Μια μέρα του Ιούνη 1898 η μητέρα έκαμε τις ετοιμασίες της ν' ανέβει στα βουνά και να θερίσει ζουγούδ.
Το σκληρό αυτό χόρτο για να θεριστεί χρειαζόταν καιρό βροχερό και υγρό και δρεπάνια κοφτερά. Ένα πρωί λοιπόν η μητέρα φώναξε πολλές γειτόνισσες και μαζί της καμιά πενηνταριά θερίστριες ανεβήκανε στο βουνό. Τα πολλά αστεία των θεριστριών τις έκαναν να μη αισθανθούν την κούραση και μετά μια ώρα όλες οι θερίστριες ήσαν στο καθήκον τους. Μαύρισε ο πάνω του Κοβλακά λόφος από τις γυναίκες μας, που με γέλια και χαχανητά ήθελαν να φάνε το βουνό. Ο καιρός ήταν υγρός γιατί από προχτές έπεσε ψιλή βροχή διαπεραστική και επιπλέον η ομίχλη κάπου κάπου εμφανιζόταν και δεν επέτρεπε στον ήλιο να τις καβουρδίσει. Τα ακονισμένα δρεπάνια σφύριζαν σαν δαιμονισμένα στο έδαφος και γλιστρούσαν σα φίδια λαμπερά ανάμεσα στο σκληρό ζουγούδι.
Το απόγευμα έπεσε και μια βροχίτσα που τις έκανε μούσκεμα. Οι θερίστριες όμως τότε βρήκαν νέα ευκαιρία, διπλασίασαν την όρεξή τους και θέριζαν ακατάπαυστα, γοργά. Η μαμά έλεγε πως έκανε ουρσιάτ (ευκαιρία) για θέρισμα, γιατί με τη βροχή κόβεται εύκολα το ζουγούδ και τέτοιες ευκαιρίες δεν τις χάνουν εύκολα οι Σανταίες θερίστριες.
Κόντευε να βραδιάσει και οι γυναίκες θέριζαν, θέριζαν. Τέλος η μητέρα έδωσε το σύνθημα και ξεκίνησαν οι θερίστριες για το χωριό μουσκεμένες ως το κόκκαλο, μα κι ευχαριστημένες γιατί θέρισε η καθεμιά τους 49—50 οκάδες**ζουγούδ.
Το πρωί της άλλης μέρας 59-60 γυναίκες όλες φορτωμένες τα χαριάρια με τον ξύλινο τουρμούχο βρεθήκανε στη δουλειά. Αρχίσανε τότε να μαζέψουνε τα τσόρια τους (διπλές σειρές χόρτου) και να σχηματίσουνε χαρμάνια. Με τι κέφι μαζεύανε οι γυναίκες το ζουγούδ και στρώνανε τα χαρμάνια τους δεν περιγράφεται. Ο ήλιος θέρμαινε γλυκά, τα μικρά ρυάκια των οροπεδίων Κοβλακά και Σουλόχα μουρμούριζαν με τα καθάρια και κρυσταλλένια νερά τους και τότε οι θερίστριες με μια διαβολεμένη όρεξη καθίσανε να φάνε κοντά στο πολύ κρύο νερό της μοναδικής πηγής των οροπεδίων μας Ποζιρκιάν- σου, που βρίσκεται πάνω του Κοβλακά στο δημόσιο δρόμο.
Το σκληρό αυτό χόρτο για να θεριστεί χρειαζόταν καιρό βροχερό και υγρό και δρεπάνια κοφτερά. Ένα πρωί λοιπόν η μητέρα φώναξε πολλές γειτόνισσες και μαζί της καμιά πενηνταριά θερίστριες ανεβήκανε στο βουνό. Τα πολλά αστεία των θεριστριών τις έκαναν να μη αισθανθούν την κούραση και μετά μια ώρα όλες οι θερίστριες ήσαν στο καθήκον τους. Μαύρισε ο πάνω του Κοβλακά λόφος από τις γυναίκες μας, που με γέλια και χαχανητά ήθελαν να φάνε το βουνό. Ο καιρός ήταν υγρός γιατί από προχτές έπεσε ψιλή βροχή διαπεραστική και επιπλέον η ομίχλη κάπου κάπου εμφανιζόταν και δεν επέτρεπε στον ήλιο να τις καβουρδίσει. Τα ακονισμένα δρεπάνια σφύριζαν σαν δαιμονισμένα στο έδαφος και γλιστρούσαν σα φίδια λαμπερά ανάμεσα στο σκληρό ζουγούδι.
Σαντά: Ακόμαν αραέτσ' κουβαλούν τα ζουγούδια*. |
Κόντευε να βραδιάσει και οι γυναίκες θέριζαν, θέριζαν. Τέλος η μητέρα έδωσε το σύνθημα και ξεκίνησαν οι θερίστριες για το χωριό μουσκεμένες ως το κόκκαλο, μα κι ευχαριστημένες γιατί θέρισε η καθεμιά τους 49—50 οκάδες**ζουγούδ.
Το πρωί της άλλης μέρας 59-60 γυναίκες όλες φορτωμένες τα χαριάρια με τον ξύλινο τουρμούχο βρεθήκανε στη δουλειά. Αρχίσανε τότε να μαζέψουνε τα τσόρια τους (διπλές σειρές χόρτου) και να σχηματίσουνε χαρμάνια. Με τι κέφι μαζεύανε οι γυναίκες το ζουγούδ και στρώνανε τα χαρμάνια τους δεν περιγράφεται. Ο ήλιος θέρμαινε γλυκά, τα μικρά ρυάκια των οροπεδίων Κοβλακά και Σουλόχα μουρμούριζαν με τα καθάρια και κρυσταλλένια νερά τους και τότε οι θερίστριες με μια διαβολεμένη όρεξη καθίσανε να φάνε κοντά στο πολύ κρύο νερό της μοναδικής πηγής των οροπεδίων μας Ποζιρκιάν- σου, που βρίσκεται πάνω του Κοβλακά στο δημόσιο δρόμο.
Ήταν θαύμα ιδέσθαι η πηγή αυτή. Δεν ανάβλυζε απ’ τις πλαγιές του βουνού όπως όλες οι άλλες, μα ανάβλυζε απ’ την κορφή της βουνοσειράς Καζουκλή με νερό κρύσταλλο. Η πηγή αυτή έχει την ιστορία της. Απ' τα παλιά τα χρόνια ως το 1875, όταν φτιάχτηκε ο αμαξιτός δρόμος Τραπεζούντας- Ερζερούμ, η συγκοινωνία της Τραπεζούντας με το εσωτερικό της Μικρασίας γινόταν κατά τους μήνας του καλοκαιριού από το κερβάν γιολ της Σαντάς που περνούσε απ’ το Κιμισλή, το Καζουκλή, το Τάσκιοπρι , και από κει έφτανε στην Βαϊβούρτη. Ο δρόμος αυτός περνούσε κι από το Πεζιρκιάν- σου, απ’ όπου περνούσαν με τα καραβάνια τους οι έμποροι, τους οποίους έκανε όρεξη να κάτσουν και να φάνε εκεί. Επειδή Περσικά οι έμποροι λέγονταν πεζιρκιάν, ονομάστηκε και η πηγή Πεζιρκιάν- σου. Τότε όλα τα χάνια των Σανταίων που βρίσκονταν στο Τάσκιοπρι, στο Καζουκλή (τη Πόζονος το τικιάν) και στο Κιμισλή έκαναν χρυσές δουλειές.
Λοιπόν αφού όλες οι θερίστριες έφαγαν και ήπιαν από το Πεζιρκιάν- σου, πήγαν να βρουν τα χαρμάνια τους και να γυρίσουν τα χόρτα από την άλλη πλευρά για να ξεραθούν καλά. Αλήθεια μετά 2 ώρες ξεράθηκε το ζουγούδ και ήταν για αποθήκευση. Αμέσως οι γυναίκες βάλθηκαν να γεμίσουν τα χαριάρια τους με μια χάρη μοναδική. Ανέβαιναν και κατέβαιναν σαν πεταλούδες στα χαριάρια για να πατηθεί το χόρτο καλά και να χωρέσουν τα χαριάρια περισσότερες οκάδες χόρτο.
Τελευταία δεν μπόρεσαν να ικανοποιηθούν οι θερίστριες με το ποσό του χόρτου που χωρούσαν τα χαριάρια και τάρριξαν κατά γης, άνοιξαν ένα μακρύ και λεπτό σχοινάκι και πάνω σ’ αυτό μάζεψαν ζουγούδ απ’ όλες τις πλευρές, τούδωσαν σχήμα κυκλικό και το ονόμασαν πασλούκ (κεφάλι). Το χαριάρι έτσι φτιαγμένο ζύγιζε 40 περίπου οκάδες, μα τι θα ήταν ένα βάρος 40 οκάδων κοντά στις ζωηρές και ροδοκόκκινες γυναίκες της Σαντάς ;
Οικογένεια Μ. Νυμφόπουλου (ο γιος του Κώστας, η γυναίκα του Ελένη και η κόρη του Μαρία). Φωτο 1923 |
Πρώτη η μητέρα έδεσε το μεγάλο μας σχοινί στο χαριάρι και το πήρε στην πλάτη της. Την μιμήθηκαν κι όλες οι άλλες και μετά 10 λεπτά μαύρισε ο δρόμος προς τα Κρεπέγαδα από το πλήθος των θεριστριών. Κατά το απόγευμα που κατεβήκαμε στο χωριό, είδαμε τα εξής: Οι γυναίκες φορτωμένες τα χαριάρια τους διέσχιζαν την αγορά του χωριού, πολλά μικρά παιδιά χαϊδεμένα κολλούσανε στα ρούχα των φορτωμένων μανάδων τους, πάνω από 100 αγελάδες περνούσαν άπ’ τους κεντρικούς δρόμους του χωριού μουγκρίζοντας, 10 περίπου Τούρκοι αγωγιάτες πλημμύρισαν την αγορά με τα ζώα τους και με το εμπόρευμά τους, οι λίγοι άντρες του χωριού πηγαινοέρχονταν βιαστικοί και ψώνιζαν από τους Τούρκους αγωγιάτες πετρέλαιο, αλάτι κ.ά.
Οι καμπάνες σημαίναν τον εσπερινό και τρέχανε οι παπάδες με τους ψαλτάδες και την καλογριά Μαρία στην εκκλησία, οι φορτωμένες γυναίκες κατέβαζαν τα χαριάρια τους και τρέχανε βιαστικές με τα κότια (σ.σ. κοτ= μέτρο σιτηρών) και τα τσαντάγια για να ψωνίσουν κι αυτές κάτι από τους αγωγιάτες, και γενικά επικρατούσε τότε μια ασυνήθιστη κίνηση στην πλατεία του χωριού μας, λες κι ήταν το χωριό μας μια μεγαλούπολη.
Οι καμπάνες σημαίναν τον εσπερινό και τρέχανε οι παπάδες με τους ψαλτάδες και την καλογριά Μαρία στην εκκλησία, οι φορτωμένες γυναίκες κατέβαζαν τα χαριάρια τους και τρέχανε βιαστικές με τα κότια (σ.σ. κοτ= μέτρο σιτηρών) και τα τσαντάγια για να ψωνίσουν κι αυτές κάτι από τους αγωγιάτες, και γενικά επικρατούσε τότε μια ασυνήθιστη κίνηση στην πλατεία του χωριού μας, λες κι ήταν το χωριό μας μια μεγαλούπολη.
Εκπαιδευτικός
Ιστοριογράφος της Σαντάς
*ζουγούδια ή ζουούδια= χόρτα
κοντά βελονοειδή και σκληρά.
**Η οκά (Οθωμανικά اوقه, Τουρκικά okka),
ήταν Οθωμανική μονάδα μέτρησης μάζας. Ύστερα από την κατάρρευση της Οθωμανικής
αυτοκρατορίας, συνέχισε να χρησιμοποιείται στα κράτη που προέκυψαν από τη
διάλυσή της, συνήθως παράλληλα με τις μονάδες του μετρικού συστήματος. Η οκά
υποδιαιρούνταν σε 400 δράμια.
Η επίσημη κατάργηση όλων
των παλαιών μέτρων και σταθμών έγινε στις 31 Μαρτίου του 1959.
Παρ’ όλα αυτά, η χρήση της επέζησε έως τη δεκαετία του 1990 στις συσκευασίες
εμφιάλωσης του ούζου, του τσίπουρου και των συναφών ποτών: 80 γρ.
(“εικοσιπενταράκι”), 160 γρ. (“πενηνταράκι”), 320 γρ. (“εκατοσταράκι”), 640 γρ.
(“μισοκάρικο”). Στην Κύπρο η οκά παρέμεινε σε χρήση έως τη δεκαετία του 1980.
Στην Ελλάδα η οκά αντιστοιχούσε
σε 1.282 γραμμάρια και το δράμι σε 3,205 γραμμάρια και παρέμεινε σε
παράλληλη χρήση με τις μονάδες του μετρικού συστήματος οι οποίες είχαν
υιοθετηθεί από το 1876. Ειδικά για τη μέτρηση υγρών οι αντιστοιχίες ήταν 1 οκά
= 1.280 γρ. και 1 δράμι = 3,2 γρ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου