Η χρονιά 1915 βρήκε τη Σαντά πολύ δυστυχισμένη, πείνα και απελπισία. Στις 20 του Απρίλη 1925 ο λοχίας Ομέρ τσαούσ' με 10 φαντάρους κατέβηκε απ’ τα βουνά στο Πιστοφάντων. Αυτός ήταν λιποτάκτης του Τούρκικου στρατού. Έφυγε από το πολεμικό μέτωπο του Σαρήκαμις, όπου ο τούρκικος στρατός καταπολεμήθηκε και εξοντώθηκε από τους Ρώσους. Λίγο κόντεψε να αιχμαλωτισθεί κι αυτός από τους Ρώσους, κι όταν κατέβηκε στη Σαντά νηστικός και παγωμένος θέλησε να ξεσπάσει στους Σανταίους.
Στο Πιστοφάντων μάζεψε όλους τους μουχτάρηδες και τους προεστούς την 23 του Απρίλη. Στη συγκέντρωση αυτή πήγαν οι Ισχανανταίοι Χρυσόστομος Παυλίδης, Παπα- Γιάννης Kαγκελίδης, Χριστόφορος Γιαμάκ, Νικόλαος Γαρατσάλ και ο μουχτάρης Γεώργιος Παρμαξούζ.
Μόλις φάνηκαν οι Ισχανανταίοι άφησε όλους τους άλλους Σανταίους κι άρπαξε αυτούς ζητώντας να του παραδώσουν τους στρατεύσιμους νέους του χωριού τους. Πετάχτηκε τότε ο Χρυσόστομος Παυλίδης και του είπε πως όλοι οι στρατεύσιμοι του Ισχανάντων και γενικά της Σαντάς βρίσκονται στη Ρωσία άπ’ όπου βγαίνει το ψωμί τους, μα η "ανθρωπόμορφη τίγρις" τον έσπρωξε και τον έριξε κάτω και διέταξε τους φαντάρους του να τον ραβδίσουν αλύπητα. Κατόπιν άρπαξε και τον παπά από το σβέρκο και τον πίεζε να πει που είναι κρυμμένοι οι στρατεύσιμοι. Αυτά γίνονταν στο Πιστοφάντων.
Ύστερα ο Ομέρ παράγγειλε τους φαντάρους του να ετοιμαστούν για το Ισχανάντων, και μόλις έφτασαν εκεί τους διέταξε να βρουν τα σπίτια των Περικλή Κουφατσή, Γιάννη Στυλίδη, Ιακώβ Αρχουρή και λίγων άλλων και να τα κάψουν, για τον λόγο ότι ήσαν φυγόστρατοι. Πρώτα έκαψαν το σπίτι του Περικλή και ύστερα μερικά άλλα. Σε λίγο έφυγε ο Ομέρ για την Άρτασα, μα γύρισε μετά 10 μέρες με πολλούς φαντάρους και παρουσίασε κατάλογο πολλών στρατευσίμων Σανταίων, τους οποίους με βρισιές και απειλές ζητούσε να παρουσιαστούν. Ζητούσε τον Πέτρο Γωνιάδη, τον Γιάννη Χαπιάρ, τον Δαμιανό Κουφατσή και τον Παναγιώτη Πελαγίδη Ισχανανταίους, τον Χαράλαμπο Τουϊσούζ απ' το Τσακαλάντων, τον Παντελή Κωστίκ Πιστοφανταίο, και άλλους 50 τον αριθμό.
Ετοιμάστηκαν οι Τούρκοι να κάψουν πρώτα το σπίτι του Πέτρου Γωνιάδη, μα ο Πέτρος παραδόθηκε για να γλυτώσει το σπίτι. Οι άλλοι Ισχανανταίοι μας παραδόθηκαν κι αυτοί. Οι φαντάροι του Ομέρ κατέβηκαν τότε στα Φτελένια όπου βρήκαν τον δάσκαλο Κοσμά Εφραιμίδη και τον έπιασαν. Ύστερα βρήκανε και τον μυλωνά Ιακώβ Μερτσάν μέσ' στους κοινοτικούς μύλους του Ισχανάντων και τον πιάσανε κι αυτόν. Όλους αυτούς και πολλούς άλλους τους πήγανε στα βάθη της Αρμενίας και του Κουρδιστάν και τους κατατάξανε στα εργατικά τάγματα, όπου βρήκανε μαρτυρικό θάνατο.
Από όλους αυτούς τους 50 κατόρθωσαν να δραπετεύσουν μονάχα οι Ιακώβ Μερτσιάν, Χαράλαμπος Τουϊσούζ και Παντελής Κωστίκ. Ο Παντελής αυτός, λεβέντης με τ’ όνομα, σε όλη την διαδρομή ως την Σαντά πούλησε διαδοχικά τα παπούτσια του και τα ρούχα του για μια φέτα ψωμί, και σχεδόν γυμνός και ολομόναχος διέσχισε τα βουνά της Σαντάς μέσ’ στην παγωνιά του Σιβηρικού χειμώνα, όταν δε κατέβηκε στην Σαντά έπεσε λιπόθυμος από εξάντληση. Οι Πιστοφανταίοι κλάψανε ύστερα από λίγες μέρες πικρά τον ατρόμητο λεβέντη τους που χτυπήθηκε από πνευμονία και δεν μπόρεσε ν' αντέξει στο χτύπημα του Χάρου.
Για τον Πέτρο Γωνιάδη ακούσαμε ότι εκεί που υπηρετούσε στα εργατικά τάγματα τον βασάνισαν οι Τούρκοι, αυτός δεν σαν θερμόαιμας που ήταν δε μπόρεσε να συγκρατηθεί και τους έβρισε την θρησκεία τους, και τότε τον σκότωσαν. Όλα αυτά τα βάσανα των Σανταίων και τα κατοπινά που θα πούμε έγιναν άφορμή να δράσουν οι αντάρτες της Σαντάς, που ασύλληπτοι σα φαντάσματα απασχόλησαν τον Τούρκικο στρατό και την Τούρκική κυβέρνηση επί 6 ολόκληρα χρόνια, από το 1918 έως το 1924.
Ισχανάντων Σαντάς |
Στο Πιστοφάντων μάζεψε όλους τους μουχτάρηδες και τους προεστούς την 23 του Απρίλη. Στη συγκέντρωση αυτή πήγαν οι Ισχανανταίοι Χρυσόστομος Παυλίδης, Παπα- Γιάννης Kαγκελίδης, Χριστόφορος Γιαμάκ, Νικόλαος Γαρατσάλ και ο μουχτάρης Γεώργιος Παρμαξούζ.
Μόλις φάνηκαν οι Ισχανανταίοι άφησε όλους τους άλλους Σανταίους κι άρπαξε αυτούς ζητώντας να του παραδώσουν τους στρατεύσιμους νέους του χωριού τους. Πετάχτηκε τότε ο Χρυσόστομος Παυλίδης και του είπε πως όλοι οι στρατεύσιμοι του Ισχανάντων και γενικά της Σαντάς βρίσκονται στη Ρωσία άπ’ όπου βγαίνει το ψωμί τους, μα η "ανθρωπόμορφη τίγρις" τον έσπρωξε και τον έριξε κάτω και διέταξε τους φαντάρους του να τον ραβδίσουν αλύπητα. Κατόπιν άρπαξε και τον παπά από το σβέρκο και τον πίεζε να πει που είναι κρυμμένοι οι στρατεύσιμοι. Αυτά γίνονταν στο Πιστοφάντων.
Ύστερα ο Ομέρ παράγγειλε τους φαντάρους του να ετοιμαστούν για το Ισχανάντων, και μόλις έφτασαν εκεί τους διέταξε να βρουν τα σπίτια των Περικλή Κουφατσή, Γιάννη Στυλίδη, Ιακώβ Αρχουρή και λίγων άλλων και να τα κάψουν, για τον λόγο ότι ήσαν φυγόστρατοι. Πρώτα έκαψαν το σπίτι του Περικλή και ύστερα μερικά άλλα. Σε λίγο έφυγε ο Ομέρ για την Άρτασα, μα γύρισε μετά 10 μέρες με πολλούς φαντάρους και παρουσίασε κατάλογο πολλών στρατευσίμων Σανταίων, τους οποίους με βρισιές και απειλές ζητούσε να παρουσιαστούν. Ζητούσε τον Πέτρο Γωνιάδη, τον Γιάννη Χαπιάρ, τον Δαμιανό Κουφατσή και τον Παναγιώτη Πελαγίδη Ισχανανταίους, τον Χαράλαμπο Τουϊσούζ απ' το Τσακαλάντων, τον Παντελή Κωστίκ Πιστοφανταίο, και άλλους 50 τον αριθμό.
Ετοιμάστηκαν οι Τούρκοι να κάψουν πρώτα το σπίτι του Πέτρου Γωνιάδη, μα ο Πέτρος παραδόθηκε για να γλυτώσει το σπίτι. Οι άλλοι Ισχανανταίοι μας παραδόθηκαν κι αυτοί. Οι φαντάροι του Ομέρ κατέβηκαν τότε στα Φτελένια όπου βρήκαν τον δάσκαλο Κοσμά Εφραιμίδη και τον έπιασαν. Ύστερα βρήκανε και τον μυλωνά Ιακώβ Μερτσάν μέσ' στους κοινοτικούς μύλους του Ισχανάντων και τον πιάσανε κι αυτόν. Όλους αυτούς και πολλούς άλλους τους πήγανε στα βάθη της Αρμενίας και του Κουρδιστάν και τους κατατάξανε στα εργατικά τάγματα, όπου βρήκανε μαρτυρικό θάνατο.
Από όλους αυτούς τους 50 κατόρθωσαν να δραπετεύσουν μονάχα οι Ιακώβ Μερτσιάν, Χαράλαμπος Τουϊσούζ και Παντελής Κωστίκ. Ο Παντελής αυτός, λεβέντης με τ’ όνομα, σε όλη την διαδρομή ως την Σαντά πούλησε διαδοχικά τα παπούτσια του και τα ρούχα του για μια φέτα ψωμί, και σχεδόν γυμνός και ολομόναχος διέσχισε τα βουνά της Σαντάς μέσ’ στην παγωνιά του Σιβηρικού χειμώνα, όταν δε κατέβηκε στην Σαντά έπεσε λιπόθυμος από εξάντληση. Οι Πιστοφανταίοι κλάψανε ύστερα από λίγες μέρες πικρά τον ατρόμητο λεβέντη τους που χτυπήθηκε από πνευμονία και δεν μπόρεσε ν' αντέξει στο χτύπημα του Χάρου.
Για τον Πέτρο Γωνιάδη ακούσαμε ότι εκεί που υπηρετούσε στα εργατικά τάγματα τον βασάνισαν οι Τούρκοι, αυτός δεν σαν θερμόαιμας που ήταν δε μπόρεσε να συγκρατηθεί και τους έβρισε την θρησκεία τους, και τότε τον σκότωσαν. Όλα αυτά τα βάσανα των Σανταίων και τα κατοπινά που θα πούμε έγιναν άφορμή να δράσουν οι αντάρτες της Σαντάς, που ασύλληπτοι σα φαντάσματα απασχόλησαν τον Τούρκικο στρατό και την Τούρκική κυβέρνηση επί 6 ολόκληρα χρόνια, από το 1918 έως το 1924.
Μιλτιάδης Νυμφόπουλος
Εκπαιδευτικός
Ιστοριογράφος της Σαντάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου