Η αλιεία στον Πόντο.

Κυριακή 11 Ιουνίου 2017

Χαψία ξαν, χαψία- και ντ' έμορφα μαϊ' ρεύ άτα- η θεία μ' Ευδοξία.
Με τη γνωστή αυτή επωδό εκφράζεται η νοσταλγία των Ποντίων για τα εύγευστα χαψία και το εξαίρετο μαγείρεμά τους. Μέχρι σήμερα (1981) δεν έχει γραφτεί καμιά γενική ή συγκεντρωτική μελέτη ή και μονογραφία για την αλιεία και τον αλιευτικό βίο, γενικά, του Πόντου.
Σκόρπια και σποραδικά θα βρεθούν σε έργα, σε μελέτες, σε λαογραφικές συλλογές, στοιχεία ή αναφορές στο θέμα αυτό. Το αντικείμενο είναι μεγάλο και δεν μπορεί να εξαντληθεί στα περιορισμένα χρονικά όρια της ανακοίνωσης αυτής, θα ασχοληθούμε περιληπτικά και με επισήμανση των κυριοτέρων επί μέρους θεμάτων.
Η αλιεία στον Πόντο έπεται — ακολουθεί από οικονομική σημασία και απασχόληση — των άλλων πρωτογενών παραγωγών, της γεωργίας και κτηνοτροφίας. «Εργασία αλλά και εισόδημα έφερνε στους ραγιάδες Έλληνες και η αλιεία στη Μαύρη θάλασσα», σημειώνει ο Οδυσσέας Λαμψίδης και προσθέτει: «Βέβαια δεν είχαν τα μέσα να ψαρεύουν είδη ψαριών περισσότερο αποδοτικά και ακριβά, τα χαψία όμως που ψάρευαν και σαν τροφή τους χρησίμευαν και σαν εισόδημα δεν ήταν τελείως ευκαταφρόνητα 1».
Η ευπάθεια των προϊόντων της αλιείας και η αδυναμία διατήρησής τους από έλλειψη ψυκτικών μέσων, η δυσχέρεια διακίνησης και εμπορίας τους λόγω των αρχέγονων μεταφορικών και συγκοινωνιακών μέσων ήταν οι βασικοί λόγοι της μη επαρκούς αξιοποίησης και εκμετάλλευσης του θαλάσσιου πλούτου.
Άλλος λόγος — βασικός κι αυτός — ήταν τα αρχέγονα μέσα αλίευσης. Με πυροφάνι από δαδιά παγίδευαν τα ψάρια. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ένα ανέκδοτο2:
Τριπολη 1890
Οι παλουχτζήδες (ψαράδες) της Τρίπολης ουντές έβγαιναν για τα χαψία είχαν την νύχταν ’ς σα καΐκια τουν μαουολάδες (μασιές) δαδία.
Πριν να σύρ’νε τα δίχτυα  ’ς σην θάλασσαν έφτηναν τα δαδία, εποίναν τρανόν φως κι αέτσ’ τα χαψία αμέσως ετοπλαέφκουνταν (μαζεύονταν) ολόγερα ’ς σα καΐκια και μετ' ατό τον τρόπον επίαναν πολλά χαψία. Αμα, ’ς σο περιγιάλ' δαδίν 'κ' εβρίουτον. Τα τεζία (πεύκα) ’ς σην ανεφορίαν έσαν κι απ’ εκεί εκατήβαιναν τα δαδία.
Έναν ημέραν εκατήβαν ανοφερέτ’ (βουνήσιοι) γατουρτζήδες (αγωγιάτες) με τα γομάρα τουν (φορτία τους) δαδία, να πουλούν ατα και ν’ αγοράζ’νε χαψία. Oι παλουκτζήδες εσούμωσαν ατ’ς κ’ ερωτούν:
-Πόσον δί’τεν (δίνετε) τα δαδία;
-Όσον δί’τεν τα χαψία, πέρετεν και τα δαδία, είπεν ανεφορέτες.
Στα ποτάμια χρησιμοποιούσαν τα αλιευτικά καλάθια για να πιάσουν τις πέστροφες και τα σαζάνια. Τα τοποθετούσαν τα βράδια στους καταρράκτες και κυρίως στους καταρράκτες των νερόμυλων (’ς σο χάρχ’) και τα πρωινά μάζευαν τη σοδειά.
Δεν ήταν μόνον το γεγονός ότι το ένα τέταρτο, περίπου, των ορίων του Πόντου περιβρέχονταν από τη Μαύρη Θάλασσα και ότι είχε επιπλέον τα μεγάλα ποτάμια του (Άλυς, Ίρις, Λύκος, Θερμώδοντας, Ακαμψις, Χαρσιώτης, Μυλοπόταμος κ. ά.), αλλά ήταν και η ποικιλία, η αφθονία και η ποιότητα των αλιευμάτων: από τον οξύρυγχο, με το μαύρο χαβιάρι, ως το ταπεινό αλλά εξαιρετικής ποιότητας χαψί.
 Το δημοφιλέστερο και πλατιάς κατανάλωσης ψάρι στον Πόντο ήταν το χαψί. Η λέξη χαψί — παρά τα αντιθέτως λεγόμενα και ισχυριζόμενα ότι δήθεν είναι τουρκική (hamsi) ή άγνωστης ξενικής καταγωγής3 — είναι ελληνική, όπως απέδειξε, με ανακοίνωσή του στην Ακαδημία Αθηνών το 1973, ο γλωσσολόγος καθηγητής σε πανεπιστήμιο των ΗΠΑ Δημ. I. Γεωργακάς. Ο τύπος χαμψίν (με μ) είναι μεταγενέστερος. Περισσότερα από 22 παράγωγα και σύνθετα απαντώνται στην ποντιακή διάλεκτο.4
Το χαψί είναι ένα είδος γαύρου που δεν υπάρχει στις ελληνικές θάλασσες. Έχει μια ιδιαίτερη γεύση και νοστιμιά και είναι επιδεκτικό παστώματος. Μαγειρευόταν με ποικίλους τρόπους.
Η ποσότητα της αλίευσης ξεπερνούσε πολλές φορές την κατανάλωση για διατροφή και το πλεόνασμα το πουλούσαν σε ευτελείς τιμές ή το έδιναν δωρεάν για λίπασμα των χωραφιών. Είναι γνωστή η περιεκτικότητα των ψαριών, κυρίως σε φώσφορο.
Αξιοσημείωτη είναι η ομαδική εργασία, η αργατία, από γυναίκες, για το κούλισμα, δηλαδή to καθάρισμα των κορμιών των χαψιών από τα κεφάλια τους. Τέτοιες ομαδικές εργασίες γίνονται και στις μέρες μας με τη μεταφύτευση των καπνόφυτων, το ξεφύλλισμα των καλαμποκιών κ. ά.
Στα Σούρμενα, κατά τη διάρκεια της ομαδικής εργασίας, τραγουδούσαν το παρακάτω τραγούδι για τα χαψιά και τη μάνα τους:

—Μάννα, επίασανε με —Μη φοβάσαι, καλά έν’.
—Μάννα, έβαλανε με σο καΐκ’, —Μη φοβάσαι, καλό έν’.
—Μάννα, έβγαλανε με οξουκά, —Μη φοβάσαι, καλά έν'
—Μάννα, επούλησαν με —Μη φοβάσαι, καλό έν’.
—Μάννα, έβαλανε με σο καλάθ'—Μη φοβάσαι, καλό έν’.
—Μάννα, έφερανε με σο σπίτ’ -Μη φοβάσαι, καλό έν'.
—Μάννα, εκούλησανε με—Μη φοβάσαι, καλό έν’,
—Μάννα, εσέγκανεμε σο τηγάν’, —Μη φοβάσαι, καλά έν'
-Μάννα, τρώγ’νε και στέκουνε, —Μη φοβάσαι, καλό έν'.
—Μάννα, έφαγανε με, —Μη φοβάσαι, καλό έν'.5

Μετά το καθάρισμα, έπλεναν τα χαψία και τα αλάτιζαν: με λίγο αλάτι, για ολιγοήμερη χρήση, τα έλεγαν μελίπαστα, και με πολύ αλάτι, τα πιο πολλά, για χρήση όλης της χρονιάς, τα λεγάμενα βαρύπαστα.


Αλέξανδρος Μ. Κοντοειδής,
 από το Γερακαριό Κιλκίς, είναι συνταξιούχος των ΟΤΑ και συγγραφέας. Τη μελέτη του «Η αλιεία στον Πόντο» την έκανε εισήγηση στο Α' Συμπόσιο Ποντιακής Λαογραφίας, στην Αθήνα, τον Ιούνιο του 1981.
Δημοσιεύτηκε στο «Αρχείον Πόντου» το 1984, στον 38ο τόμο







Σημειώσεις

1. Οδ. Λαμψίδου, Η Τουρκοκρατία στον Μικρασιατικό Πόντο. Μέρος Πρώτο (1461 — 1820), Αρχείον Πόντου 33 (1975-76) 193.

2. Ανανία Νικολαΐδη, Δαδία και χαψία (Ανέκδοτο Τραπεζούντος), Ποντιακή Εστία Δ ' τεύχος 5 (1953), 2052.

3. Νίκος Π. Ανδριώτης, Ετυμολογικό Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Θεσσαλονίκη 1967, σελ. 415. Άνθιμου Παπαδόπουλου, ιστορικόν Λεξικόν της Ποντικής Διαλέκτου, τόμος Β', Αθήναι 1961, σελ. 505.

4. Δημ. I. Γεωργακά, Οξύρυγχος και η ετυμολογία των διεθνών όρων caviar και botargo, Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, έτος 1973, τόμος 48, σελ. 182 και πιο αναλυτικά στο έργο του: Ichthyologikal terms for the sturgeon and etymology of the international terms botargo, caviar και συγγενή), Πραγματείαι της Ακαδημίας Αθηνών, τόμος 43 (1978), 261 — 277 και 325 — 327.

5. Ντίνου Σουρμένη, Το κούλισμα, Ποντιακά Φύλλα Α’, τεύχ. 1 (1936) 22-23.

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah