Το 1922,
έχουμε την Καταστροφή της Σμύρνης.
Τι θα γινόταν λοιπόν για τους εκατοντάδες
χιλιάδες Έλληνες της Μικρασίας που ξέμειναν χωρίς καμιά προστασία;
Ο Ελληνικός
Στρατός που είχε εκστρατεύσει στη Μικρασία νικήθηκε από το στρατό του Κεμάλ Μουσταφά
και υποχώρησε άτακτα, χιλιάδες πιάστηκαν
αιχμάλωτοι ενώ οι υπόλοιποι έτρεχαν για να προλάβουν κανένα καράβι για την Ελλάδα.
Πρόσφυγες |
Την απάντηση δίνει ένα πολύ
ωραίο απόσπασμα που διασώζει ο Γρηγόρης Δαφνής:
Λίγο πριν την αναχώρηση από τη Σμύρνη των ελληνικών υπηρεσιών
και ενώ το μέτωπο είχε σπάσει, ο νεαρός πολιτικός Γεώργιος Παπανδρέου (σ.σ. νομάρχης Μυτιλήνης) ενημερώνεται από τον Στεργιάδη για την επερχόμενη
καταστροφή. Στην ερώτηση του Παπανδρέου «Γιατί δεν ειδοποιείτε τον κόσμο να φύγει;»,
ο Στεργιάδης απαντά: «Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξει ο
Κεμάλ γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα».
Kι αυτό
γιατί στα μάτια της βασιλικής παράταξης στην Ελλάδα όλοι
οι Μικρασιάτες ήταν τσιράκια του Βενιζέλου. Άρα, ποινή θανάτου
δια της εγκατάλειψης, καθώς ξεμένουν για να διαλέξουν ανάμεσα στην
πυρκαγιά, τον πνιγμό ή τους Τούρκους που έρχονται με άγριες διαθέσεις.
Προς μεγάλη
δυστυχία των Βασιλικών όμως, κάποιοι από τους φουκαράδες πρόσφυγες τα
καταφέρνουν να γλιτώσουν από όλα αυτά και έρχονται στην Ελλάδα πάμφτωχοι και
εξαθλιωμένοι έχοντας πουλήσει ότι είχαν και δεν είχαν για να μπουν σ' ένα
καράβι και τα αδέρφια τους στην Ελλάδα θα τους βοηθήσουν όπως μπορούν.
“Έμενε ο κόσμος στα βαγόνια των σιδηροδρόμων. Έμενε εκεί που
είχε καμιά αποθήκη εγκαταλειμμένη. Τσαντήρια κάνανε. Καταστροφή, μεγάλη
καταστροφή. Να μην ξαναδούν τα μάτια μας τέτοια πράγματα. Το τι τραβήξανε αυτοί
οι άνθρωποι δεν λέγεται. Ατιμαστήκανε. Γίνανε χάλια, χάλια, χάλια. Άσε που ήταν
ατιμασμένοι από κει με τους Τούρκους που τους καταδιώκανε.
Και κατόπιν εδώ που ήρθανε τα ίδια. Προσπαθήσανε, κάνανε χίλια
δυό να βρίσκουνε το ψωμί τους, μέχρι να βρουν ένα σπίτι να κάτσουνε. Αν ένας
πατέρας είχε πέντε-έξη παιδιά και κορίτσια, άλλα άρπαγε ο ένας από δω, άλλα ο
άλλος από κει. Καταστροφή μάνα μου…
Και οι ντόπιοι δεν τους έβλεπαν με καλό μάτι. Αλλά τους βρίζανε.
Χίλια δυό. Φύγετε από δω ρε! Πηγαίνετε παρά πέρα. Δεν τους κοιτάζανε. Δεν είχαν
την αγάπη να πουν για στάσου, συγγενείς μας είναι, Έλληνες πραγματικοί. Να τους
αγκαλιάσουμε. Δεν έγινε αυτό το πράμα, εγώ δηλαδή τι είδα. Μπορεί αλλού. Ήθελαν
να τους κλέψουνε οι κλεφταράδες που ήταν εδώ πέρα. Ν’ αρπάξουν ότι είχαν. Να
τους κλέψουνε, να τους γελάσουνε. Απατεώνες”.
Έχει αρχίσει
να βρωμάει κάτι, έτσι; Ας δούμε τι γράφει ο τότε εισαγγελέας Βαζούρας:
“Η βρισιά
τουρκόσπορος μαζί με σωρό ανάλογες βρισιές, όπως σκατοουγλούδες, παληοαούτηδες
κ.λπ. ήταν στην ημερήσια διάταξη, από ανώτερα και κατώτερα κυβερνητικά όργανα…”
Το χάσμα ενισχύθηκε και συντηρήθηκε από τον άγριο οικονομικό ανταγωνισμό. τόσο
στην ιδιοποίηση της γης, όσο και στις εμπορικές δραστηριότητες.”
Ή ο
μετέπειτα πρωθυπουργός, Παναγιώτης Κανελλόπουλος:
«Μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, που από το 1915 είχε διχασθεί
δεν αντίκρισε τους πρόσφυγες με συμπάθεια, όταν τα αδυσώπητα κύματα της
ιστορίας τους έριξαν πάνω στους βράχους της Ελλάδας. Δεν υπήρξε συμπάθεια, δεν υπήρξε
απάθεια, υπήρξε αντιπάθεια.»
Aκόμα πιο γλαφυρά
τα καταγράφει ο ιστορικός Γιάννης Κορδάτος:
«Δεν άκουγε κανείς εκείνες τις μέρες τίποτα άλλο από τα στόματα
όλων αυτών παρά κατάρες στο Βενιζέλο και βλαστήμιες: ‘’Αχ αυτοί οι
τουρκοσπορίτες Έλληνες της Μικράς Ασίας μας πήραν στο λαιμό τους. Μακάρι
να τους σφάξει όλους ο Κεμάλ και να μη μείνει ούτε ποδάρι από δαύτους’’…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου