Ανά τους αιώνες, το ένδυμα παρέχει ασφάλεια, προστασία και μαρτυρεί ισχύ, πλούτο, αντίληψη, αλλά και νοοτροπία. Επιπλέον, τις περισσότερες φορές, όφειλε να ανταποκρίνεται και σε λειτουργίες άσχετες προς τις καθαυτό πρακτικές ανάγκες της γυναίκας. Έτσι, λοιπόν, όπως κάθε έκφραση λαϊκής δημιουργίας, είναι είδος χρηστικό και σαν τέτοιο γεννιέται, ζει και εξελίσσεται, με βάση τις πρακτικές ανάγκες που ίσως πρέπει να καλύψει.
Επί πλέον η εξέλιξη του πολιτισμού, κατά τη διάρκεια του οποίου διαμορφώθηκε ο τύπος και η χρήση, καθόρισε και τις εξελίξεις της ενδυμασίας - φορεσιάς, ανάλογα με το χαρακτήρα και το ρυθμό που ταιριάζει σε κάθε κοινωνία. Με τους ιερούς άγραφους νόμους, τα ήθη και τα έθιμα, να είναι προσδιοριστικά και δεσμευτικά για την αισθητική έκφραση.
Δηλαδή, πολύ απλά, το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον όχι μόνο καθορίζει, αλλά και δεσμεύει.
Τέλος η αισθητική αντίληψη της ομάδας, δίνει τη κλίμακα εξέλιξης μέσα στην οποία κινείται το άτομο -γυναίκα, ενώ η έμφυτη τάση της για διακόσμηση, δίνει την ιδιαίτερη έκφραση, λάμψη που τη χαρακτηρίζει.
Το ένδυμα ειδικότερα στην Καππαδοκία
Οι ενδυματολογικές συνήθειες των χριστιανών κατοίκων της Καππαδοκίας ήταν ένα κράμα- αποτέλεσμα πολλών παραγόντων που είχαν σχέση με τις κλιματολογικές συνθήκες, του συγχρωτισμού με το μουσουλμανικό στοιχείο, αλλά και τις αρχέγονες παραδόσεις. Σε τέτοιο μάλιστα σημείο, που τουλάχιστον έως και το τέλος του 19ου αιώνα, ήταν περίπου όμοιες μεταξύ των δυο μεγάλων κοινωνικών- θρησκευτικών ομάδων, με απειροελάχιστες διαφορές, μεταξύ των οποίων ήταν το φέσι και η απαγόρευση χρησιμοποίησης του σαρικιού από πλευράς χριστιανών.
Μόνο κατά το τέλος του αιώνα και τις αρχές του 20ου άρχισαν να εισάγονται δειλά-δειλά κάποιοι νεωτερισμοί, από πλευράς κυρίως των οικονομικών μεταναστών. Αυτοί ζώντας στις μεγαλουπόλεις της επικράτειας έβλεπαν τις νέες συνθήκες ζωής και σε τούτο τον τομέα και φρόντιζαν να τον οικειοποιηθούν, αλλά και να τον μεταφέρουν στους δικούς τους. Βεβαίως το κύμα των αντιδράσεων ήταν μεγάλο.
Από τον ειρωνικό τρόπο αντιμετώπισής τους, αρχικά, τις φωνές μετά, έως και τις απαγορεύσεις με επιτίμια, από πλευράς των ιθυνόντων θρησκευτικών αλλά και πολιτικών αρχών, για «το ξερίζωμα της φυλής από τους Φράγκους».
Για την ιστορία παραθέτουμε αυτούσιο τμήμα ενός αξιοπρόσεκτου και πάρα πολύ χαρακτηριστικού κειμένου, που αφορούσε την ενδυμασία των γυναικών. Με τη υπενθύμιση πως ήταν τουλάχιστον υποχρεωτικές οι σχετικές του διατάξεις...
«Κανονισμός συνταχθείς παρά της αυτόθι Σχολικής Εφορίας, περί των ηθών και εθίμων της εν επαρχία Ικονίου χώρας ημών Ζήλλης τω 1897 τη 10η Σεπτεμβρίου
Περί ενδυμασίας
Αρθρον α' Απαγορεύονται οι σχιστούρες, «τιλίκια», να μην γίνωσι περίπου από ήμισυν πήχην.
Αρθρον β' Τα φλωρία εις το μέτωπον να τα φορέσωσι, τα δε περιδέραια, «Κερτάνια», να γίνωσι μόνον μιαν σειράν υποκάτω εις τους πόδας του Κερτανιού.
Αρθρον γ΄ Απαγορεύονται τα φλωρία με αλυσίδας υποκάτω εις το κερτάνι και τα κοντά με αλυσίδας και τα μακριά με αλυσίδας.
Αρθρον δ' Ο σταυρός όστις γίνεται εις τον αρραβώνα να έχει μόνον τρία φλωριά υποκάτω του και όχι άλλο τίποτε, ει μη μόνος σκέτος με μιαν μόνο αλυσίδα.
Αρθρον ε' Απαγορεύεται αυστηρώς το χρυσόν «σύρμα», το να τίθεται εις τα «Κιογισνολούκια» και «προστέλας» και εις άλλα τινα ενδύματα. Τούτο και προ πολλών ετών απηγορεύθη.
Πληροφορίες για τις ενδυματολογικες συνήθειες
Τώρα εμείς από την πλευρά μας καταθέτουμε όσες πληροφορίες συλλέξαμε για τις ενδυματολογικές συνήθειες των κατοίκων του χώρου από τους δικούς μας ανθρώπους και την υπάρχουσα βιβλιογραφία. Με μια - δυο βασικές επισημάνσεις.
-Πως είναι σχεδόν όμοιες παντού και με απειροελάχιστες αποκλίσεις.
-Πως ήταν λίγες, απλές, ευκολόχρηστες και ήταν δυο κατηγοριών. α- τα επιβλήματα, δηλαδή αυτά τα οποία φορούσαν, β- τα περιβλήματα, δηλαδή αυτά που έριχναν επάνω τους.
Τα της γυναικός...λοιπόν
*Το τουμάνι-«Tuman» (Σύλλατα) ή «Κιομλέκι» (Προκόπι) ή «βρατσί» (Μιστί) ή πατσάϊα ή βρακί ή βρακίν ή συντρόφι. Ασπρο βαμβακερό σώβρακο (εσώρουχο) που έφτανε μέχρι το γόνατο κεντημένο με δαντέλα τριγύρω.
*Η βαμπακού ή κοτσούπα. Ειδικό γυναικείο χειμερινό κυρίως εσώρουχο, ντυμένο εσωτερινά με μπόλικο βαμπάκι.
*Η βρακοζώνα. Η ζώνη της βράκας.
*Το μετ’ ή πουκάμισο. Καμωμένο από απλό μονόχρωμο ύφασμα με μακριά μανίκια ... έφτανε μέχρι και τον αστράγαλο... Το φορούσαν κατάσαρκα.
*Το ιμάτι. Άσπρο βαμβακερό, φαρδύ και μακρύ ένδυμα, που έφτανε μέχρι το γόνατο.
*Χιρκάς ή ζιπούνα-«zibin» ή χουρχά-«hirka» ή κιρλίκ-«kirlik». Το φορούσαν κυρίως πάνω από το κιομλέκι στη βαρυχειμωνιά Αποτελούνταν από μια στρώση βαμβακιού ραμμένη ανάμεσα στο τσόχινο ύφασμα και τη φόδρα.
*Το ζιμπίνι ή ουσλούτς. Κοντό μάλλινο ιμάτιο που το φορούσαν δεύτερο κατά τη διάρκεια του χειμώνα.
*Χηρχάδια ή χηρκάς ή πάμπουκλου. Σαν τη ζιπούνα με μάλλινο ύφασμα σκούρου χρώματος. Είχε γιακά στενό και στητό. Τσέπες δεξιά-αριστερά, με προορισμό να κρατά ζεστό το σώμα.
*Το Σαλβάρι-«salbar», (φαρδύ παντελόνι) Το γνωστό κυλινδροειδές τσουβάλι, χωρίς καβάλο, με δυο οπές κάτω που σουρώνουν και δένουν πάνω ή κάτω από τους αστράγαλους. Στη μέση έδενε με σούρα και βρακοζώνα... Τα καλύτερα υφάσματα για την κατασκευή του ήταν το «τιμικάτο» και το «κουμάς».
*Το εντερί ή ενταρί-«entari» ή σεϊτερί Ρόμπα από σκούρο βαμμένο βαμβακερό ύφασμα που τη φορούσαν πάνω από το ιμάτι και μέχρι το μέσον του σαλβαριού. Τούτο το ένδυμα είχε δυο σχισίματα στα πλάγια μέχρι τη μέση και ήταν αρκετά φαρδιά με τρία ή τέσσερα κουμπιά μπροστά.
Παρατήρηση
Γενικά έχουν καταγραφεί οι εξής παραλλαγές: μπιλικά ντα εντεριέ...με κόκκινο και μπλε χρωματισμό, τσιφτελούϊα εντεριέ...με μπλέ και άσπρο, τα απλά με κόκκινο και άσπρο.
*Το ντολαμά- εντερί. Όπως το ανωτέρω περιγραφόμενο ένδυμα, όμως φτιαγμένο με τσόχα καλής ποιότητας και στολισμένο περιμετρικά με τα «καϊτάνια».
*Το εντερί γιαράσογλου Με σταμπαρισμένες ρίγες...
*Η σάλτα-«salta».Κοντό σακάκι που δεν κούμπωνε, στολισμένο με κεντήματα και μπορντούρες.
*Σελίκ- «sellik». Τσόχινο γiλέκο κεντημένο. Κάλυπτε λαιμό, στήθος και έδενε στη μέση.
*Η μπροστέλα ή ιγκιλίκ. Βαρύτιμο ένδυμα που φοριότανε στα πανηγύρια και τους γάμους. Τσόχινη ποδιά που έδενε στη μέση με κορδονάκια. Σε μεγάλη ποικιλία χρωμάτων και ανάλογη με την ηλικία της γυναίκας.
Δηλαδή απλές και σκούρες για τις ηλικιωμένες Συλλατινές και πολύχρωμες, κεντητές, για τις νέες.
*O τσιπές- «cuppe». Ποδήρες τσόχινο φόρεμα που έφερε βραχίονα στα παράφτερα, λεπτοδουλεμένα με χρυσό γαϊτάνι ή ασημένιο μπρισίμι με πλούσια κεντήματα.
Ντιζλίκα ή τιζλίκα. Ποδιά την οποία φορούσαν πάνω από τον τζογά και είχε διάφορες ονομασίες... ανάλογα με το είδος του υφάσματος, τις: τσογαϊόντας ντιζλίκα (κεντητή με διάφορα σχέδια), υφαντή ντιζλίκα (υφαντή στον αργαλειό), η νταμάσου, η σατένια, η χατζιά, ποδιά, με άσπρο χασεδένο ύφασμα, με νταντέλα στις άκρες και κεντημένη με διάφορα σχέδια.
Γούνα. Φυσικά για τις οικονομικά καλοστεκούμενους. Μακρύ παλτό από τσόχα ή άλλο, καλής ποιότητας, μάλλινο ύφασμα, φορμαρισμένο ολόκληρο με γούνα αλεπούς ή άλλου ζώου.
Φεσάκι. Φοριότανε με τις γιορτινές φορεσιές. Είχε μια πλούσια μακριά χρυσή φούντα, που κρεμόταν στον ώμο.
Ο γιασμάς--yasmak ή καλύπτρα προσώπου. Το μαντήλι τις κεφαλής, το οποίο φορούσαν απαραίτητα οι γυναίκες και το έδεναν μάλιστα με τρόπο περίτεχνο, αφού πρώτα έβαζαν «τοκά» στα μαλλιά και ανασήκωναν την κορυφή. Για τις οικονομικά ευκατάστατες ήταν αραχνοΰφαντο ύφασμα, μπιμπιλωμένο με λουλουδάκια και μικρές πούλιες ολόγυρα, σκούρο φυσικά για τις γυναίκες και ανοιχτόχρωμο για τα κορίτσια. Αυτό το μαντήλι κάλυπτε όλο το μέτωπο, το λαιμό και τις ώμους τις γυναίκας. Οι νέες το στόλιζαν με πούλιες.
Το αλ. Λεπτό κόκκινο μαντίλι για τις νιόπαντρες κυράδες, που το κατέβαζαν και σκέπαζαν το πρόσωπό τις σε ή με κάθε αντρική συνάντηση.
Ζώνη ή ταραμπουλούς. Με ζεντιφενέδες ή ασημένιες τόκες...
Το σάλι. Πολυτελέστατο τετράγωνο υφαντό ύφασμα, πάντοτε χρωματιστό, με μεγάλα κρόσσια στις άκρες. Το σάλι και τον γιαζμά, το φορούσαν διπλωμένο διαγώνια σε τρόπο που η μια γωνία να πέφτει πίσω στη ράχη και οι δυο να περνούν σταυρωτά κάτω από το σαγόνι και να δένονται στην κορυφή του κεφαλιού.
Το ντουβάχ. Μάλλινο χρωματιστό κεφαλομάντηλο τετραγωνικού μέτρου για τις ηλικιωμένες.
Κάλτσες γενικά. Δηλαδή: «μπουέρτσα», «ποδόρτ’», «ντολάχια», που τις έπλεκαν οι κυράδες με τις τσίπρες.
Τα τερλίκια. Δηλαδή κοντές πλεγμένες με χοντρό νήμα κάλτσες για μέσα στο σπίτι.
Τα ναλίνια. Ξυλένια παπούτσια με στενό πέτσινο λουρί για να κρατιούνται στο πόδι.
Τα σηπτιρίκ. Ξώφτερνες πέτσινες παντούφλες
Τα γαλότσια. Παπούτσια με πατωσιά ξύλινη ή λαστιχένια για να μη μπαίνει η υγρασία στα πόδια.
Τα καλίκια. Μισοπάπουτσα ανοιχτά στο πίσω μέρος
Γαλτσήνια. Κάλτσα πλεχτή, με λαιμό ή χωρίς λαιμό, που τη φορούσαν επάνω στην κάλτσα και έμπαινε στο υπόδημα για να κρατά ζεστό το πόδι.
Σορόφτ'- σορόφτια. Για τις εύπορες κυρίες. Χειρόκτια (γάντια) φτιαγμένα στις βιοτεχνίες των αστικών κέντρων και φερμένα ως δώρα από τους οικονομικούς μετανάστες, συζύγους, αρραβωνιαστικούς, αδελφούς.
Γκερντανούχ. Σειρές από γνήσια φλουριά ή ψεύτικα, ακόμα και από κόκκινο τενεκέ.
Η γκουξουλούκα. Στολίδι αποτελούμενο από τρία στενά κομμάτια τσόχας ενωμένα-δυο κόκκινα και ένα πράσινο ή δυο πράσινα και ένα κόκκινο, που έπιαναν το στήθος, ανέβαιναν ως το λαιμό και κούμπωναν στο πίσω μέρος.
Το σατσλούχ. Στενή περίτεχνη τσόχινη λουρίδα πάνω στην οποία ήταν αραδιασμένα φλουριά ασημένια ή χρυσά, αλλά και γρόσια., την οποία χρησιμοποιούσαν για το δέσιμο των πλεξούδων.
Τεπελίκ- tepelik» ή τακάς. Χαμηλό φεσάκι σχήματος κώνου, που στην κορφή έφερε μκρό ασημένιο ημισφαιρικό δίσκο.
Παρατήρηση
Σημαντικό στοιχείο της γυναικείας προβολής και εκτίμησης ήταν και το...μαλλί. Ο τρόπος που το χτένιζαν, η χωρίστρα, η δημιουργία πλεξούδας ή πλεξούδων, το στρίψιμό του... το μπόλιασμα με κλωστές κ.τ.λ. Η συνηθέστερη μορφή —παρουσίαση ήταν αυτή των δυο πλεξούδων, αλλά και πολλών μικρών κοτσίδων που τις ονόμαζαν φιτίλια..., με ενσωματωμένες μεταξωτές κλωστές - όπως ερμπισίμ-«irbisim» και με καρφωμένο στο πάνω μέρος το σασλούχ-«sacli», δηλαδή μιας στενής τσόχινης λωρίδας.
Και κάτι για την ιδιαίτερή του πατρίδα, συγγραφική αδεία, από τα χειρόγραφα — κείμενα του λογίου Πέτρου Καρφόπουλου, που γεννήθηκε, έζησε, εργάσθηκε ως δάσκαλος εκεί
«...Αι δε Μαλακοπήτισσαι γυναίκες έφερον τας μεν καθημερινάς ημέρας εντερί εκ βαμβακωτού υφάσματος ποικιλόχρωμου με ψιλόν στρώμα βάμβακος έσωθεν της φόδρας, περιστήθιον (κοσλίκα) εξαρτώμενον εκ του τραχήλου, ποδιάν (τιζλίκα) από της οσφύος μέχρι αστραγάλου και ζώνην, έξωθεν δε κοντόν επενδυτήν (φέρμενε) εκ τσόχας πεποικιλ-μένον κατά περιφέρειαν δια μεταξωτής επεξεργασίας. Επί δε της κεφαλής κρήδεμνον (φακιόλι) λεγόμενον γιασμά, γεμενί ή σαλ, καλύπτον την κεφαλήν πλην του προσώπου και κατερχόμενον εκατέρωθεν των παρειών εις τον λαιμόν, περιστρεφόμενων έπειτα των άκρων αντιθέτως προς την κορυφήν και προσδενομένων δι' απλής θηλειάς.
Εσωτερικώς δε υποκάμισσον, ζουπούναν και εσώβρακον με σκέλη μακρά απολήγοντα εις τα λεγόμενα πατσάδια, ήτοι κράσπεδα, αποτελούμενα εκ τεμαχίων λαμπρού υφάσματος διήκοντος εις ύψος 25-30 εκατοστόμετρων. Εις τους πόδας εφόρουν τσοράπια και υποδήματα, παντούφλες ή κουντούρες, εν καιρώ δε εργασίας εις τους βραχίονας τα επιμάνικα (κολτζάκγια).
Τας Κυριακάς καθώς και τας εορτάς έφερον πλούσιας αμφιέσεις. Και τα μεν εντεριά κατεσκευάζοντο ή εκ τσόχας οπότε ωνομάζοντο δολαμά μη διχοτούμενα κατά τας πλευράς, πεποικιλμένα δια κεντημάτων χρυσών ή αργυρών (σίρμα) ή μεταξωτών (πουκμέ), ως και η ποδιά και το περιστήθιον εκ του ιδίου υφάσματος, ή εκ πολυτελών μεταξωτών, λινών ή μάλλινων υφασμάτων ονομαζόμενα εκ του ονόματος τούτων σεφαϊρ, κουμάς, κουντί, σαλικί, με ζώνην μεταξωτή...
Εις την κεφαλήν φακιόλια με δαντελλωτά κοσμήματα (μπιμπίλα) εκ μετάξης ή σίρματος. Εις την βάσιν του λαιμού έφερον ως κόσμημα περιδέραιον αργυρούν ή επίχρυσον (γερταννήκ) με φλωρία ανηρτημένα από των άκρων, και άλυσιν ανηρτημένην από των ώμων εις πολλάς σειράς με πολλά μεγάλα και μικρά φλωρία και σταυρόν χρυσούν.
Φλωρία έφερον και εις το μέτωπον ερραμμένα επί τεμαχίου τσόχας (καγιμά) προσδενομένου όπισθεν της κεφαλής. Την δε κόμην είχον ερριμμένην επί ράχεως εις πολλάς πλεξίδας (φιτίλια) συνενουμένας δι' αργυράς αλύσεως ή μετάξινης ταινίας φερούσης κατά μήκος αργυρά κέρματα και φλωρία (σατσλήκ). Εις τα ώτα έφερον ενώτια (κουπέδια) εκ φλωρίων, εις δε τους βραχίονας βραχιόλια (βλεχέρια) εξ αργυρού επεξειργασμένου και εις τους δακτύλους πολλά δακτυλίδια χρυσά, αργυρά ή και κοινά...»
Κώστας Νίγδελης
Φιλόλογος-Συγγραφέας
Πηγή φωτογραφιών:http://karamanlidika.gr/oi-foresies-ths-kappadokias/
Επί πλέον η εξέλιξη του πολιτισμού, κατά τη διάρκεια του οποίου διαμορφώθηκε ο τύπος και η χρήση, καθόρισε και τις εξελίξεις της ενδυμασίας - φορεσιάς, ανάλογα με το χαρακτήρα και το ρυθμό που ταιριάζει σε κάθε κοινωνία. Με τους ιερούς άγραφους νόμους, τα ήθη και τα έθιμα, να είναι προσδιοριστικά και δεσμευτικά για την αισθητική έκφραση.
Δηλαδή, πολύ απλά, το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον όχι μόνο καθορίζει, αλλά και δεσμεύει.
Τέλος η αισθητική αντίληψη της ομάδας, δίνει τη κλίμακα εξέλιξης μέσα στην οποία κινείται το άτομο -γυναίκα, ενώ η έμφυτη τάση της για διακόσμηση, δίνει την ιδιαίτερη έκφραση, λάμψη που τη χαρακτηρίζει.
«Οι νύφες του Ικονίου». Αρχείο Κώστα Φασσέα, καθηγητή του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών |
Το ένδυμα ειδικότερα στην Καππαδοκία
Οι ενδυματολογικές συνήθειες των χριστιανών κατοίκων της Καππαδοκίας ήταν ένα κράμα- αποτέλεσμα πολλών παραγόντων που είχαν σχέση με τις κλιματολογικές συνθήκες, του συγχρωτισμού με το μουσουλμανικό στοιχείο, αλλά και τις αρχέγονες παραδόσεις. Σε τέτοιο μάλιστα σημείο, που τουλάχιστον έως και το τέλος του 19ου αιώνα, ήταν περίπου όμοιες μεταξύ των δυο μεγάλων κοινωνικών- θρησκευτικών ομάδων, με απειροελάχιστες διαφορές, μεταξύ των οποίων ήταν το φέσι και η απαγόρευση χρησιμοποίησης του σαρικιού από πλευράς χριστιανών.
Μόνο κατά το τέλος του αιώνα και τις αρχές του 20ου άρχισαν να εισάγονται δειλά-δειλά κάποιοι νεωτερισμοί, από πλευράς κυρίως των οικονομικών μεταναστών. Αυτοί ζώντας στις μεγαλουπόλεις της επικράτειας έβλεπαν τις νέες συνθήκες ζωής και σε τούτο τον τομέα και φρόντιζαν να τον οικειοποιηθούν, αλλά και να τον μεταφέρουν στους δικούς τους. Βεβαίως το κύμα των αντιδράσεων ήταν μεγάλο.
Από τον ειρωνικό τρόπο αντιμετώπισής τους, αρχικά, τις φωνές μετά, έως και τις απαγορεύσεις με επιτίμια, από πλευράς των ιθυνόντων θρησκευτικών αλλά και πολιτικών αρχών, για «το ξερίζωμα της φυλής από τους Φράγκους».
Για την ιστορία παραθέτουμε αυτούσιο τμήμα ενός αξιοπρόσεκτου και πάρα πολύ χαρακτηριστικού κειμένου, που αφορούσε την ενδυμασία των γυναικών. Με τη υπενθύμιση πως ήταν τουλάχιστον υποχρεωτικές οι σχετικές του διατάξεις...
«Κανονισμός συνταχθείς παρά της αυτόθι Σχολικής Εφορίας, περί των ηθών και εθίμων της εν επαρχία Ικονίου χώρας ημών Ζήλλης τω 1897 τη 10η Σεπτεμβρίου
Περί ενδυμασίας
Αρθρον α' Απαγορεύονται οι σχιστούρες, «τιλίκια», να μην γίνωσι περίπου από ήμισυν πήχην.
Αρθρον β' Τα φλωρία εις το μέτωπον να τα φορέσωσι, τα δε περιδέραια, «Κερτάνια», να γίνωσι μόνον μιαν σειράν υποκάτω εις τους πόδας του Κερτανιού.
Αρθρον γ΄ Απαγορεύονται τα φλωρία με αλυσίδας υποκάτω εις το κερτάνι και τα κοντά με αλυσίδας και τα μακριά με αλυσίδας.
Αρθρον δ' Ο σταυρός όστις γίνεται εις τον αρραβώνα να έχει μόνον τρία φλωριά υποκάτω του και όχι άλλο τίποτε, ει μη μόνος σκέτος με μιαν μόνο αλυσίδα.
Αρθρον ε' Απαγορεύεται αυστηρώς το χρυσόν «σύρμα», το να τίθεται εις τα «Κιογισνολούκια» και «προστέλας» και εις άλλα τινα ενδύματα. Τούτο και προ πολλών ετών απηγορεύθη.
Παραδοσιακή ενδυμασία |
Πληροφορίες για τις ενδυματολογικες συνήθειες
Τώρα εμείς από την πλευρά μας καταθέτουμε όσες πληροφορίες συλλέξαμε για τις ενδυματολογικές συνήθειες των κατοίκων του χώρου από τους δικούς μας ανθρώπους και την υπάρχουσα βιβλιογραφία. Με μια - δυο βασικές επισημάνσεις.
-Πως είναι σχεδόν όμοιες παντού και με απειροελάχιστες αποκλίσεις.
-Πως ήταν λίγες, απλές, ευκολόχρηστες και ήταν δυο κατηγοριών. α- τα επιβλήματα, δηλαδή αυτά τα οποία φορούσαν, β- τα περιβλήματα, δηλαδή αυτά που έριχναν επάνω τους.
Τα της γυναικός...λοιπόν
*Το τουμάνι-«Tuman» (Σύλλατα) ή «Κιομλέκι» (Προκόπι) ή «βρατσί» (Μιστί) ή πατσάϊα ή βρακί ή βρακίν ή συντρόφι. Ασπρο βαμβακερό σώβρακο (εσώρουχο) που έφτανε μέχρι το γόνατο κεντημένο με δαντέλα τριγύρω.
*Η βαμπακού ή κοτσούπα. Ειδικό γυναικείο χειμερινό κυρίως εσώρουχο, ντυμένο εσωτερινά με μπόλικο βαμπάκι.
*Η βρακοζώνα. Η ζώνη της βράκας.
*Το μετ’ ή πουκάμισο. Καμωμένο από απλό μονόχρωμο ύφασμα με μακριά μανίκια ... έφτανε μέχρι και τον αστράγαλο... Το φορούσαν κατάσαρκα.
*Το ιμάτι. Άσπρο βαμβακερό, φαρδύ και μακρύ ένδυμα, που έφτανε μέχρι το γόνατο.
*Χιρκάς ή ζιπούνα-«zibin» ή χουρχά-«hirka» ή κιρλίκ-«kirlik». Το φορούσαν κυρίως πάνω από το κιομλέκι στη βαρυχειμωνιά Αποτελούνταν από μια στρώση βαμβακιού ραμμένη ανάμεσα στο τσόχινο ύφασμα και τη φόδρα.
*Το ζιμπίνι ή ουσλούτς. Κοντό μάλλινο ιμάτιο που το φορούσαν δεύτερο κατά τη διάρκεια του χειμώνα.
*Χηρχάδια ή χηρκάς ή πάμπουκλου. Σαν τη ζιπούνα με μάλλινο ύφασμα σκούρου χρώματος. Είχε γιακά στενό και στητό. Τσέπες δεξιά-αριστερά, με προορισμό να κρατά ζεστό το σώμα.
*Το Σαλβάρι-«salbar», (φαρδύ παντελόνι) Το γνωστό κυλινδροειδές τσουβάλι, χωρίς καβάλο, με δυο οπές κάτω που σουρώνουν και δένουν πάνω ή κάτω από τους αστράγαλους. Στη μέση έδενε με σούρα και βρακοζώνα... Τα καλύτερα υφάσματα για την κατασκευή του ήταν το «τιμικάτο» και το «κουμάς».
*Το εντερί ή ενταρί-«entari» ή σεϊτερί Ρόμπα από σκούρο βαμμένο βαμβακερό ύφασμα που τη φορούσαν πάνω από το ιμάτι και μέχρι το μέσον του σαλβαριού. Τούτο το ένδυμα είχε δυο σχισίματα στα πλάγια μέχρι τη μέση και ήταν αρκετά φαρδιά με τρία ή τέσσερα κουμπιά μπροστά.
Παρατήρηση
Γενικά έχουν καταγραφεί οι εξής παραλλαγές: μπιλικά ντα εντεριέ...με κόκκινο και μπλε χρωματισμό, τσιφτελούϊα εντεριέ...με μπλέ και άσπρο, τα απλά με κόκκινο και άσπρο.
*Το ντολαμά- εντερί. Όπως το ανωτέρω περιγραφόμενο ένδυμα, όμως φτιαγμένο με τσόχα καλής ποιότητας και στολισμένο περιμετρικά με τα «καϊτάνια».
Γυναίκες με την παραδοσιακή επίσημη ένδυση της Καππαδοκίας. Φωτογραφία: diasporic.org |
*Το εντερί γιαράσογλου Με σταμπαρισμένες ρίγες...
*Η σάλτα-«salta».Κοντό σακάκι που δεν κούμπωνε, στολισμένο με κεντήματα και μπορντούρες.
*Σελίκ- «sellik». Τσόχινο γiλέκο κεντημένο. Κάλυπτε λαιμό, στήθος και έδενε στη μέση.
*Η μπροστέλα ή ιγκιλίκ. Βαρύτιμο ένδυμα που φοριότανε στα πανηγύρια και τους γάμους. Τσόχινη ποδιά που έδενε στη μέση με κορδονάκια. Σε μεγάλη ποικιλία χρωμάτων και ανάλογη με την ηλικία της γυναίκας.
Δηλαδή απλές και σκούρες για τις ηλικιωμένες Συλλατινές και πολύχρωμες, κεντητές, για τις νέες.
*O τσιπές- «cuppe». Ποδήρες τσόχινο φόρεμα που έφερε βραχίονα στα παράφτερα, λεπτοδουλεμένα με χρυσό γαϊτάνι ή ασημένιο μπρισίμι με πλούσια κεντήματα.
Ντιζλίκα ή τιζλίκα. Ποδιά την οποία φορούσαν πάνω από τον τζογά και είχε διάφορες ονομασίες... ανάλογα με το είδος του υφάσματος, τις: τσογαϊόντας ντιζλίκα (κεντητή με διάφορα σχέδια), υφαντή ντιζλίκα (υφαντή στον αργαλειό), η νταμάσου, η σατένια, η χατζιά, ποδιά, με άσπρο χασεδένο ύφασμα, με νταντέλα στις άκρες και κεντημένη με διάφορα σχέδια.
Γούνα. Φυσικά για τις οικονομικά καλοστεκούμενους. Μακρύ παλτό από τσόχα ή άλλο, καλής ποιότητας, μάλλινο ύφασμα, φορμαρισμένο ολόκληρο με γούνα αλεπούς ή άλλου ζώου.
Φεσάκι. Φοριότανε με τις γιορτινές φορεσιές. Είχε μια πλούσια μακριά χρυσή φούντα, που κρεμόταν στον ώμο.
Ο γιασμάς--yasmak ή καλύπτρα προσώπου. Το μαντήλι τις κεφαλής, το οποίο φορούσαν απαραίτητα οι γυναίκες και το έδεναν μάλιστα με τρόπο περίτεχνο, αφού πρώτα έβαζαν «τοκά» στα μαλλιά και ανασήκωναν την κορυφή. Για τις οικονομικά ευκατάστατες ήταν αραχνοΰφαντο ύφασμα, μπιμπιλωμένο με λουλουδάκια και μικρές πούλιες ολόγυρα, σκούρο φυσικά για τις γυναίκες και ανοιχτόχρωμο για τα κορίτσια. Αυτό το μαντήλι κάλυπτε όλο το μέτωπο, το λαιμό και τις ώμους τις γυναίκας. Οι νέες το στόλιζαν με πούλιες.
Το αλ. Λεπτό κόκκινο μαντίλι για τις νιόπαντρες κυράδες, που το κατέβαζαν και σκέπαζαν το πρόσωπό τις σε ή με κάθε αντρική συνάντηση.
Ζώνη ή ταραμπουλούς. Με ζεντιφενέδες ή ασημένιες τόκες...
Το σάλι. Πολυτελέστατο τετράγωνο υφαντό ύφασμα, πάντοτε χρωματιστό, με μεγάλα κρόσσια στις άκρες. Το σάλι και τον γιαζμά, το φορούσαν διπλωμένο διαγώνια σε τρόπο που η μια γωνία να πέφτει πίσω στη ράχη και οι δυο να περνούν σταυρωτά κάτω από το σαγόνι και να δένονται στην κορυφή του κεφαλιού.
Το ντουβάχ. Μάλλινο χρωματιστό κεφαλομάντηλο τετραγωνικού μέτρου για τις ηλικιωμένες.
Κορίτσια από το Γκέλβερι φορώντας τις παραδοσιακές φορεσιές που λέγονται τσουχάδες. Φωτογραφία: Θέατρο «Δόρα Στράτου». |
Κάλτσες γενικά. Δηλαδή: «μπουέρτσα», «ποδόρτ’», «ντολάχια», που τις έπλεκαν οι κυράδες με τις τσίπρες.
Τα τερλίκια. Δηλαδή κοντές πλεγμένες με χοντρό νήμα κάλτσες για μέσα στο σπίτι.
Τα ναλίνια. Ξυλένια παπούτσια με στενό πέτσινο λουρί για να κρατιούνται στο πόδι.
Τα σηπτιρίκ. Ξώφτερνες πέτσινες παντούφλες
Τα γαλότσια. Παπούτσια με πατωσιά ξύλινη ή λαστιχένια για να μη μπαίνει η υγρασία στα πόδια.
Τα καλίκια. Μισοπάπουτσα ανοιχτά στο πίσω μέρος
Γαλτσήνια. Κάλτσα πλεχτή, με λαιμό ή χωρίς λαιμό, που τη φορούσαν επάνω στην κάλτσα και έμπαινε στο υπόδημα για να κρατά ζεστό το πόδι.
Σορόφτ'- σορόφτια. Για τις εύπορες κυρίες. Χειρόκτια (γάντια) φτιαγμένα στις βιοτεχνίες των αστικών κέντρων και φερμένα ως δώρα από τους οικονομικούς μετανάστες, συζύγους, αρραβωνιαστικούς, αδελφούς.
Βεβαίως η γυναικεία περιβολή, εκτός από τις βαρύτιμες φορεσιές, πάντοτε συμπληρωνόταν και με άλλα στολίδια, που, εκτός από τη σχετική ομορφιά, προσέδιδαν και μια δυναμική στην κάτοχο τέτοιων αντικειμένων. Στολίδια απλά, έως και περίτεχνα, που στόλιζαν λαιμούς και κεφαλή γυναικών και κοριτσιών. Χρυσός, άφθονος χρυσός, αλλά και ασήμι... Χρυσές λίρες, πεντόλιρα, κρεμίτσια (αυστριακά), ναπολεόνια, κοκοράκια, μονά ή δυο-δυο, σειρές ολόκληρες...
Αλλα συμπληρώματα της γυναικείας αμφίεσης της Καππαδοκίας:
Σκουλαρίκια ή κουπέδια. Γνωστά από αρχαιοτάτων χρόνων, που τα φορούσαν με τη γνωστή διαδικασία. Τρυπούσαν λοιπόν τον λοβό των μικρών κοριτσιών για να περάσουν, στο αρχικό στάδιο, ένα μικρό αγκίστρι μ’ ένα φλουρί ή άλλο χρυσό αντικείμενο που το λέγανε «κουπέ».
Βραχιόλια. Όλων των ειδών, μεγεθών και ποιοτήτων.
Η γκουξουλούκα. Στολίδι αποτελούμενο από τρία στενά κομμάτια τσόχας ενωμένα-δυο κόκκινα και ένα πράσινο ή δυο πράσινα και ένα κόκκινο, που έπιαναν το στήθος, ανέβαιναν ως το λαιμό και κούμπωναν στο πίσω μέρος.
Το σατσλούχ. Στενή περίτεχνη τσόχινη λουρίδα πάνω στην οποία ήταν αραδιασμένα φλουριά ασημένια ή χρυσά, αλλά και γρόσια., την οποία χρησιμοποιούσαν για το δέσιμο των πλεξούδων.
Τεπελίκ- tepelik» ή τακάς. Χαμηλό φεσάκι σχήματος κώνου, που στην κορφή έφερε μκρό ασημένιο ημισφαιρικό δίσκο.
Κορίτσια της Σινασσού χορεύουν Συρτό. Φωτογραφία: Θέατρο «Δόρα Στράτου» |
Παρατήρηση
Σημαντικό στοιχείο της γυναικείας προβολής και εκτίμησης ήταν και το...μαλλί. Ο τρόπος που το χτένιζαν, η χωρίστρα, η δημιουργία πλεξούδας ή πλεξούδων, το στρίψιμό του... το μπόλιασμα με κλωστές κ.τ.λ. Η συνηθέστερη μορφή —παρουσίαση ήταν αυτή των δυο πλεξούδων, αλλά και πολλών μικρών κοτσίδων που τις ονόμαζαν φιτίλια..., με ενσωματωμένες μεταξωτές κλωστές - όπως ερμπισίμ-«irbisim» και με καρφωμένο στο πάνω μέρος το σασλούχ-«sacli», δηλαδή μιας στενής τσόχινης λωρίδας.
Και κάτι για την ιδιαίτερή του πατρίδα, συγγραφική αδεία, από τα χειρόγραφα — κείμενα του λογίου Πέτρου Καρφόπουλου, που γεννήθηκε, έζησε, εργάσθηκε ως δάσκαλος εκεί
«...Αι δε Μαλακοπήτισσαι γυναίκες έφερον τας μεν καθημερινάς ημέρας εντερί εκ βαμβακωτού υφάσματος ποικιλόχρωμου με ψιλόν στρώμα βάμβακος έσωθεν της φόδρας, περιστήθιον (κοσλίκα) εξαρτώμενον εκ του τραχήλου, ποδιάν (τιζλίκα) από της οσφύος μέχρι αστραγάλου και ζώνην, έξωθεν δε κοντόν επενδυτήν (φέρμενε) εκ τσόχας πεποικιλ-μένον κατά περιφέρειαν δια μεταξωτής επεξεργασίας. Επί δε της κεφαλής κρήδεμνον (φακιόλι) λεγόμενον γιασμά, γεμενί ή σαλ, καλύπτον την κεφαλήν πλην του προσώπου και κατερχόμενον εκατέρωθεν των παρειών εις τον λαιμόν, περιστρεφόμενων έπειτα των άκρων αντιθέτως προς την κορυφήν και προσδενομένων δι' απλής θηλειάς.
Εσωτερικώς δε υποκάμισσον, ζουπούναν και εσώβρακον με σκέλη μακρά απολήγοντα εις τα λεγόμενα πατσάδια, ήτοι κράσπεδα, αποτελούμενα εκ τεμαχίων λαμπρού υφάσματος διήκοντος εις ύψος 25-30 εκατοστόμετρων. Εις τους πόδας εφόρουν τσοράπια και υποδήματα, παντούφλες ή κουντούρες, εν καιρώ δε εργασίας εις τους βραχίονας τα επιμάνικα (κολτζάκγια).
Τας Κυριακάς καθώς και τας εορτάς έφερον πλούσιας αμφιέσεις. Και τα μεν εντεριά κατεσκευάζοντο ή εκ τσόχας οπότε ωνομάζοντο δολαμά μη διχοτούμενα κατά τας πλευράς, πεποικιλμένα δια κεντημάτων χρυσών ή αργυρών (σίρμα) ή μεταξωτών (πουκμέ), ως και η ποδιά και το περιστήθιον εκ του ιδίου υφάσματος, ή εκ πολυτελών μεταξωτών, λινών ή μάλλινων υφασμάτων ονομαζόμενα εκ του ονόματος τούτων σεφαϊρ, κουμάς, κουντί, σαλικί, με ζώνην μεταξωτή...
Εις την κεφαλήν φακιόλια με δαντελλωτά κοσμήματα (μπιμπίλα) εκ μετάξης ή σίρματος. Εις την βάσιν του λαιμού έφερον ως κόσμημα περιδέραιον αργυρούν ή επίχρυσον (γερταννήκ) με φλωρία ανηρτημένα από των άκρων, και άλυσιν ανηρτημένην από των ώμων εις πολλάς σειράς με πολλά μεγάλα και μικρά φλωρία και σταυρόν χρυσούν.
Φλωρία έφερον και εις το μέτωπον ερραμμένα επί τεμαχίου τσόχας (καγιμά) προσδενομένου όπισθεν της κεφαλής. Την δε κόμην είχον ερριμμένην επί ράχεως εις πολλάς πλεξίδας (φιτίλια) συνενουμένας δι' αργυράς αλύσεως ή μετάξινης ταινίας φερούσης κατά μήκος αργυρά κέρματα και φλωρία (σατσλήκ). Εις τα ώτα έφερον ενώτια (κουπέδια) εκ φλωρίων, εις δε τους βραχίονας βραχιόλια (βλεχέρια) εξ αργυρού επεξειργασμένου και εις τους δακτύλους πολλά δακτυλίδια χρυσά, αργυρά ή και κοινά...»
Κώστας Νίγδελης
Φιλόλογος-Συγγραφέας
Πηγή φωτογραφιών:http://karamanlidika.gr/oi-foresies-ths-kappadokias/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου