Για «Το μικρό Βλαχόπουλο» ο Νικόλαος Γ. Πολίτης έγραψε:
Το
ακριτικόν τούτο άσμα, το ζητούν να παραστήση τεραστίαν την πολεμικήν αρετήν των
Ακριτών, συνδέεται στενώς μετά του άσματος των υιών του Ανδρονίκου.
Έργο του Δ. Σκουρτέλη |
Ο
Κωσταντίνος ο μικρός είναι ο πολλάκις εις τα ακριτικά άσματα μνημονευόμενος
υιός του Ανδρονίκου, το μικρό Βλαχόπουλον είναι το αιχμάλωτον τέκνον αυτού, και
ο Αλέξης ίσως ο Αλέξανδρος άλλων ακριτικών ασμάτων.
Και το τέλος των δύο
ασμάτων συμπίπτει. Ο ήρως, μεθυσθείς εκ του χυθέντος αίματος και αδυνατών να
διακρίνη τον φίλον από του εχθρού, φωνάζει εις τους συντρόφους του να προφυλαχθούν,
όπως μη εν τη παραφορά του τους φονεύση. Ενιαχού της Στερεάς Ελλάδος
τραγουδείται κατά τας Απόκρεως προς ιδιάζοντα χορόν, τον λεγόμενον κουνητόν.
Ο Κωσταντίνος ο μικρός κι’ ο Αλέξης ο αντρειωμένος,
και το μικρό Βλαχόπουλο, ο καστροπολεμίτης,
αντάμα τρων και πίνουνε και γλυκοκουβεντιάζουν,
κι’ αντάμα έχουν τους μαύρους των ’ς τον πλάτανο
δεμένους.
Του Κώστα τρώει τα σίδερα, τ’ Αλέξη τα λιθάρια,
και του μικρού Βλαχόπουλου τα δέντρα ξερριζώνει
Κ' εκεί που τρώγαν κ’ έπιναν και που χαροκοπούσαν,
πουλάκι πήγε κ’ έκατσε δεξιά μεριά ’ς την τάβλα
Δεν κελάϊδούσε σαν πουλί, δεν έλεε σαν αηδόνι
Μόν’ ελαλούσε κ’ έλεγε ναθρωπινή κουβέντα.
"Εσείς τρώτε και πίνετε και λιανοτραγουδάτε,
και πίσω σας κουρσεύουνε Σαρακηνοί κουρσάροι
Πήραν τ’ Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα τη γυναίκα,
και του μικρού Βλαχόπουλου την αρραβωνιασμένη."
Ώστε να στρώση ο Κωσταντής και να σελλώση ο Αλέξης,
ευρέθη το Βλαχόπουλο ’ς το μαύρο καβαλλάρης.
"Για σύρε συ Βλαχόπουλο ’ς τη βίγλα να βιγλίσης,
αν είν’ πενήντα κ’ εκατό χύσου μακέλλεψέ τους,
κι’ αν είναι περισσότεροι, γύρισε μίλησε μας."
Επήγε το Βλαχόπουλο στη βίγλα να βιγλίση.
Βλέπει Τουρκιά Σαρακηνους κι’ Αράπηδες κουρσάρους,
πλάγια κοκκινίζαν.
’ρχισε να τους διαμετράη, διαμετρημούς δεν
είχαν.
Να πάη πίσω ντρέπεται, να πάη εμπρός φοβάται.
Σκύβει φιλεί το μαύρο του, στέκει και τον ρωτάει,
"Δύνεσαι, μαύρε μ’, δύνεσαι ’ς το γαίμα για να
πλέξης;
-Δύνομαι, αφέντη, δύνομαι ’ς το γαίμα για να πλέξω,
κι’ όσους θα κόψη το σπαθί τόσους θενά πατήσω.
Μόν’ δέσε το κεφάλι σου μ’ ένα χρυσό μαντήλι,
μην τύχη λάκκος και ρηχτώ και πέσης απ’ τη ζάλη.
-Σαΐτταις μου αλεξαντριαναίς, καμιά να μη λυγίσει,
και συ σπαθί μου διμισκί, να μην αποστομώσης.
Βόηθα μ’, ευχή της μάννας μου και του γονιού μου
βλόγια,
ευχή του πρώτου μ’ αδερφού, ευχή και του στερνού μου.
Μαύρε μου, άιντε νά μπούμε, κι’ όπου ο Θεός τα
βγάλη!"
’Σ τα έμπα του μπήκε σαν αϊτός,’ς τα ξέβγα σαν
πετρίτης,
’ς τα έμπα του χίλιους έκοψε, ’ς τα ξέβγα δυο
χιλιάδες,
Και ’ς το καλό το γύρισμα κανένα δεν αφήνει
Πήρε τ’ Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα τη γυναίκα,
και το μικρό Βλαχόπουλο την αρραβωνιασμένη.
Προσγονατίζει ο μαύρος του και πίσω του τους παίρνει.
’Στο δρόμο νοπού πήγαινε σέρνει φωνή περίσσα.
"Πού είσαι αδερφέ μου Κωσταντά κι’ Αλέξη
αντρεϊωμένε;
αν είστε εμπρός μου φύγετε κι’ οπίσω μου κρυφτήτε,
τι θόλωσαν τα μάτια μου, μπροστά μου δε σας βλέπω,
και το σπαθί μου ερράγισε, κόβοντας τα κεφάλια,
κι' ο μαύρος λιγοκάρδισε πατώντας τα κουφάρια."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου