένα όπου συνδέεται με Έλληνες διανοούμενους (Κώστας Χατζόπουλος, Φώτος Πολίτης κ.α.), συγγράφει το περίφημο «Το Κοινωνικόν μας ζήτημα» και στέλνει τα πρώτα του άρθρα σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά.
Στη δεύτερη ενότητα περιγράφεται η παραμονή του Γεωργίου Σκληρού στο δημόσιο σανατόριο του Ταταρίνο, σε απόσταση 3 ωρών από τη Μόσχα. Με έντονα τα σημάδια από τη φυματίωση στον οργανισμό και στην ψυχολογία του, ο Σκληρός ζει δυόμισι χρόνια απομόνωσης, σιωπής και κατάθλιψης. Εδώ νιώθει καθημερινά τον «τρυφερό σύντροφο», τον θάνατο που ανά πάσα στιγμή τον παραμονεύει. Είναι μια περίοδος εσωτερικής πάλης με φιλοσοφικές αναζητήσεις και εξάρσεις, που αναδύονται μέσα από τους διαλόγους του με τον επίσης τρόφιμο του σανατορίου Ιγνάτιο Μαντζορίνη. Μέχρι τον χειμώνα του 1913 οπότε αποχωρεί από το σανατόριο, ο Σκληρός έχει μόνιμη συνοδεία του τον θάνατο και μόνη παρηγοριά το ζωντανό αλλά άπιαστο όνειρο να εγκατασταθεί στην Αθήνα, την οποία θεωρούσε κέντρο και εργαστήριο των ιδεών και της φιλοσοφίας.
Στην τρίτη ενότητα μυθιστορείται η τελευταία περίοδος της ζωής του Σκληρού, μέχρι το 1919 οπότε πέθανε, στον οικισμό Χελουάν του Νείλου, έξω από το Κάϊρο. Εκεί, σε μια προσωρινή εκεχειρία με τον θάνατο, ο Σκληρός επανεμφανίζεται ως φιλόσοφος και λογοτέχνης, με κείμενα σε περιοδικά λόγου και τέχνης, δίνει διαλέξεις, συναντιέται με τον Κωνσταντίνο Καβάφη, την ίδια ώρα που η φυματίωση εξαντλεί και το τελευταίο υπόλοιπο της κλεψύδρας της ζωής του.
Ο Γεώργιος Σκληρός-Κωνσταντινίδης χάνεται στα 41 του χρόνια, όμως το έργο του και οι φιλοσοφικές του προσεγγίσεις παραμένουν ζωντανή παρακαταθήκη και διαχρονικά επίκαιρο τμήμα της ελληνικής λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου