Με
βάση τα στοιχεία της Κοινωνίας των Εθνών, σε
πολλές περιοχές της νέας τους εγκατάστασης, κατά τα πρώτα χρόνια πέθανε από τις
κακουχίες το 20% των προσφύγων, ενώ αντιστοιχούσε 1 γέννηση σε 3 θανάτους.
Aυτό καθόλου δεν πτόησε τα ντόπια
κοράκια, που το μόνο που είδανε ήταν απειλή για τα λεφτά που βγάζανε ή
μπορούσαν να βγάλουν.
Και όταν μιλάμε για λεφτά,
το πρώτο ζήτημα που μπαίνει στο τραπέζι είναι τα κτήματα των Μουσουλμάνων που
έφυγαν από την Ελλάδα μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών με την Τουρκία, τα
λεγόμενα “ανταλλάξιμα”.
Όταν πάει η συζήτηση στην
περιουσία, οι ντόπιοι αποφασίζουν ότι οι πρόσφυγες που τα δικαιούνται είναι
όντως ανεπιθύμητοι καθώς θέλουν να τους τα φάνε. Όπως π.χ. στο χωριό Ροδολίβος Σερρών, όπου οι ντόπιοι καταγράφονται στην εφημερίδα
Παμπροσφυγική να λένε ότι:
«(…) θα σφάξωσι, θα εκδιώξουσι τους πρόσφυγας δι’ όπλων, μαχαίρων,
και ροπάλων»
O ρατσισμός άρα των
ντόπιων Ελλήνων προς τους πρόσφυγες Έλληνες, υπάρχει για βασικούς λόγους όπως
τα κτήματα. Όταν πχ σκοτώνεται ένας πρόσφυγας από ένα ντόπιο στη Νιγρίτα
Σερρών, η ίδια εφημερίδα θα γράψει:
«Τα πραγματικά ελατήρια του φόνου δεν είναι, ως ταύτα μας
παρουσιάζονται, η κλοπή ή η ανεύρεσις ενός απωλεσθέντος σχοινίου. Είναι το
μίσος, τα πάθη τα οποία εδημιουργήθησαν μεταξύ των εντοπίων και των προσφύγων
δια την κατάληψιν των υπό των Οθωμανών καταληφθέντων κτημάτων και γαιών».
Τελικά οι ντόπιοι
Έλληνες επιτέθηκαν στους πρόσφυγες Έλληνες για να τους φάνε τα χωράφια, οπότε
το ρεπορτάζ της Παμπροσφυγικής θα
γράψει:
«ετραυμάτισαν 17 πρόσφυγας, το πλείστον γυναίκας, πυρπολήσαντες τας σκηνάς, τους σταύλους, τους αχυρώνας,
λεηλατήσαντες τας αποσκευάς…»
Στις πόλεις που δεν
υπάρχουν κτήματα, το παραμύθι ήταν ότι οι πρόσφυγες έχουν καταλάβει την πόλη,
όπως καλή ώρα λέγεται σήμερα όταν κλαίγεται η Κική Δημουλά ότι της πήραν οι
μετανάστες το παγκάκι της. Το σημειώνει ο εκπαιδευτικός Αντώνης Τραυλαντώνης
στο βιβλίο του, όπου ο αφηγητής αναζητά κάποιον παλιό γνωστό του στη
Νεάπολη (Εξαρχείων):
«Το σπίτι
ήταν ξεκαινουργωμένο αλλά ευκολογνώριστο, στην πινακίδα όμως εδιάβασα κάποιο
άγνωστό μου όνομα, κάτι …όγλου. Και στη θέση του καπνοπωλείου, αλλά με έκταση
μεγαλύτερη, βρίσκονταν ένα ζαχαροπλαστείο, όπου μου φάνηκε ότι άκουσα όλες τις
γλώσσες του κόσμου εκτός από τα ρωμέικα. Κατάλαβα ότι και ο διευθυντής και η
πελατεία ήταν πρόσφυγες, που είχαν αρχίσει από τότε να νοικοκυρεύονται.»
«Τα πλατιά ρολά και οι πλούσιες βιτρίνες
ήταν εκεί, εκεί ψηλά ήταν και η μεγάλη πινακίδα, πουθενά όμως ο Αλέξανδρος και
η Αννα Κομπολογά, στη θέση τους ο “Ζαχαρίας …όγλου”. Αυτή η ογλοκρατία (με συγχωρείτε για την κρυάδα)
που έμελλε σε λίγο να κυριαρχήση στην Αθήνα μας, είχε αρχίσει από τότε, καθώς
φαίνεται. »
Με πληροφορίες απο το luben.tv
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου