Το πιο γνωστό δημοτικό τραγούδι της
Κρήτης για τον Διγενή είναι το ακόλουθο, που διδάσκεται και στα σχολεία. Ο
Ακριτας των Ποντίων δεν διδάσκεται πουθενά, επειδή είναι γεμάτος ιδιωματισμούς
και τουρκικές λέξεις (δεν υπάρχει ούτε μία τουρκική λέξη), ενώ τον Διγενή
μπορεί να τον καταλάβει και ένα παιδάκι (άσε που δεν τον καταλαβαίνουν ούτε οι
Κρητικοί!).
Ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γη τόνε
τρομάσσει.
Βροντά κι αστράφτει ο ουρανός και σειέτ’
ο απάνω κόσμος
κι ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα
θεμέλια,
κι η πλάκα τον ανατριχιά πώς θα τόνε
σκεπάσει,
πώς θα σκεπάσει τον αϊτό τση γης τον
αντρειωμένο.
Βογγάει, τρέμουν τα βουνά, βογγάει,
τρέμουν κάμποι.
Σπίτι δεν τον εσκέπαζε, σπήλιο δεν τον
εχώρει,
τα όρη εδιασκέλιζε, βουνού κορφές επήδα,
χαράκι’ αμοδολόγανε και ριζιμιά
ξεκούνειε.
Στο βίτσιμά πιανε πουλιά, στο πέταμα
γεράκια,
στο γλάκιο και στο πήδημα τα λάφια και τ’
αγρίμια.
Ζηλεύγει ο Χάρος, με χωσιά, μακρά τόνε
βιγλίζει,
κ’ ελάβωσέ του την καρδιά και την ψυχή
του πήρε.
«Ο ακάλεστος Διγενής» της Κρήτης
Σε
δημοτικό τραγούδι – πάλι της Κρήτης – «Ο ακάλεστος Διγενής», που περιέχεται στη
συλλογή του Δημήτριου Σ. Βουτετάκη - δύο φορές ο ήρωας αναφέρεται ως Διγενής
και καμία ως Ακρίτας. Προσέξτε και τους ηρωισμούς του Διγενή:
Οι Σέρβοι κ’ οι Σαρακηνοί κ’ οι Μόροι
γάμον κάνουν
ούλον τον κόσμον τον καλούν κι ούλοι τον
πρεμαζώνουν,
τον Διγενή δεν τον καλούν για τσοι κακές
του χάρες,
γιατί σκοτώνει τσοι γαμπρούς και παίρνει
τσοι νυφάδες.
Μ’ ο Διγενής είχε φιλιά κ’ επήγαν και
του το ’παν.
-Μωρέ κακο-Σαρακηνοί, κ’ εσείς οι
Μοροσέρβοι,
και ποιόν γαμπρόν εσκότωσα και ποια σας
νύφη ’πήρα
και ποιας τον
άντρα σκότωσα;
Παραλλαγή της Σύμης
Η
παραλλαγή της Σύμης (νησί κοντά στη Ρόδο) για τον θάνατο του Διγενή, που
παρουσιάστηκε το 1906, με τίτλο «Εγώ να σας δηούμαι…», στα «Βυζαντινά Χρονικά»
της Πετρούπολης (Ρωσία), έχει ως εξής:
Ο Διγενής ψυχομαχεί κ’ η γη τόνε
τρομάσσει
κ’ η πλάκα τον ανατριχά πώς θε να τον
’ναπάψει.
Οι άρκοντες το ’μάθανε και πα’ να τόνε
δούσι.
Σύρνει θρονιά, καθίτζει τους, γλυκόν
κρασίν κερνά τους.
-Για φάτε, πιήτε, άρκοντες, κ’ εγώ να
σας δηούμαι,
ποιός είναι που τα ’γύρισε του Μισιριού
τα όρη,
της Αλεξάντρας τα βουνά ώραν το
μεσημέρι;
Εγώ ’μουν που τα ’γύρισα του Μισιριού τα
όρη,
Της Αλεξάντρας τα βουνά ώραν το
μεσημέρι.
Σαράντ’ αρκούδια ’σκότωσα και δεκοχτώ
λεοντάρια.
Ποτέ μου δεν εδείλιασα ωσάν αυτήν την
ώραν,
που ’δα τοχ Χάρον εγδυμνό, τολ Λιόν
αρματωμένο,
τομ Μιχαήλ αρκάγγελο τριά σπαθιά
τζωσμένο,
το ένα ’ναι για τους φτωχούς, τ’ άλλο
για τους αρκόντους
το τρίτον το φαρμακερό για μας τους αντρειωμένους.Πάνος Καϊσίδης
Δημοσιογράφος- Συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου