Από το 1880 και μετά, οι νεότεροι συλλέκτες
λαογραφικού υλικού, (ανάμεσά τους ο Ιωάννης Αθαν. Παρχαρίδης και ο Δημοσθένης
Ηλ. Οικονομίδης), δεν κάνουν καμία προσπάθεια να αποδείξουν την ελληνικότητά
τους, αφού αυτή δεν αμφισβητείται, πλέον, μετά το αυταπόδεικτο που προήλθε από
την ανακάλυψη και δημοσίευση του τραγουδιού του Ακρίτα από τον Λεγκράν.
Ο Ιωάννης Αθ. Παρχαρίδης υπέβαλε το 1880 στον γλωσσικό διαγωνισμό του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινούπολης τη μελέτη του «Γραμματική της διαλέκτου Τραπεζούντος», για την οποία βραβεύτηκε.
Ο Δημοσθένης Ηλ. Οικονομίδης κατέθεσε, το 1887, στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστήμιου της Λειψίας (Γερμανία) τη διδακτορική του διατριβή, με τίτλο «Φωνητική της ποντιακής» ( Lautlehre des Pontischen) και βραβεύτηκε από το ίδρυμα «Γκέοργκ Κούρτιους»
Ο Σάββας Ιωαννίδης και λίγοι ακόμη από τους Πόντιους συλλέκτες λαογραφικού υλικού δικαιολογούνται, που ταυτίζουν τις δικές τους ιδιαιτερότητες με των υπόλοιπων Ελλήνων, όταν σκεφτεί κανείς ότι προσπάθειά τους ήταν να αποδείξουν την ελληνική συνέχεια στον Πόντο και να καταρρίψουν εκείνες τις απόψεις (ευτυχώς λίγων), που αμφισβητούσαν την ελληνικότητα των Ποντίων, πράγμα που ξεπεράστηκε μόνον μετά το 1960, οπότε και οι Πόντιοι, μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες, γηγενείς και πρόσφυγες, μπήκαν στο κοινό χωνευτήρι και η μοναδική διάκρισή τους είναι, τα τελεταία χρόνια, η επιμονή κάποιων ομάδων του Ελληνισμού στην υπογράμμιση της διαφορετικότητάς τους, μέσα από φορείς τους, που δραστηριοποιήθηκαν έντονα, ιδίως μετά την πτώση της χούντας το 1974.
Κριτική στον Σάββα Ιωαννίδη έκανε και ο φιλόλογος Γεώργιος Σουμελίδης, ο οποίος έγραψε: «Ο Τριανταφυλλίδης και ο Ιωαννίδης είναι οι πρώτοι οι οποίοι σπουδαίως ησχολήθησαν με τα άσματα του Πόντου και κατέστησαν αυτά γνωστά εις τον φιλολογικόν κόσμον. Αλλά (…) η γλωσσική απόδοσις των κειμένων πολλάκις (ιδία παρά του Σ. Ιωαννίδη) είναι πλημμελής. Αι Παραλλαγαί είναι ατελείς, έχουν χάσματα ή προσθήκας από άλλα άσματα και η ερμηνεία ή λείπει ή δεν είναι πάντοτε εύστοχος» («Ακριτικά Άσματα» στο «Αρχείον Πόντου», Α΄τόμος, 1928).
Πάνος Καϊσίδης
Δημοσιογράφος- Συγγραφέας
Ο Ιωάννης Αθ. Παρχαρίδης υπέβαλε το 1880 στον γλωσσικό διαγωνισμό του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινούπολης τη μελέτη του «Γραμματική της διαλέκτου Τραπεζούντος», για την οποία βραβεύτηκε.
Ο Δημοσθένης Ηλ. Οικονομίδης κατέθεσε, το 1887, στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστήμιου της Λειψίας (Γερμανία) τη διδακτορική του διατριβή, με τίτλο «Φωνητική της ποντιακής» ( Lautlehre des Pontischen) και βραβεύτηκε από το ίδρυμα «Γκέοργκ Κούρτιους»
Ο Σάββας Ιωαννίδης και λίγοι ακόμη από τους Πόντιους συλλέκτες λαογραφικού υλικού δικαιολογούνται, που ταυτίζουν τις δικές τους ιδιαιτερότητες με των υπόλοιπων Ελλήνων, όταν σκεφτεί κανείς ότι προσπάθειά τους ήταν να αποδείξουν την ελληνική συνέχεια στον Πόντο και να καταρρίψουν εκείνες τις απόψεις (ευτυχώς λίγων), που αμφισβητούσαν την ελληνικότητα των Ποντίων, πράγμα που ξεπεράστηκε μόνον μετά το 1960, οπότε και οι Πόντιοι, μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες, γηγενείς και πρόσφυγες, μπήκαν στο κοινό χωνευτήρι και η μοναδική διάκρισή τους είναι, τα τελεταία χρόνια, η επιμονή κάποιων ομάδων του Ελληνισμού στην υπογράμμιση της διαφορετικότητάς τους, μέσα από φορείς τους, που δραστηριοποιήθηκαν έντονα, ιδίως μετά την πτώση της χούντας το 1974.
Κριτική στον Σάββα Ιωαννίδη έκανε και ο φιλόλογος Γεώργιος Σουμελίδης, ο οποίος έγραψε: «Ο Τριανταφυλλίδης και ο Ιωαννίδης είναι οι πρώτοι οι οποίοι σπουδαίως ησχολήθησαν με τα άσματα του Πόντου και κατέστησαν αυτά γνωστά εις τον φιλολογικόν κόσμον. Αλλά (…) η γλωσσική απόδοσις των κειμένων πολλάκις (ιδία παρά του Σ. Ιωαννίδη) είναι πλημμελής. Αι Παραλλαγαί είναι ατελείς, έχουν χάσματα ή προσθήκας από άλλα άσματα και η ερμηνεία ή λείπει ή δεν είναι πάντοτε εύστοχος» («Ακριτικά Άσματα» στο «Αρχείον Πόντου», Α΄τόμος, 1928).
Πάνος Καϊσίδης
Δημοσιογράφος- Συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου