Ξένε μ’, κι αν πας σην ξενιτείαν, μη στέκ’ς, ’λήγορα έλα,
σην ξενιτείαν θολά νερά, φαρμακερά πεγάδια,
που νίφκεται, μαραίνεται, που πίνει άτα, αποθάνει,
που πλύν’ τα χεροπόδαρα τ’, την στράταν σασιρεύει*.
Χριστέ μ’, να μη ’ξημέρωνες, πουλί μ’, να μη ’κελάηδνες,
ο ξένο μ’ ξενιτέας εν, μερών,
θα ξενιτεύει.
Μετανάστες στις ΗΠΑ, από την Μικρά Ασία και τη Θράκη, σε γλέντι τους. |
Αν πας στην ξενιτειά
Ξένε μου κι αν ξενιτευτείς, γρήγορα να γυρίσεις,
στην ξενιτειά θολά νερά, φαρμακερές βρυσούλες,
μαραίνεται όποιος νίβεται, πεθαίνει όποιος τα πίνει
κι αν πλύνει χειροπόδαρα, θα χάσει αυτός το δρόμο.
Χριστέ μου ας μη ξημέρωνες, πουλί μη κελαηδούσες,
γιατί θε να ξενιτευτεί με την αυγούλα ο ξένος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου