Ακρίτας κάστρον έχτιζεν τριγύρω σα ραχία.
Απάν΄ του κόσμου τα φυτά εκεί φέρ΄ και φυτεύει,
απάν΄ του κόσμου τα πουλιά εκεί πάγ΄νε φωλεύ΄νε.
Ατά κηλάιδναν κι έλεγαν: Πάντα θα ζει ο Ακρίτες.
–Αφαίτεν τα πουλόπα μου, ας κηλαϊδούν κι ας χαίρουν,
ατά μικρά πουλόπα είν΄ ΄κι εξέρ΄ν να κηλαϊδούνε.
Όταν τερεί το πέραγμαν, ο Χάρον κατηβαίνει:
–Πού πας, πού πας, ναι, Χάρε μου, και πας συχαρεμένα;
–Έρθα να παίρω την ψυχή σ΄ και πάγω χαρεμένα.
–Χάρε μ΄, για ΄λ΄ ας παλεύουμε στο χάλκινον τ΄ αλώνιν.
Αν έν΄ και το νικάς με συ, έπαρ΄ την ψ΄σήν μ΄ και δέβα,
αν έν΄ και το νικιέσαι συ, θα πάρω και τον μαύρο σ΄.
Εξέβαν και επάλεψαν, ενίκεσεν ο Χάρον.
–Ναηλί εμέν και βάι εμέν, ενίκησέ με ο Χάρον.
Φέρτε με την φιλίντρα μου, φέρτε με τα σιλάχα μ΄,
φέρτε με το τοπούζι μου, ντο έν΄ εξήντ΄ οκάδες,
και τ΄ άλλο το τοπούζι μου, ντο έν΄ εξηνταπέντε.
Φέρν΄ ατον την φιλίντραν ατ, φέρν΄ ατον τα σιλάχ΄ ατ΄
φέρν΄
Δέβα, καλίτσα μ΄, στρώσον με θανατικόν κραβάτιν,
θέκον και στο κεφάλι μου και παρχαρί΄ τσιτσίκια.
Διαβαίν΄ η κάλια τ΄ στρώνει ατον τουσέκια και γεργάνια.
–Καλή, αδά να έστρωσες αχάντα και τροβόλα;...
και θέκ΄ και στον κεφάλιν ατ΄ και παρχαρί τσιτσέκια.
Άκουσ΄ άκουσ΄, Ακρίτα μου, ντο λέγν΄ οι γειτονάδες;
Γιάννες λέει, παίρω τ΄ άλογον, και Γεώρης το τοπούζ΄ν΄ ατ΄
κι ο γέρον, ο σαπόγερον λέγ΄ παίρω την κάλην ατ.
–Γιάννεν ΄κι πράττει τ΄ άλογο μ΄ και Γεώρης το τοπούζι μ΄,
το γέρον, το σαπόγερον ΄κι πράττ΄ τ΄ εμόν η κάλη.
Και το τοπούζ΄ν΄ ατ΄ έκαψεν και τ΄ άλογον σκοτώνει.
–Κόρ΄ έλα φτάμε ασπασμόν και τ΄ αποχωρισίας.
Κλίσκεται κα΄ να προσκυνά τ΄ Ακρίτα την καρδίαν.
Ατός την κόρην έγλυσεν, την θαυμαστήν την κόρην,
Οι δύο σ΄ μίαν επέθαναν, οι δύο σ΄ μίαν εθάφαν.
Παντού Ακρίτας και Ακρίτες και πουθενά Διγενής.
Κερασούντα |
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
αφαίτεν: αφήστε
πέραγμαν: πέρασμα
φωλεύ΄νε: φωλιάζουν
συχαιρεμένα: χαρούμενα
έπαρ΄: πάρε
μαύρο: το μαύρο άλογο
φιλίντρα: είδος πυροβόλου όπλου
σιλάχα: όπλο
τοπούζι: σιδερένιο όπλο, σαν γροθιά
τεράζειν: αναταράσσεται
συντρομάζν΄: τρέμουν
ποίν’να: έκανα
όρεα: όρη
θέκον: τοποθέτησε, βάλε
καλίτσα, κάλια: η καλή του
τουσέκια: στρώματα
γεργάνια: παπλώματα
αχάντα: αγκάθια
τροβόλια: τριβόλια
παρχαρί τσιτσέκια: αγριολούλουδα
πράττει: πρέπει
έγλυσεν: συνέθλιψε
Πάνος Καϊσίδης
Δημοσογράφος- Συγγραφέας
Παραλλαγή του γνωστού ακριτικού από την Κερασούντα.
Δημοσιεύτηκε το 1909 στο περιοδικό Λαογραφία με τίτλο «Ο Διγενής και ο Χάρος».
αφαίτεν: αφήστε
πέραγμαν: πέρασμα
φωλεύ΄νε: φωλιάζουν
συχαιρεμένα: χαρούμενα
έπαρ΄: πάρε
μαύρο: το μαύρο άλογο
φιλίντρα: είδος πυροβόλου όπλου
σιλάχα: όπλο
τοπούζι: σιδερένιο όπλο, σαν γροθιά
τεράζειν: αναταράσσεται
συντρομάζν΄: τρέμουν
ποίν’να: έκανα
όρεα: όρη
θέκον: τοποθέτησε, βάλε
καλίτσα, κάλια: η καλή του
τουσέκια: στρώματα
γεργάνια: παπλώματα
αχάντα: αγκάθια
τροβόλια: τριβόλια
παρχαρί τσιτσέκια: αγριολούλουδα
πράττει: πρέπει
έγλυσεν: συνέθλιψε
Πάνος Καϊσίδης
Δημοσογράφος- Συγγραφέας
Παραλλαγή του γνωστού ακριτικού από την Κερασούντα.
Δημοσιεύτηκε το 1909 στο περιοδικό Λαογραφία με τίτλο «Ο Διγενής και ο Χάρος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου