Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-1918) ευνόησε, ιδιαίτερα, το φυλετικό εθνικισμό, ο οποίος, όπως είναι γνωστό, άρχισε να αναπτύσσεται, σ’ όλες τις χώρες, από το β' μισό του 19ου αι.
Η κατάσταση που διαμορφώνεται, εξαιτίας του υπερτροφικού αυτού εθνικισμού, αμέσως μετά τον πόλεμο, επηρεάζει αισθητά τον όγκο και τη συχνότητα των μετακινήσεων, ακόμη και των μεταφορών, από χώρα σε χώρα.
Ενώ δηλ., πριν από τον πόλεμο, τα ταξίδια και οι μετακινήσεις ατόμων και ομάδων γίνονταν με απλές και εύκολες διαδικασίες, στην περίοδο που ακολουθεί γνώρισαν κάθε είδους φραγμούς και εμπόδια. Περιοριστικοί νόμοι για διαβατήρια, βίζες και συνάλλαγμα, από τη μια, αυστηροί αστυνομικοί κανονισμοί, από την άλλη, απογοήτευαν όσους σκόπευαν να ταξιδέψουν ή να μεταναστεύσουν. Ανάλογοι περιορισμοί έχουν επιβληθεί, σταδιακά, και στο εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο των χωρών.
Αποτέλεσμα αυτής της έντασης ήταν να περιοριστούν στο ελάχιστο οι μετακινήσεις των λαών, οι οποίες, πριν από το 1914, ήταν συχνότατες, ιδιαίτερα από την Ευρώπη σε χώρες γύρω από τους μεγάλους ωκεανούς (Ειρηνικό και Ατλαντικό), ή και αλλού. Η Πολωνία π.χ., ενώ πριν από τον πόλεμο εμφανίζει συχνά φαινόμενα μαζικών μεταναστεύσεων, στα 1932 παρουσιάζει μετανάστευση μόνο 3.800 ατόμων. Και απ’ αυτούς, οι περισσότεροι ήταν Εβραίοι που κατευθύνονταν προς την Παλαιστίνη για λόγους, κυρίως, εθνικούς.
Δε θα πούμε, βέβαια, ότι οι μετανάστες αυτοί ανήκαν στην κατηγορία των προσφύγων και ότι οι μετακινήσεις τους μπορούν να χαρακτηριστούν ως προσφυγικές. Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, η λεγόμενη μετανάστευση οφείλεται σε θρησκευτικές, πολιτικές και οικονομικές αντιθέσεις με τις χώρες προέλευσης των μεταναστών.
Στόχος των αυστηρών περιορισμών που μπαίνουν, από δω και πέρα, σ’ αυτό το φαινόμενο είναι, πρώτα και κύρια, να διατηρηθεί η εθνική καθαρότητα μιας χώρας μέσα στα συγκεκριμένα κρατικά της σύνορα, αλλά και να αποφευχθεί η δυνατότητα σχηματισμού μιας αλλοεθνούς μειονότητας στο έδαφος της. Έπειτα, να μην επηρεαστεί το επίπεδο ζωής του πληθυσμού της από τη μαζική εισροή αλλοεθνών μεταναστών.
Στην περίπτωση της Τουρκίας, η στενή εθνικιστική αυτή πολιτική λειτουργούσε προς δύο αντίστροφες κατευθύνσεις:
α) Να επιβληθεί, ή να μεθοδευτεί με κάθε τρόπο, η εγκατάλειψη της χώρας από αλλοεθνείς ομάδες και μειονότητες.
β) Να αποκλειστεί και να αποτραπεί οποιαδήποτε μαζική άφιξη αλλοεθνών.
Έτσι ερμηνεύεται το γεγονός ότι και οι πέντε (5) σημαντικές μαζικές μετακινήσεις προσφύγων, που σημαδεύουν την πολεμική και τη μεταπολεμική (μετά το 1918) περίοδο, είναι στενά φυλετικές και σχετίζονται, οι περισσότερες, με την Τουρκία. Πρόκειται για τα παρακάτω προσφυγικά ρεύματα:
1) Των Αρμενίων*: Από την Τουρκία προς τη Σοβιετική Δημοκρατία της Αρμενίας, ο μεγάλος όγκος, και προς τις χώρες της Μεσογείου και της Ευρώπης, ο μικρότερος. Υπολογίζονται γύρω στους 215.000 οι Αρμένιοι πρόσφυγες που έχουν καταφύγει σε άλλες χώρες (εκτός από την Αρμενία).
2) Των Βουλγάρων**: Από την Τουρκία, την Ελλάδα, τη Ρουμανία και τη Γιουγκοσλαβία προς τη Βουλγαρία (γύρω στα 250.000 άτομα).
3) Των Ρώσων: Από τη Ρωσία προς τις διάφορες χώρες της Ευρώπης, στο διάστημα 1917-1920 (ένας όγκος 1.500.000 προσφυγών). Ακόμη, προς την Ελλάδα και τη Ρουμανία (κάπου 50.000 άτομα).
4) Των Τούρκων :Από την Ελλάδα και τα άλλα βαλκανικά κράτη προς την Τουρκία (περίπου 1.000.000 ψυχές, από τις οποίες οι 400.000 από την Ελλάδα).
5) Των Ελλήνων***: Από την Τουρκία, τον Καύκασο και τη Βουλγαρία προς την Ελλάδα (πάνω από 1.300.000 πρόσφυγες).
Με εξαίρεση τις μετακινήσεις των τουρκικών πληθυσμών, όλες οι άλλες πραγματοποιήθηκαν με την πολιτική εποπτεία και την οικονομική χορηγία της Κ.Τ.Ε (Κοινωνία των Εθνών). Με δική της δηλ. μεσολάβηση εξασφαλίστηκαν, όχι μόνο τα απαραίτητα χρηματικά κονδύλια, αλλά και οι πολιτικές εγγυήσεις μετανάστευσης για όσους δεν είχαν πολιτική κάλυψη και δεν μπορούσαν να βγάλουν διαβατήρια (Αρμένιοι, Έλληνες της Σοβιετικής Ένωσης, Ρώσοι πολιτικοί πρόσφυγες). Σημαντική ήταν, προς αυτή την κατεύθυνση, η συμβολή του Επιτετραμμένου της Κ.Τ.Ε δόκτορα ΦΡΙΝΤΖΟΦ NANSEN: Πέτυχε, ώστε τα πιστοποιητικά που χορηγούσε σε πρόσφυγες αυτής της κατηγορίας να αναγνωριστούν από 51 κράτη και να ισχύουν ως κανονικά διαβατήρια (τα γνωστά Διαβατήρια NANSEN).
Μια απλή ματιά στις παραπάνω περιπτώσεις προσφυγικών ρευμάτων δείχνει ότι πολιτικά κίνητρα εντοπίζονται μόνο στις μαζικές μετακινήσεις ρωσικών πληθυσμών, οι οποίοι πήραν το δρόμο της προσφυγιάς από αντίθεση προς το κομμουνιστικό καθεστός που επικράτησε στη χώρα τους. Αντίθετα, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις λειτούργησε, στεγανά και απόλυτα, ο στενός φυλετικός εθνικισμός, ο οποίος, όπως θίξαμε στην αρχή, γνώρισε τη μεγαλύτερη του έξαρση κατά και μετά τον Α' μεγάλο Πόλεμο (1914-1918).
Είναι αυτονόητο ότι όλες αυτές οι προσφυγικές μετακινήσεις ήταν αναγκαστικές για τους πληθυσμούς που ξεριζώθηκαν από τις εστίες τους, ακόμη και εκείνες που χαρακτηρίζονται ως προαιρετικές, όπως των ελληνοβουλγαρικών πληθυσμών με βάση τη Συνθήκη του Νεϊγύ (1919).
Οι μετακινήσεις, όμως, των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Ανταλλαγής του 1923, δεν ήταν μόνο αναγκαστικές. Ηταν και υποχρεωτικές, για πρώτη φορά στην ιστορία. Τον αναγκαστικό ξεριζωμό υπάρχει τρόπος να τον αποφύγεις, αν συμβιβαστείς με την αφόρητη κατάσταση. Τον υποχρεωτικό, όμως, τον αποδέχεσαι παθητικά, γιατί σου τον επιβάλλουν οι άλλοι.
Σήμερα, 95 χρόνια μετά τον ξεριζωμό του 1922, είμαστε μάρτυρες νέων μαζικών ξεριζωμών και μετοικεσιών στο βαλκανικό και νοτιοανατολικό ευρωπαϊκό χώρο. Όσο και αν οι σημερινές συνθήκες είναι εντελώς διαφορετικές, δε χωράει αμφιβολία ότι και στα σημερινά προσφυγικά ρεύματα καθοριστικός είναι ο ρόλος της έξαρσης του εθνικιστικού αισθήματος των λαών.
Ο 20ός αιώνας πάει να κλείσει πάνω στο ίδιο μοτίβο.
Στάθης Πελαγίδης
Καθηγητής Πανεπιστημίου
*Ο Nansen υπολογίζει γύρω στις 300.000 τους Αρμένιους που κατέφυγαν σε άλλες χώρες (Εγγύς Ανατολή, Ελλάδα, Βουλγαρία). Βλ. F. Nansen, «Refugees and the Exchange of Populations», Encyclopaedia Britannic a, Λονδίνο, έκδ. 14η, 1929, τάμ. 19ος, σ. 58-60.
Η κατάσταση που διαμορφώνεται, εξαιτίας του υπερτροφικού αυτού εθνικισμού, αμέσως μετά τον πόλεμο, επηρεάζει αισθητά τον όγκο και τη συχνότητα των μετακινήσεων, ακόμη και των μεταφορών, από χώρα σε χώρα.
Έλληνες πρόσφυγες 1927 |
Αποτέλεσμα αυτής της έντασης ήταν να περιοριστούν στο ελάχιστο οι μετακινήσεις των λαών, οι οποίες, πριν από το 1914, ήταν συχνότατες, ιδιαίτερα από την Ευρώπη σε χώρες γύρω από τους μεγάλους ωκεανούς (Ειρηνικό και Ατλαντικό), ή και αλλού. Η Πολωνία π.χ., ενώ πριν από τον πόλεμο εμφανίζει συχνά φαινόμενα μαζικών μεταναστεύσεων, στα 1932 παρουσιάζει μετανάστευση μόνο 3.800 ατόμων. Και απ’ αυτούς, οι περισσότεροι ήταν Εβραίοι που κατευθύνονταν προς την Παλαιστίνη για λόγους, κυρίως, εθνικούς.
Δε θα πούμε, βέβαια, ότι οι μετανάστες αυτοί ανήκαν στην κατηγορία των προσφύγων και ότι οι μετακινήσεις τους μπορούν να χαρακτηριστούν ως προσφυγικές. Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, η λεγόμενη μετανάστευση οφείλεται σε θρησκευτικές, πολιτικές και οικονομικές αντιθέσεις με τις χώρες προέλευσης των μεταναστών.
Στόχος των αυστηρών περιορισμών που μπαίνουν, από δω και πέρα, σ’ αυτό το φαινόμενο είναι, πρώτα και κύρια, να διατηρηθεί η εθνική καθαρότητα μιας χώρας μέσα στα συγκεκριμένα κρατικά της σύνορα, αλλά και να αποφευχθεί η δυνατότητα σχηματισμού μιας αλλοεθνούς μειονότητας στο έδαφος της. Έπειτα, να μην επηρεαστεί το επίπεδο ζωής του πληθυσμού της από τη μαζική εισροή αλλοεθνών μεταναστών.
Στην περίπτωση της Τουρκίας, η στενή εθνικιστική αυτή πολιτική λειτουργούσε προς δύο αντίστροφες κατευθύνσεις:
α) Να επιβληθεί, ή να μεθοδευτεί με κάθε τρόπο, η εγκατάλειψη της χώρας από αλλοεθνείς ομάδες και μειονότητες.
β) Να αποκλειστεί και να αποτραπεί οποιαδήποτε μαζική άφιξη αλλοεθνών.
Έτσι ερμηνεύεται το γεγονός ότι και οι πέντε (5) σημαντικές μαζικές μετακινήσεις προσφύγων, που σημαδεύουν την πολεμική και τη μεταπολεμική (μετά το 1918) περίοδο, είναι στενά φυλετικές και σχετίζονται, οι περισσότερες, με την Τουρκία. Πρόκειται για τα παρακάτω προσφυγικά ρεύματα:
Αρμένιοι πρόσφυγες |
2) Των Βουλγάρων**: Από την Τουρκία, την Ελλάδα, τη Ρουμανία και τη Γιουγκοσλαβία προς τη Βουλγαρία (γύρω στα 250.000 άτομα).
3) Των Ρώσων: Από τη Ρωσία προς τις διάφορες χώρες της Ευρώπης, στο διάστημα 1917-1920 (ένας όγκος 1.500.000 προσφυγών). Ακόμη, προς την Ελλάδα και τη Ρουμανία (κάπου 50.000 άτομα).
4) Των Τούρκων :Από την Ελλάδα και τα άλλα βαλκανικά κράτη προς την Τουρκία (περίπου 1.000.000 ψυχές, από τις οποίες οι 400.000 από την Ελλάδα).
5) Των Ελλήνων***: Από την Τουρκία, τον Καύκασο και τη Βουλγαρία προς την Ελλάδα (πάνω από 1.300.000 πρόσφυγες).
Με εξαίρεση τις μετακινήσεις των τουρκικών πληθυσμών, όλες οι άλλες πραγματοποιήθηκαν με την πολιτική εποπτεία και την οικονομική χορηγία της Κ.Τ.Ε (Κοινωνία των Εθνών). Με δική της δηλ. μεσολάβηση εξασφαλίστηκαν, όχι μόνο τα απαραίτητα χρηματικά κονδύλια, αλλά και οι πολιτικές εγγυήσεις μετανάστευσης για όσους δεν είχαν πολιτική κάλυψη και δεν μπορούσαν να βγάλουν διαβατήρια (Αρμένιοι, Έλληνες της Σοβιετικής Ένωσης, Ρώσοι πολιτικοί πρόσφυγες). Σημαντική ήταν, προς αυτή την κατεύθυνση, η συμβολή του Επιτετραμμένου της Κ.Τ.Ε δόκτορα ΦΡΙΝΤΖΟΦ NANSEN: Πέτυχε, ώστε τα πιστοποιητικά που χορηγούσε σε πρόσφυγες αυτής της κατηγορίας να αναγνωριστούν από 51 κράτη και να ισχύουν ως κανονικά διαβατήρια (τα γνωστά Διαβατήρια NANSEN).
Διαβατήρια NANSEN |
Είναι αυτονόητο ότι όλες αυτές οι προσφυγικές μετακινήσεις ήταν αναγκαστικές για τους πληθυσμούς που ξεριζώθηκαν από τις εστίες τους, ακόμη και εκείνες που χαρακτηρίζονται ως προαιρετικές, όπως των ελληνοβουλγαρικών πληθυσμών με βάση τη Συνθήκη του Νεϊγύ (1919).
Οι μετακινήσεις, όμως, των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Ανταλλαγής του 1923, δεν ήταν μόνο αναγκαστικές. Ηταν και υποχρεωτικές, για πρώτη φορά στην ιστορία. Τον αναγκαστικό ξεριζωμό υπάρχει τρόπος να τον αποφύγεις, αν συμβιβαστείς με την αφόρητη κατάσταση. Τον υποχρεωτικό, όμως, τον αποδέχεσαι παθητικά, γιατί σου τον επιβάλλουν οι άλλοι.
Σήμερα, 95 χρόνια μετά τον ξεριζωμό του 1922, είμαστε μάρτυρες νέων μαζικών ξεριζωμών και μετοικεσιών στο βαλκανικό και νοτιοανατολικό ευρωπαϊκό χώρο. Όσο και αν οι σημερινές συνθήκες είναι εντελώς διαφορετικές, δε χωράει αμφιβολία ότι και στα σημερινά προσφυγικά ρεύματα καθοριστικός είναι ο ρόλος της έξαρσης του εθνικιστικού αισθήματος των λαών.
Ο 20ός αιώνας πάει να κλείσει πάνω στο ίδιο μοτίβο.
Στάθης Πελαγίδης
Καθηγητής Πανεπιστημίου
*Ο Nansen υπολογίζει γύρω στις 300.000 τους Αρμένιους που κατέφυγαν σε άλλες χώρες (Εγγύς Ανατολή, Ελλάδα, Βουλγαρία). Βλ. F. Nansen, «Refugees and the Exchange of Populations», Encyclopaedia Britannic a, Λονδίνο, έκδ. 14η, 1929, τάμ. 19ος, σ. 58-60.
**Simpson, ό.π., σ. 9. Βλ. και Μ. Θεοτοκά, «Ανταλλαγή πληθυσμών», Εγκνκλοπαιδικόν Λεξικόν Ελευθερουδάκη, 2 (1927), σ. 180-182. Στο διάστημα 1913-1923 oι Βούλγαροι που κατέφυγαν στη Βουλγαρία από περιοχές της Βαλκανικής και από τη Μ. Ασία υπολογίζονται γύρω στις 700.000. Ε.Ι.Ε. (Αρχείο A. Α. Πάλλη), Φάκ. Β-Π, έγγραφο της ελληνικής πρεσβείας Σόφιας προς την ελληνική Αποστολή Περίθαλψης Προσφυγων στην Κωνσταντινούπολη, Σόφια, 30 Ιουνίου 1923. Απ’ αυτούς, ο μεγαλύτερος όγκος κατέφυγε στη Βουλγαρία μετά το 1918. Ο Nansen τους ανεβάζει σε 575.000. Nansen, ό.π., σ. 58.
***Simpson, ό.π., σ. 8-9. Για μια συνοπτική εικόνα της ανταλλαγής (προαιρετικής και υποχρεωτικής) των ελληνικών, τουρκικών και βουλγαρικών πληθυσμών (1913, 1914, 1919, 1923), βλ. Θεοτοκά, ό.π. Εξάλλου, σε 1.450.000 υπολογίζει τους Έλληνες πρόσφυγες από την Τουρκία και τη Βουλγαρία ο Επιτετραμμένος της Κ.Τ.Ε. Nansen (ό.π., σ. 58).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου