Οι Πόντιοι λογοτέχνες της Νότιας Ρωσίας ανέλαβαν το δύσκολο έργο να στηρίξουν τη λογοτεχνία τους στην ποντιακή παράδοση, που ήταν η εθνική τους πραγματικότητα, και να προτείνουν το κήρυγμα του κομμουνισμού, που ήταν, ως πολιτικό ιδεολογικό κίνημα, άγνωστο στον απλό Πόντιο και φαινομενικά ασυμβίβαστο με τη συντηρητική του ζωή και απατηλά, άσχετο με αυτήν.
Υπάρχει το τυπολογικό μέρος της γλώσσας και το πνεύμα της.
Το πνεύμα της μπορεί να διαφέρει, κάπως, από την τυπολογία της. Π. χ. μπορεί το τυπολογικό της γλώσσας να γέρνει προς την πλευρά της καθαρεύουσας, αλλά το πνεύμα της να έχει δημοτικό χαρακτήρα.
Είναι δυνατόν να πιθανολογηθεί ότι οι στιχοπλόκοι που συγκεντρώνονταν στην Τραπεζούντα κατά τον 14ο αιώνα, για να διαγωνιστούν, είχαν ήδη αποκτήσει ποντιακή συνείδηση, αφού άρχισαν να αισθάνονται εθνικά ως Έλληνες — και όχι Βυζαντινοί — από τον 13ο αιώνα.
Η λογοτεχνία των Ποντίων, η διαλεκτική, κυρίως στη Νότια Ρωσία, και η γραμμένη στη δημοτική, στον μικρασιατικό Πόντο και τη Νότια Ρωσία, παρέμεινε άπλαστη, χωρίς συγκεκριμένη μορφή, μέχρι τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα. Απέκτησε κάποια μορφή μετά το 1910 στον Πόντο και μετά το 1917 στη Νότια Ρωσία. Μπαίνουν ως ορόσημα αυτές οι δύο χρονολογίες, γιατί συμπίπτουν με την όξυνση του δημοτικιστικού ζητήματος στην Ελλάδα και τις πρώτες νίκες των δημοτικιστών, και με την κομμουνιστική επανάσταση στη Ρωσία, που προκάλεσε την ανατροπή πολλών αξιών της συντηρητικής παράταξης.
Αλλά τις δύο αυτές χρονολογίες σηματοδοτεί — και αυτό είναι πολύ σημαντικό — η εμφάνιση των περιοδικών «Επιθεώρησις» και «Πόντος» στον μικρασιατικό Πόντο, και «Φιλολογική Δράσις» στο Βατούμ — και τα τρία περιοδικά εκδόθηκαν το 1910 και έκλεισαν το 1911 - η «Φιλολογική Δράσις» αποτελούσε μηνιαίο παράρτημα της εφημερίδας «Εθνική Δράσις» του (και) θεατρικού συγγραφέα Φίλιππου Φιλιππίδη, με συντάκτη της «Φιλολογικής Δράσεως» τον Αχιλλέα Δημητριάδη.
Μετά το 1917 εμφανίστηκαν στη Νότια Ρωσία και τη Γεωργία αρκετές εφημερίδες, που δημοσίευαν λογοτεχνήματα και απόψεις για τη λογοτεχνία, που παρουσιάζονταν, γενικά, ως φιλολογικά θέματα. Τέτοιες εφημερίδες ήταν: «Χαραυγή» του Νίκου Αναστασιάδη στο Βατούμ το 1917, «Μόρφωσις» του Κοσμά Σπυράντη και «Νέα Ζωή» του Γιάννη Πασαλίδη, το 1918 στο Σοχούμ, «Ελεύθερος Πόντος» του Θεοφύλακτου το 1919 στο Βατούμ, οι εφημερίδες με τίτλο «Κομμουνιστής» στο Νοβοροσίσκι, στο Σότσι, στο Βατούμ, στο Ροστόβ του Δον το 1921, «Αλήθεια» στο Κρασνοντάρ, το 1924«, Σπάρτακος».
Αργότερα, μετά το 1930, δημοσίευαν λογοτεχνικά — εκείνοι τα έλεγαν πάντα φιλολογικά - κείμενα εφημερίδες, όπως ο «Κολεχτιβιστής», ο «Κόκκινος Καπνάς», «Κομμουνιστής» του Σοχούμ κ. ά., όπως και τα περιοδικά «Νέος Μαχητής», «Πιονέρος» κ. ά.
Η απόκτηση συγκεκριμένης μορφής από τη λογοτεχνία των Ποντίων, και στον Πόντο και στη Νότια Ρωσία, εμποδίστηκε από τη μεγάλη σύγχυση που επικρατούσε στο ζήτημα της γλώσσας.
Έλειψε εκείνος ο φιλόλογος, που θα επωμιζόταν όλο το βάρος της προσπάθειας για ενιαία γλωσσική έκφραση. Βέβαια, έγιναν μερικά συνέδρια στη Νότια Ρωσία, στα οποία βασικό θέμα ήταν η γλώσσα, αλλά στα συνέδρια αυτά στάθηκε αδύνατο να βρεθεί κάποια συγκεκριμένη λύση.
Η προσπάθεια που έγινε στη Σοβιετική Ένωση από τους Πόντιους λογοτέχνες για την καθιέρωση της ποντιακής διαλέκτου στα σχολεία και τη λογοτεχνία, θα μπορούσε να συνεχιστεί, να είναι καθοριστικότερη και να έχει αποδώσει σημαντικούς καρπούς, αν δεν την είχε διακόψει εντελώς βίαια ο σταλινισμός, που καταδίωξε και εξόντωσε τους φορείς — αγνούς κομμουνιστές — εκείνου του κινήματος στη Νότια Ρωσία και τη Γεωργία.
Στον μικρασιατικό Πόντο δεν έγινε ούτε ένα τέτοιο συνέδριο, εξαιτίας του ανελεύθερου τουρκικού καθεστώτος, αλλά και λόγω της συντηρητικότητας των λογίων.
Κάποιες προσωπικότητες, όπως ο Νίκος Καπετανίδης, ο Φίλων Κτενίδης, ο Χρήστος Συμβουλίδης κ. ά. στον Πόντο, και ο Κώστας Κανονίδης, ο Αλέξανδρος Ριόνης και ο Γιώργος Ερυθριάδης στη Νότια Ρωσία και οι λόγιοι του κύκλου των περιοδικών «Επιθεώρησις», «Πόντος» και «Φιλολογική Δράσις» των ετών 1910-1911, που προσπάθησαν να «φιλολογήσουν» και να δώσουν κατευθυντήριες γραμμές, απέτυχαν να γίνουν γνωστοί πλατύτερα.
Έτσι, οι προτάσεις τους και οι κατευθύνσεις που έδιναν, δεν έγινε δυνατόν να συζητηθούν, να προκαλέσουν αντίθετες ή συμφωνητικές απόψεις και να καταλήξει το ζήτημα της γλώσσας σε κάτι σταθερό. Η σύγχυση παρέμεινε και το πρόβλημα δεν λύθηκε ούτε στην Ελλάδα, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1922 — 1923.
Δεν θα μπορούσε, ίσως, να ισχυριστεί κάποιος με βεβαιότητα ότι αν δεν αδιαφορούσαν για την ποντιακή διάλεκτο οι αρκετά ισχυροί καθαρευουσιάνοι του μικρασιατικού Πόντου, θα ενισχυόταν αυτομάτως η διάλεκτος, που μιλιόταν, τότε, από το σύνολο των Ποντίων. Πάντως, αν γράφονταν λογοτεχνικά έργα στην ποντιακή διάλεκτο, θα άντεχε αυτή οπωσδήποτε καλύτερα στις πιέσεις που δεχόταν από την καθαρεύουσα — ιδιαιτέρως στο σχολείο - και από την κοινή νεοελληνική, στην επικοινωνία με τους ελλαδίτες.
Πάνος Καϊσίδης
Δημοσιογράφος- Συγγραφέας
Υπάρχει το τυπολογικό μέρος της γλώσσας και το πνεύμα της.
Το πνεύμα της μπορεί να διαφέρει, κάπως, από την τυπολογία της. Π. χ. μπορεί το τυπολογικό της γλώσσας να γέρνει προς την πλευρά της καθαρεύουσας, αλλά το πνεύμα της να έχει δημοτικό χαρακτήρα.
Είναι δυνατόν να πιθανολογηθεί ότι οι στιχοπλόκοι που συγκεντρώνονταν στην Τραπεζούντα κατά τον 14ο αιώνα, για να διαγωνιστούν, είχαν ήδη αποκτήσει ποντιακή συνείδηση, αφού άρχισαν να αισθάνονται εθνικά ως Έλληνες — και όχι Βυζαντινοί — από τον 13ο αιώνα.
Η λογοτεχνία των Ποντίων, η διαλεκτική, κυρίως στη Νότια Ρωσία, και η γραμμένη στη δημοτική, στον μικρασιατικό Πόντο και τη Νότια Ρωσία, παρέμεινε άπλαστη, χωρίς συγκεκριμένη μορφή, μέχρι τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα. Απέκτησε κάποια μορφή μετά το 1910 στον Πόντο και μετά το 1917 στη Νότια Ρωσία. Μπαίνουν ως ορόσημα αυτές οι δύο χρονολογίες, γιατί συμπίπτουν με την όξυνση του δημοτικιστικού ζητήματος στην Ελλάδα και τις πρώτες νίκες των δημοτικιστών, και με την κομμουνιστική επανάσταση στη Ρωσία, που προκάλεσε την ανατροπή πολλών αξιών της συντηρητικής παράταξης.
Αλλά τις δύο αυτές χρονολογίες σηματοδοτεί — και αυτό είναι πολύ σημαντικό — η εμφάνιση των περιοδικών «Επιθεώρησις» και «Πόντος» στον μικρασιατικό Πόντο, και «Φιλολογική Δράσις» στο Βατούμ — και τα τρία περιοδικά εκδόθηκαν το 1910 και έκλεισαν το 1911 - η «Φιλολογική Δράσις» αποτελούσε μηνιαίο παράρτημα της εφημερίδας «Εθνική Δράσις» του (και) θεατρικού συγγραφέα Φίλιππου Φιλιππίδη, με συντάκτη της «Φιλολογικής Δράσεως» τον Αχιλλέα Δημητριάδη.
Μετά το 1917 εμφανίστηκαν στη Νότια Ρωσία και τη Γεωργία αρκετές εφημερίδες, που δημοσίευαν λογοτεχνήματα και απόψεις για τη λογοτεχνία, που παρουσιάζονταν, γενικά, ως φιλολογικά θέματα. Τέτοιες εφημερίδες ήταν: «Χαραυγή» του Νίκου Αναστασιάδη στο Βατούμ το 1917, «Μόρφωσις» του Κοσμά Σπυράντη και «Νέα Ζωή» του Γιάννη Πασαλίδη, το 1918 στο Σοχούμ, «Ελεύθερος Πόντος» του Θεοφύλακτου το 1919 στο Βατούμ, οι εφημερίδες με τίτλο «Κομμουνιστής» στο Νοβοροσίσκι, στο Σότσι, στο Βατούμ, στο Ροστόβ του Δον το 1921, «Αλήθεια» στο Κρασνοντάρ, το 1924«, Σπάρτακος».
Αργότερα, μετά το 1930, δημοσίευαν λογοτεχνικά — εκείνοι τα έλεγαν πάντα φιλολογικά - κείμενα εφημερίδες, όπως ο «Κολεχτιβιστής», ο «Κόκκινος Καπνάς», «Κομμουνιστής» του Σοχούμ κ. ά., όπως και τα περιοδικά «Νέος Μαχητής», «Πιονέρος» κ. ά.
Η απόκτηση συγκεκριμένης μορφής από τη λογοτεχνία των Ποντίων, και στον Πόντο και στη Νότια Ρωσία, εμποδίστηκε από τη μεγάλη σύγχυση που επικρατούσε στο ζήτημα της γλώσσας.
Έλειψε εκείνος ο φιλόλογος, που θα επωμιζόταν όλο το βάρος της προσπάθειας για ενιαία γλωσσική έκφραση. Βέβαια, έγιναν μερικά συνέδρια στη Νότια Ρωσία, στα οποία βασικό θέμα ήταν η γλώσσα, αλλά στα συνέδρια αυτά στάθηκε αδύνατο να βρεθεί κάποια συγκεκριμένη λύση.
Η προσπάθεια που έγινε στη Σοβιετική Ένωση από τους Πόντιους λογοτέχνες για την καθιέρωση της ποντιακής διαλέκτου στα σχολεία και τη λογοτεχνία, θα μπορούσε να συνεχιστεί, να είναι καθοριστικότερη και να έχει αποδώσει σημαντικούς καρπούς, αν δεν την είχε διακόψει εντελώς βίαια ο σταλινισμός, που καταδίωξε και εξόντωσε τους φορείς — αγνούς κομμουνιστές — εκείνου του κινήματος στη Νότια Ρωσία και τη Γεωργία.
Στον μικρασιατικό Πόντο δεν έγινε ούτε ένα τέτοιο συνέδριο, εξαιτίας του ανελεύθερου τουρκικού καθεστώτος, αλλά και λόγω της συντηρητικότητας των λογίων.
Κάποιες προσωπικότητες, όπως ο Νίκος Καπετανίδης, ο Φίλων Κτενίδης, ο Χρήστος Συμβουλίδης κ. ά. στον Πόντο, και ο Κώστας Κανονίδης, ο Αλέξανδρος Ριόνης και ο Γιώργος Ερυθριάδης στη Νότια Ρωσία και οι λόγιοι του κύκλου των περιοδικών «Επιθεώρησις», «Πόντος» και «Φιλολογική Δράσις» των ετών 1910-1911, που προσπάθησαν να «φιλολογήσουν» και να δώσουν κατευθυντήριες γραμμές, απέτυχαν να γίνουν γνωστοί πλατύτερα.
Έτσι, οι προτάσεις τους και οι κατευθύνσεις που έδιναν, δεν έγινε δυνατόν να συζητηθούν, να προκαλέσουν αντίθετες ή συμφωνητικές απόψεις και να καταλήξει το ζήτημα της γλώσσας σε κάτι σταθερό. Η σύγχυση παρέμεινε και το πρόβλημα δεν λύθηκε ούτε στην Ελλάδα, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1922 — 1923.
Δεν θα μπορούσε, ίσως, να ισχυριστεί κάποιος με βεβαιότητα ότι αν δεν αδιαφορούσαν για την ποντιακή διάλεκτο οι αρκετά ισχυροί καθαρευουσιάνοι του μικρασιατικού Πόντου, θα ενισχυόταν αυτομάτως η διάλεκτος, που μιλιόταν, τότε, από το σύνολο των Ποντίων. Πάντως, αν γράφονταν λογοτεχνικά έργα στην ποντιακή διάλεκτο, θα άντεχε αυτή οπωσδήποτε καλύτερα στις πιέσεις που δεχόταν από την καθαρεύουσα — ιδιαιτέρως στο σχολείο - και από την κοινή νεοελληνική, στην επικοινωνία με τους ελλαδίτες.
Πάνος Καϊσίδης
Δημοσιογράφος- Συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου