Για να διατηρηθεί στη γραπτή
της μορφή η ποντιακή διάλεκτος δεν αρκεί μόνον απλώς να γράφεται, αλλά να
γράφεται με απόλυτη εφαρμογή των κανόνων της γραμματικής και του συντακτικού
της, όπως την διατύπωσαν ο Άνθιμος Παπαδόπουλος και ο Στάθης Αθανασιάδης —
Γεροστάθης στη «Γραμματική της ποντιακής διαλέκτου», στο «Λεξικό» και στο
«Συντακτικό» της.
Κάθε άτομο, που θα χρησιμοποιεί στο εξής ως εκφραστικό του
όργανο την ποντιακή διάλεκτο, αν είναι ευσυνείδητο και την αγαπάει πραγματικά, θα πρέπει να
εφαρμόζει πιστά τους γραμματικούς κανόνες της από τις σχετικές μελέτες του
Στάθη Αθανασιάδη — Γεροστάθη, που την έγραψε — κατά γραπτή ομολογία του — με
βάση τη «Γραμματική» του Αχιλλέα Τζαρτζάνου. Χωρίς αυτό το βασικό βοήθημα, σωστή ποντιακή
διάλεκτος δεν μπορεί να υπάρξει, όσο καλός γνώστης των ποντιακών κι αν είναι
αυτός που γράφει.
Το «Συντακτικό» του Στάθη Αθανασιάδη — Γεροστάθη
εκδόθηκε το 1977, μετά από πολλούς δισταγμούς του
συγγραφέα του για το τόλμημά του και ύστερα από ενδελεχή, επιμελή και επίμονη,
μελέτη αρκετών σχετικών πηγών. Δυστυχώς, οι Πόντιοι που γράφουν, ή αγνοούν
εντελώς την ύπαρξη του «Συντακτικού» του Στάθη Αθανασιάδη — Γεροστάθη και τη «Γραμματική» του Άνθιμου Παπαδόπουλου, ή, κι αν πληροφορήθηκαν για την ύπαρξή τους, δεν γνωρίζουν τον τρόπο ή αποφεύγουν να τα χρησιμοποιήσουν, να τα μελετήσουν, να μάθουν τους κανόνες της ποντιακής, και μετά να γράψουν. Οι περισσότεροι σύγχρονοι Πόντιοι συγγραφείς, εξαιτίας αυτής της έλλειψης, μοιάζουν με τους στρατιώτες που μπαίνουν στη μάχη άοπλοι, ή με τους χτίστες που ανεβαίνουν στη σκαλωσιά, χωρίς μυστρί και πηλοφόρι. Κοντά, όμως, στη γραμματική και το συντακτικό, απαραίτητο είναι, μάλλον, και ένα σύντομο λεξικό της ποντιακής διαλέκτου, βγαλμένο μέσα από παλαιότερα, αλλά και από σύγχρονα λογοτεχνικά κείμενα.
Υπάρχουν στην ποντιακή διάλεκτο γλωσσικά στοιχεία, που προέρχονται από τα ιδιώματά
της των διαφόρων περιοχών του Πόντου, όπως π. χ. το «γουνουσεύω» (μιλώ), το «τσ’ έν’ αγούτος» (ποιος είναι αυτός), που θα πρέπει, μάλλον, να μην χρησιμοποιούνται στη λογοτεχνία των Ποντίων, για να αποκτήσει η διάλεκτος μια κανονικότητα, αλλά κυρίως ομοιογένεια, έτσι ώστε να μπορούν να τη χρησιμοποιούν και να την καταλαβαίνουν όλοι. Αξίζει να μην χαθεί η ποντιακή διάλεκτος, γιατί διαθέτει σαφήνεια, κυριολεξία, παραφθαρ-μένες μεν αλλά πολύ γλαφυρές και όμορφες στο άκουσμά τους αρχαιοελληνικές λέξεις, δάνειες και αντιδάνειες λέξεις από άλλες γλώσσες, που απέκτησαν, με το πέρασμα του χρόνου, γραμματικά χαρακτηριστικά της, που δέθηκαν απόλυτα και αρμονικά μαζί της.
Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή κατά τη χρήση στοιχείων της νεοελληνικής δημοτικής, της καθαρεύουσας, ή και ξένων λέξεων, που έχουν μπει στην ποντιακή διάλεκτο και χρησιμοποιούνται χωρίς να ταιριάζουν, πολλές φορές, με την όλη δομή της ποντιακής ή και χωρίς να έχουν τον τύπο που ταιριάζει σε αυτήν, χωρίς να τοποθετούνται οι μη ποντιακές λέξεις στη σωστή θέση μέσα στο κείμενο.
Δεν είναι αρκετό να γράφει κανείς τη διάλεκτο, όπως τη μιλάνε οι Πόντιοι. Σήμερα, και πάντα, χρειάζονται κάποιες λέξεις και εκφράσεις, παρμένες από αλλού — βασικά από τη νεοελληνική — για να διατυπωθούν έννοιες ή να ονομαστούν αντικείμενα, που δεν υπήρχαν πριν και που πρέπει να μπουν στον λόγο, όχι πλέον παραφθαρμένα, όπως γινόταν παλαιότερα ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους, αλλά, ίσως, εντελώς αναλλοίωτα, πάντοτε, όμως, με κανονική αναλογία σε σχέση με τα υπόλοιπα στοιχεία της ποντιακής. Π. χ., όταν ένας λογοτέχνης, που γράφει στην ποντιακή, βάζει στην πλοκή του έργου του έναν μη Πόντιο ήρωα, θα πρέπει να βάζει στο στόμα του λέξεις της γλώσσας που εκείνος μιλάει — σε μια κανονική, πάντοτε, αναλογία με το υπόλοιπο ποντιακό κείμενο — και όχι να τον υποχρεώνει, όπως έκαναν παλαιότερα, να εκφράζεται και αυτός στην ποντιακή. Τότε θα είναι περισσότερο χρωματισμένος ένας διάλογος, όταν αποφεύγετε η επίπεδη παράθεση διαλογικών μερών. Όταν προτιμάται πολυεπίπεδη έκφραση, αυτή δίνει χρώμα στον διάλογο. Ένας Τούρκος ή ένας Αρμένιος δεν θα παρουσιάζονται να μιλάνε ποντιακά ούτε, βέβαια, και τουρκικά ή αρμενικά — όπως κάνουν μερικοί — αλλά θα μιλάνε τη νεοελληνικά, για να αποτυπώνεται, ακριβώς, στον διάλογο η διαφορά από την ποντιακή.
Ο ποντιακός γραπτός λόγος υπάρχει από τα τέλη του 19ου αιώνα, από τον Σάββα Ιω-αννίδη, τον Ιωάννη Παρχαρίδη και τον Περικλή Τριανταφυλλίδη, από τότε που διέσωζαν, γραπτά, παραμύθια, διηγήσεις, τραγούδια, στην ποντιακή διάλεκτο. Από τότε- από το 1860, περίπου — έχουν περάσει (το έτος 2010) εκατόν πενήντα χρόνια και όμως, παρά την πληθώρα των Ποντίων συγγραφέων, που χρησιμοποίησαν την ποντιακή διάλεκτο, πολύ λίγοι απέκτησαν την ανάλογη γνώση της διαλέκτου και έγραψαν, όμως, και πάλι με πολλά λάθη.
Πανος Καϊσίδης
Δημοσιογράφος - Συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου