«Ρίγος κυριεύει και αλλόκοτες αναμνήσεις κατακλύζουν όποιον
περνάει από αυτά τα μέρη, τις πόλεις με τα γκρεμισμένα τείχη και τους
σωριασμένους πύργους τους, από τα οποία άφθονο και ένδοξο ελληνικό και
χριστιανικό αίμα χύθηκε και πότισε το γύρω έδαφος».
Τα παραπάνω σημειώνει ο
Σάββας Ιωαννίδης «Ιστορία και στατιστική
Τραπεζούντος και της περί ταύτην χώρας ως και τα περί της ενταύθα ελληνικής
γλώσσης», εν Κωνσταντινουπόλει 1870 (επανέκδοση Αδελφών Κυριακίδη, σε μετάφραση
Αριστείδη Κεσόπουλου, 1988 ).
Η Αμάσεια, που είναι χτισμένη μέσα σε ένα φαράγγι,
επικοινωνεί με τις γύρω πεδινές περιοχές με τρεις κοιλάδες, οι οποίες αποτελούν
ένα είδος φυσικών πυλών, που συμπλήρωναν την οχύρωσή της ανάμεσα στα βουνά. Ο
Σάββας Ιωαννίδης αναφέρει ότι και η
περιτείχισή της αναπλήρωνε καλά τη φυσική οχύρωση της Αμάσειας.
Αμάσεια. |
Τα τρία φαράγγια, ανάμεσα στα απόκρημνα βουνά, σχηματίζουν
ένα τρίγωνο. Χωρίζονται μεταξύ τους από τον ποταμό Ίρη (Γεσίλ Ιρμάκ). Από τις
δυο μεριές του ποταμού είναι χτισμένη η Αμάσεια. Στις πιο ψηλές κορυφές των
βουνών είναι χτισμένες οι δύο ακροπόλεις, η μία πιο ψηλά από την άλλη. Οι δύο
ακροπόλεις συνδέονται με το τείχος της πόλης. Το κάτω τείχος προχωρεί κατά
μήκος του ποταμού, από το ένα τμήμα στο άλλο. Στο κέντρο των δύο τμημάτων
υπάρχουν ερείπια θεάτρου, του οποίου σώζονται οι θέσεις των θεατών. Δίπλα στο
θέατρο υπάρχουν κάποια ερείπια του ανάκτορου και κοντά του ένας ναός. Πιο πίσω
ήταν τα λουτρά. Κοντά στον βωμό του θεάτρου υπάρχουν ίχνη πολύ αρχαίου ναού. Οι
τάφοι των βασιλέων βρίσκονται επάνω από τις δύο πλευρές του θεάτρου, λαξευμένοι
μέσα στους βράχους.
Ο Σάββας Ιωαννίδης
αναφέρει ότι ολόκληρη η περιτειχισμένη πόλη της Αμάσειας, που αρχίζει από τα
δύο κέρατα του ποταμού και φτάνει ως την κορυφή του βουνού, που έχει ύψος 300
ποδών (γύρω στα 92 μέτρα), σχηματίζει τρίγωνο, το κέντρο του οποίου είναι
αδιάβατος βράχος, γιατί καταστράφηκαν τα σκαλοπάτια και οι υπόγειοι δρόμοι, με
τους οποίους επικοινωνούσε η κάτω Αμάσεια με τις ακροπόλεις. Στις ακροπόλεις το
έδαφος είναι ομαλό, σε διαφορετικά επίπεδα, όμως. Έχει, δηλαδή αναβαθμούς. Τα
σπίτια που υπήρχαν στις ακροπόλεις, στην εποχή του Σάββα Ιωαννίδη (γύρω στο
1860) ήταν ερειπωμένα. Κατοικούνταν μέχρι πριν από το 1860 περίπου.
Τα τείχη του τρίγωνου γύρω από τον Ίρη ποταμό είναι πολύπλοκα, πράγμα που φανερώνει ότι χτίστηκαν
σε διάφορες εποχές. Σώζονται κατά ένα μεγάλο μέρος, χωρίς, όμως, τις διάφορες
επιγραφές, που αφαιρέθηκαν από αρχαιοκάπηλους ή καταστράφηκαν. Έτσι, δεν
υπάρχει κανένα καλλιτέχνημα επάνω στις ακροπόλεις. Έμεινε μόνον η όμορφη
πανοραμική θέα προς την πόλη, τον ποταμό και τις πεδιάδες από τις δύο πλευρές
της Αμάσειας.
Από το κέντρο της Αμάσειας και νοτιοδυτικά, στον δρόμο προς
τα Κόμανα, τα Ζήλα και τη Σεβάστεια υπάρχουν αρκετά αρχαία κτίρια. Στα μεγάλα
τους υπόγεια, που τα ονόμαζαν μητροπόλεις, υπήρχαν νεκροταφεία με ωραιότατους
σαρκοφάγους, και όπως αναφέρει ο Σάββας Ιωαννίδης, στα νεκροταφεία αυτά συνέχιζαν να θάβουν τους νεκρούς τους και οι
μουσουλμάνοι, χωρίς να χαλάνε τους χριστιανικούς τάφους, τους οποίους σέβονταν
και άναβαν σε αυτούς λαμπάδες ή και τους θυμιάτιζαν.
Αμάσεια |
Η Αργυρουπολίτισσα συγγραφέας Ευδοκία Επέογλου- Μπακαλάκη
γράφει για τα κάστρα της Αμάσειας στο ομώνυμο βιβλίο της (Εκδόσεις Αφοί
Κυριακίδη):
«... Εκείνο όμως που συγκινούσε κι εντυπωσίαζε ιδιαίτερα τους Έλληνες της Αμάσειας ήταν τα περήφανα
απομεινάρια απ’ τα κάστρα, ψηλά στο φρύδι του βουνού της αρχαίας πόλης, που τα
είχε κανείς μπρος στα μάτια του όπου κι αν πήγαινε, κι ήταν σίγουρος γι’ αυτά
που έβλεπε.
Σωζόταν σε αρκετή έκταση το τείχος με τις κατ’ αποστάσεις γκρεμισμένες
επάλξεις του, που κατέληγαν στους δύο πύργους. Οι κάτοικοι πίστευαν ότι στ’
αρχαία χρόνια η κάτω πόλη επικοινωνούσε με τους πύργους και γενικά με τα κάστρα
με υπόγειους δρόμους και απ’ έξω με σκαλοπάτια σκαλισμένα σε απότομο βράχο. Όσα
έλεγαν οι Αμασειαλήδες για τους υπόγειους δρόμους και όσα έπλαθαν με τη
φαντασία, έκαναν πιο πλούσια και πιο γοητευτική την παράδοση. Πάντως τα
χαλασμένα ίχνη απ’ τα σκαλοπάτια, ήταν ακόμα ορατά στα χρόνια μας. Κανείς όμως
δεν τα εμπιστευόταν γι' ανάβαση. Άλλωστε τα τελευταία χρόνια κανένας Έλληνας
δεν τολμούσε ν’ ανεβεί εκεί πάνω απ’ τον φόβο των Τούρκων. Ωστόσο, γύρω στα
1919 είχα την τύχη, οχτώ χρονών παιδί, να
περπατήσω πάνω σ’ αυτά τα δυσκολοπρόσιτα κάστρα.
Πάνος Καϊσίδης
Δημοσιογράφος- Συγγραφέας
Πάνος Καϊσίδης
Δημοσιογράφος- Συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου