Δημόσια Οικονομικά: ταχύτατη βελτίωση

Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2016

Η βαθιά οικονομική κρίση, που συγκλόνιζε την Ελλάδα από το 1919 -απόρροια των πολεμικών επιχειρήσεων, της μείωσης γενικά της παραγωγικής δραστηριότητας λόγω έλλειψης επαρκών εργατικών χεριών και στα αστικά κέντρα και στην ύπαιθρο  και των λαθών, που διαπράχθηκαν κατά την άσκηση της οικονομικής πολιτικής, σε συνδυασμό με τη γενική κρίση της παγκόσμιας μεταπολεμικής Οικονομίας - κορυφώθηκε, ύστερα από την εθνική καταστροφή και την έλευση των προσφύγων.
Πρόσφυγες
Όμως το πολιτικό και οικονομικό χάος θα αρχίσει να εξαλείφεται βαθμιαία και στις αρχές του 1923 διαφαίνεται η ελπιδοφόρα προοπτική βελτίωσης της Οικονομίας. Το πρώτο μέτρο ήταν η σύναψη εσωτερικού δανείου ποσού 750 εκατομμυρίων δραχμών, με την έκδοση τραπεζογραμματίων της Εθνικής Τράπεζας - αυτή είχε τότε το εκδοτικό προνόμιο - και την επιβολή της φορολογίας της κινητής και ακίνητης περιουσίας - «εφάπαξ» - της οποίας το προϊόν χρησιμοποιήθηκε για την εξόφληση του δανείου της Εθνικής Τράπεζας, που είχε συναφθεί πριν.
Ο συνδυασμός αυτός και το ισοζύγιο του Προϋπολογισμού που επιτεύχθηκε ύστερα από το 1922, με την αυστηρή περισυλλογή των κρατικών δαπανών για δευτερεύοντες σκοπούς, έβαλαν την αρχή της βελτίωσης των Δημόσιων Οικονομικών.
Η επιτυχής αυτή αρχή προκάλεσε μια αισιοδοξία στη χώρα και η απόδοση των φόρων άρχισε να βελτιώνεται, ενώ η Επαναστατική κυβέρνηση του Πλαστήρα ανέκτησε την ταμειακή της άνεση και η αξία της δραχμής, που υποβιβάστηκε απότομα στις 410 δρ. σε συνάλλαγμα Λονδίνου, τώρα άρχισε να ανακτά έδαφος, (σταθεροποιήθηκε τελικά στα 1924 με τιμή 375 δρ. η αγγλική χρυσή λίρα).
Εκτός απ' αυτό, η Εθνική Τράπεζα, έχοντας το εκδοτικό προνόμιο, ζήτησε τον Μάη του 1923 από την Επαναστατική κυβέρνηση, την άδεια να εκδώσει 300 εκατομμύρια δραχμές τραπεζογραμμάτια για δικό της λογαριασμό, για τις ανάγκες της Γεωργίας, του Εμπορίου και της Βιομηχανίας, άδεια, που της δόθηκε, ενώ ταυτόχρονα, με νομοθετικό διάταγμα της ίδιας περιόδου, της επιτράπηκε να αγοράζει ξένο συνάλλαγμα, με την έκδοση τραπεζογραμματίων.
Με την όλη αυτή ρύθμιση, η κυκλοφορία των τραπεζογραμματίων αυξήθηκε, από 3.698 εκατομ. δρχ. της 31 Δεκέμβρη 1922, σε 5.406 εκατομ. δρχ. σε ένα χρόνο, στις 31 Δεκέμβρη 1923, από τα οποία, τα 99 εκατομ. δρχ. είχαν εκδοθεί για την αγορά συναλλάγματος, του οποίου η έλλειψη ήταν τροχοπέδη για τον εφοδιασμό της χώρας μας με τρόφιμα και κεφαλαιουχικά αγαθά.
Εκτός από τις επείγουσες ανάγκες όλης της χώρας την εποχή αυτή και της προσφυγικής περίθαλψης, η Ελλάδα αντιμετώπισε και τις δίκαιες αξιώσεις των υπαλλήλων, με αύξηση των μισθών και ημερομισθίων κατά 60% και την αποζημίωση στην Ιταλία, που ανερχόταν σε 50 εκατομ. λιρέτες, εξαιτίας των συνοριακών επεισοδίων Ελλάδος-Αλβανίας και την κατάληψη της Κέρκυρας από τους Ιταλούς. (Αύγουστος-Σεπτέμβρης 1923).
Πέρα από τα δημοσιονομικά μέτρα του τότε υπουργού των Οικονομικών Γ. Κοφινά και πέρα από τους ορθούς χειρισμούς της Εθνικής Τράπεζας στην πρόσκτηση συναλλάγματος, τα δημόσια οικονομικά ήλθε να τα βελτιώσει η έγκριση από την Κοινωνία των Εθνών (ΚΤΕ) του Α' Προσφυγικού Δανείου, (Σεπτέμβρης 1923) του οποίου η διαχείριση ανατέθηκε στην Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ) και του οποίου το ύψος ήταν 10 εκατομ. λίρες Αγγλίας και 11 εκατομ. δολλ. ΗΠΑ .
Στις αρχές Γενάρη 1924, όταν παρέδωσε την εξουσία η Επαναστατική κυβέρνηση, σε πολιτική (Ε. Βενιζέλο, ύστερα Γ. Καφαντάρη και Παπαναστασίου), η οικονομική κατάσταση ήταν πολύ βελτιωμένη. Υπήρχαν κρατικά αποθέματα 2 εκατομ. λίρες Αγγλίας στην Εθνική Τράπεζα ενώ η τότε κυβέρνηση πέτυχε να πάρει 1 εκατομ. λίρες Αγγλίας, προκαταβολή για το Α' Προσφυγικό Δάνειο.
Μαζί μ' αυτά, η προσθήκη στον ιθαγενή πληθυσμό των 5 εκατομ. κατοίκων της εποχής εκείνης και του περίπου ενάμιση εκατομμυρίου προσφύγων, παρά τις έκτακτες δαπάνες του ελληνικού κράτους, προκάλεσε μια ανάταση στα δημόσια οικονομικά. Και αν ακόμα εξαιρέσουμε τις φορολογικές απαλλαγές για τους πρόσφυγες, ο νέος πληθυσμός συμμετείχε, κατά το μέτρο της αναλογίας του, στους έμμεσους φόρους της χώρας, για την αγορά των παντοειδών, σκευών και προϊόντων, των οποίων είχε επιτακτική ανάγκη. Κατά τα στοιχεία των στατιστικών της εποχής, ενώ οι άμεσοι φόροι αυξήθηκαν κατά 50%, οι έμμεσοι ανήλθαν κατά 100%.
Ο Πρωτονοτάριος αναφέρει ότι η φορολογική απόδοση της Ελλάδος, που ανερχόταν κατά το 1922-23 σε 319 εκατομ. δρχ., στα 1926-27 τετραπλασιάσθηκε, ανεβαίνοντας στο 1 δισεκατομ. 237 εκατομ. δρχ.
Ο προσφυγικός πληθυσμός, συνηθισμένος σε περισσότερο άνετο βίο, με τα κρατικά βοηθήματα και με τις πρώτες προσπάθειες παραγωγικής δραστηριότητας, διάθετε τα έσοδά του για τη βελτίωση της ζωής και τον όσο το δυνατό, καλύτερο εφοδιασμό της οικογένειας του με μόνιμα, ή καταναλωτικά αγαθά, προσφεύγοντας στην αγορά και αναπτύσσοντας τη συναλλακτική κίνηση, δίνοντάς την γοργότερο ρυθμό. Για το λόγο αυτό, η έμμεση φορολογία, όπως προείπαμε, αυξήθηκε κατά 100%.
Με την αύξηση των άμεσων και των έμμεσων φόρων και άλλων εσόδων, το ύψος του Προϋπολογισμού της χρήσης 1931-32, δηλαδή, ύστερα από μιά δεκαετία από την έλευση των προσφύγων, είχε σχεδόν τριπλασιασθεί, σε σχέση με τη χρήση 1922-23. Κατά τη δεκαετία αυτή, οι οκτώ Προϋπολογισμοί παρουσίασαν πλεόνασμα, ενώ μόνο δυο είχαν έλλειμμα :
1) του 1923-24, λόγω της αυξήσεως των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, της εντατικής και γενικής περιθάλψεως των προσφύγων και της ιταλικής αποζημιώσεως και
 2) του 1931-32, με τη μαινόμενη τότε παγκόσμια κρίση, που εκδηλώθηκε στα 1929. Το έλλειμμα αυτό έφτασε μόλις τα 26 εκατομ. δρχ. περίπου.
Ο πίνακας των δέκα αυτών Προϋπολογισμών, τον οποίο δίνει η Στατιστική Επετηρίδα του 1933, είναι ο παρακάτω, σε εκατομ. δρχ.:

Χρήσεις
'Εσοδα
Εξοδα
Υπόλοιπο
1922-23
4.580,1
3.460,3
περ. 1.119,8
1923-24
3.984,4
4.999,8
ελλ. 1.015,4
1924-25
5.723,0
5.498,3
περ. 224,7
1925-26
7.922,2
6.841,0
περ. 1.081,2
1926-27
9.508,1
8 687,2
περ. 820,9
1927-28
8.996,0
7.770,0
περ. 1.226,0
1928-29
10.551,5
9.446,4
περ. 1.105,1
1929-30
18.729,4
18.354,7
περ. 374,7
1930-31
11.393,6
11.176,5
περ. 217,1
1931-32
11.072,7
11.098,6
ελλ. 25,9
Σύνολο
92.461,0
85.272,8
7.188,2
Από τον παραπάνω πίνακα φαίνεται ότι, στη δεκαετία του 1922-1931, υπήρξε ένα πλεόνασμα, που έφθασε τα 7.188 εκατομ. δρχ. γεγονός πολύ σπάνιο, τουλάχιστο για τη δική μας εποχή.
Κρίνοντας την οικονομική κατάσταση της εποχής εκείνης ο Α. Διομήδης, αναφέρει, ανάμεσα σε άλλα, τα παρακάτω:
«Η κατά το 1928 συντελεσθείσα δημοσιονομική και νομισματική ανασυγκρότησις, υπήρξε σταθμός οικονομικής ανόδου. Προικισθείσα τότε η Ελλάς με νόμισμα υγιές, εδημιούργησε σταθεράν βάσιν πίστεως ιδιωτικής και δημοσίας, ήτις ηύρηνε τα μέσα της παραγωγής. Η επί έτη ενεργητική θέσις των συναλλαγματικών αποθεμάτων απεδείκνυεν ασφαλή της χώρας την ισορροπίαν και αβίαστον την λειτουργίαν της Οικονομίας της.
 Το εθνικόν εισόδημα μετρούμενον με νόμισμα σταθερόν συνεχώς ανήρχετο, υπελογίζετο δε τότε ως υπερβαίνον τα 40 δισεκατομμύρια σταθεροποιημένων δραχμών με σαφή τάσιν αυξήσεως. Ο αντίκτυπος όλων αυτών των ευνοϊκών φαινομένων επί των δημοσίων οικονομικών υπήρξεν έκδηλος. 
Τα τακτικά έσοδα εκ φόρων ακολουθούν μέχρι του 1930 αδιάλειπτον ανιούσαν. Η ευρωστία της καταναλώσεως, η έντασις των συναλλαγών, συνετέλεσαν ώστε κατ' έτος να καταλήγη εις πλούσια περισσεύματα ο Προϋπολογισμός. Και το φαινόμενο αυτό της αφθονίας μετά την συνήθη ισχνότητα των ελληνικών διαχειρίσεων, ήτον αρκετόν να εμπνεύση αίσθημα ασφαλείας». 
Ο Αντ. Δαμασκηνίδης, άλλοτε καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, σε άρθρο του αναφέρει:
«Εις το τέλος της πρώτης δεκαετίας από της μικρασιατικής καταστροφής, αι γενόμεναι ειδικώς κατά την δεκαετίαν ταύτην εις βάρος του κρατικού Προϋπολογισμού δαπάναι χάριν των προσφύγων εξ 11 δισ. δρχ. εκαλύφθησαν πλήρως υπό των εξ 11 επίσης δισ. δρχ. φόρων, των καταβληθέντων υπό των προσφύγων κατά την αυτήν δεκαετίαν. Πράγματι αι δαπάναι εκ του κρατικού Προϋπολογισμού δια την στεγασιν, περιθαλψιν και αποκατάστασιν εν γένει των ανταλλαγεντων ομοεθνών ανήλθον κατα την δεκαετίαν 1922-32 εις 3,3 δια δρχ. τα δε υπο του κράτους καταβληθεντα τοκοχρεωλύσια εις 5,2 δισ. δρχ.
 Εαν εις τα ως άνω ποσα προστεθή ποσόν εκ δραχμών 2,5 δια. αναφερόμενον εις τας δαπανας διοικήοεως και εκπαιδευσεως αι οποιαι αναλογούν εις τους εγκατασταθεντας εις Ελλάδα ομοεθνείς, θα προκύψη ποοόν συνολικων δαπανών εξ 11 δισ. δρχ. Έναντι των δαπανών τούτων εισεπραχθη υπο του κράτους ποσόν εξ 11 επίσης δισ. δρχ εξ ων 10,5 δισ. κατεβληθησαν ως υπολογίζεται υπό των ανταλλαγέντων ομοεθνών υπο μορφήν πάσης φύσεως φόρων και δασμών και 500 εκατ. κατεβλήθησαν υπ' αυτών εις εξόφληοιν τμήματος του χρέους των προς το δημόσιον.
»Το ουμπέρασμα εκ της συντόμου συγκρίσεως των ποσών τα οποία εδαπάνησε το κράτος δια την αποκατάστααιν των ομογενών εκ Μ. Ασίας Πόντου και Α. Θράκης και των ποσών τα οποία εισέπραξεν εξ αυτών υπό μορφήν φόρων είναι, ότι αι εισπράξεις αυτού εκάλυψαν τας δαπάνας του εντός της πρώτης δεκαετίας από της Μικρασιατικής καταστροφής».
Εξ άλλου σε υπόμνημα τους προς τον τότε πρωθυπουργό Βενιζέλο, οι πρόσφυγες βουλευτές τόνισαν ιδιαίτερα:
«Η εισφορά των προσφύγων προς το Δημόσιον - άμεσος φορολογία, έμμεσος φορολογία, μονοπώλια, τέλη χαρτοσήμου κ.λ.π - δεν είναι κατώτερα των 8.600 εκατομμυρίων δραχμών επί τη βάσει των στατιστικών. Αν δε ληφθη υπ' οψιν ότι μόνον τα έσοδα του Δημοσίου εκ της αυξήσεως της καπνοπαραγωγής  συνέπεια της εισροής των προσφυγών εδιπλασιάσθηοαν απο το 1923, προς δε ότι ο εθνικός πλούτος ο προελθων εκ της καλλιέργειας του καπνού παρα των προσφύγων ηυξηθη κατά την διαρρευσασαν τριετίαν κατά 14 εκατομμύρια αγγλικών λιρών, ποσόν προσεγγίζον τα δάνεια όσα συνήφθησαν δια την αποκατάστασιν των προσφύγων, είναι εύκολον το ουμπέραομα ότι οι προσφυγες απεβησαν πηγή σοβαράς οικονομικής ενισχύσεως της χωρας. Εις ταύτα δέον να σημειωθή ότι το σύνολον σχεδόν τον υπερ προσφύγων δαπανών υπόκειται εις επιστροφήν, των αποκατασταθέντων υποχρεωμένων εις εξόφλησιν των χρεών αυτών...».
Αλλά και η «Οικονομική Επετηρίς της Ελλάδος 1929» της Ένωσης Τραπεζών, σε άρθρο των Γ.  Χαριτακη καθηγητή Πανεπιστημίου, Α Καλλιβα υφηγητή Δημοσίας Οικονομίας και Ν. Μικέλη επόπτη βιομηχανίας, αναφέρει: «...Έχομεν σημαντικάς εισφοράς των προσφύγων υπέρ των δημοσίων προσόδων...».
Η αύξηση του συναλλάγματος κατά την εποχή αυτή αποδίδεται εν μέρει στην προσφυγική συμβολή, παρ όλον ότι αυτό φαίνεται από πρώτη άποψη σχήμα οξύμωρο.
Για το σημείο αυτό ο Αιγίδης μας πληροφορεί:
«Η διαπίστωσις αύτη κινδυνεύει ίσως να εμφανισθή ως ασυμβίβαστος προς την γενικήν γνώμην ότι οι πρόσφυγες κατέφυγον εις Ελλάδα γυμνοί και εστερημένοι παντός πόρου ζωής. Η γνώμη όμως αυτή δεν είναι εξ ολοκλήρου αληθής. 
Βεβαίως το μέγιστον μέρος του προσφυγικού πληθυσμού και δη το εκ  
Σμύρνης και της Δυτικής Μ. Ασίας προελθόν κατά την αλλόφρονα φυγήν του προς την θάλασσαν, ουδέν ηδυνηθη να αποκομιση εις τα νέα εδάφη εις τα οποία κατέφυγε. Αλλ υπήρξε μικρά έστω μερίς αυτού η οποία εισήγαγε το κομποδεμα της εις ξένον νόμισμα ή εις χρυσόν αυτουσιον, είτε διότι είχε εγκαίρως εγκαταλείψει τας ζώνας των εχθροπραξιών, είτε δι άλλους λογους .
Ετερα μερίς του ίδιου πληθυσμού, ευημερούσα άλλοτε και διαθέτουσα καταθέσεις εις Τραπεζας της αλλοδαπής, υπήρξεν επίσης φορευς ξένου συναλλαγματος.
  Υπήρξεν όμως και μια άλλη μερίς του πληθυσμου, ητις προσέφευγεν εις την Ελλαδα είτε εκ Κων/πολεως, ειτε εκ των παραλίων της Προποντιδος και εκ Θράκης με ποιαν τίνα άνεσιν, ο δε πληθυσμός ουτος, αν δεν κατωρθωσε να εισκομίοη ενταύθα ολα τα κινητά αυτού εις εμπορεύματα, έπιπλα κ.λ.π. εισηγαγεν όμως σημαντικόν αυτών μέρος, επι πλέον δε συναπεκομισε κατά το πλείστον και ολόκληρον την εις μετρητά περιουσίαν του, είτε υπο μορφήν χρυσών η ξένων νομισμάτων και φλωρίων, ειτε υπό μορφήν καταθεσεων εν τη αλλοδαπή. 
Το αυτό συνέβη και με την μερίδα εκείνην του εν Τουρκία ελληνικού πληθυσμού, ήτις ανεχωρησεν εκειθεν υπο συνθήκας διαφορετικας των άλλων προσφυγων, την μερίδα μολονοτι η οποία ανεχωρηοεν εκ Τουρκίας μετα την υπογραφήν της Συμβαοεως της Ανταλλαγής και υπο την εποπτείαν της Μικτής Επιτροπής, αποτελουμενη εξ 150.000 περίπου ψυχών.
Ποντιακή οικογένεια
»Εις ποιον ακριβώς ποοον ανήρχετο το ουτω ειοαχθεν συνάλλαγμα δεν υπάρχει τροπος να καθορισθη Κατα την γνώμη τραπεζιτικής προοωπικοτητος, απολύτως ειδικής εν προκειμενω δεον να υπολογισθωσιν εις 50.000 αι οικογενειαι εκείναι,αι οποίαι κατά την εις Ελλαδα προσφυγήν των συναπεκομιοαν μεθ' εαυτών το «κομπόδεμα» των με μεσον ορον χιλιων χρυσών λιρών κατά οικογένειαν Και με τον υπολογισμόν τούτον η συνολική ενίσχυοις του συναλλαγματικού αποθέματος της χώρας, είτε αναλωθεντος εν τω μεταξύ, είτε μη εμφανισθεντος εισετι, ανέρχεται εις 50.000.000 λίρας». 
Και ο Αλ. Διομήδης χωρίς να τονίσει ιδιαίτερα τη συμβολή των προσφύγων στην αύξηση του συναλλαγματος, γράφει στα 1933:
«Η συναλλαγματική κίνησις συνεχίζεται πυκνή και αυθόρμητος, αποδώσασα εις μόνην την Εθνικήν Τραπεζαν επί τη βάσει των δημοσιευόμενων πινάκων, πραγματικόν συνάλλαγμα απο του 1923 μέχρι του 1927 εξ 129.993.000 χρυσών λιρών, εις δε τας αλλας τραπεζας, ελευθερως και αυτάς ασκουσας την αγοράν και πώλησιν, πλέον των 100.000.000 χρυσών λιρών...». 
Εξαλλου, το Δημόσιο Χρέος, παρά την αριθμητική του αύξηση, μειώθηκε σε σχέση με την «κατά κεφαλήν» επιβάρυνση, εξαιτίας της αύξησης του πληθυσμού, περίπου κατά 1,5 εκατομ κατοίκους. Κατά την Έκθεση του Δ.Σ. της Εθνικής Τραπεζας της Ελλάδας του 1929, η «κατά κεφαλήν» επιβάρυνση των κατοίκων της Ελλάδας στα 1912 ανερχόταν σε 381 χρυσές δραχμές, ενώ στα 1926, η επιβάρυνση αυτη, με την κατανομή της σ όλο τον πληθυσμό της χώρας - γηγενών και προσφύγων - μειώθηκε σε 341 χρυσές δραχμές.
Ο Ισαάκ Λαυρεντίδης, στην αξιομνημόνευτη μελέτη του «Πρόσφυγες εξ ανταλλαγής και ανταλλάξιμος περιουσία», ανακινώντας το θέμα της συμβολής των προσφύγων στην άνοδο των δημοσίων οικονομικών σημειώνει: «Εξ αφορμής του προσφυγικού προβλήματος, εισέρρευσαν εις την χώραν μας και διετέθησαν εν αυτή τεράστια κεφάλαια (εξωτερικά δάνεια, σημ. Γ. Λαμψίδη) δια την αποκατάστασή και αποζημίωσιν των προσφύγων, δια δε των κεφαλαίων εκείνων ανεζωογονήθη η εθνική Οικονομία, ήτις είχε περιέλθει, λόγω των πολεμικών περιπετειών, εις πλήρη μαρασμόν. 
Τόσον δε αισθητή υπήρξεν η αναζωογόνησις, ώστε ο τότε διοικητής της Εθνικής Τραπεζας της Ελλάδας I. Δροσόπουλος, κατά τον Απολογισμόν του έτους 1931 στη Γενική Συνέλευση των μετόχων έλεγεν: «Ο σχετικός απολογισμός των ολίγων τελευταίων ετών υπερβαίνει την σχετικήν εργασίαν ολοκλήρων προηγουμένων δεκαετηρίδων» (δεκαετιών, ήθελε να πει, σημ. Γ. Λαμψίδης). 
Ο Λαυρεντίδης συνεχίζοντας πάνω στο ίδιο θέμα τονίζει ιδιαίτερα τη συμβολή των προσφύγων στον τομέα των έμμεσων φόρων - που οι πρόσφυγες συμμετείχαν κατά 20% - και των άμεσων φόρων, των φόρων μονοπωλίου κλπ, ενώ ο Σταύρος Νικολαΐδης σε άρθρο του στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» υπολογίζει ότι η συμβολή των προσφύγων στα δημόσια οικονομικά περιστρέφονταν γύρω στα 15-20%. 
Αυτή ήταν, σε πολύ σύντομη αναφορά, η συμβολή των προσφύγων στα βασικά μεγέθη των δημοσίων οικονομικών, που τα βελτίωσε και τα ενίσχυσε, για να αναδυθούν από το χάος και την εθνική αναστάτωση, στην οποία είχαν περιπλακεί.

Γιώργος Ν. Λαμψίδης

Πηγές

1.- Γ.Ν. Κοφινά: Το ισοζύγιον του Προϋπολογισμού και η σταθεροποίησις της δραχμής, Αθηναι 1926 σελ. 33

2.- Γ.Ν. Κοφινά: Δημόσια Οικονομικά, στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ελευθερουδάκη, τόμ. Ε σελ. 455

3.- Α.Β. Πρωτονοτάριου: Το προσφυγικόν πρόβλημα από ιστορικής, νομικής και κρατικής απόψεως, Αθήναι 1929, σελ. 159

4- Α.Ι. Αιγίδη: Η Ελλάς χωρίς τους πρόσφυγας, Αθήναι 1934, σελ. 133

5.- Α. Διομήδη: Η Ελλάς δεν περιήλθεν εις την σημερινήν αδυναμίαν εξ ιδίων αυτής αμαρτηματων, εφημ. «Ελεύθερον Βήμα» 29 Ιουλίου 1933

6.- Αντ. Δαμασκηνίδη: Η συμβολή των προσφύγων στην ανάπτυξη της Ελλάδος, «Οικονομικός Ταχυδρόμος» 26 Απριλίου 1973

7- Υπόμνημα προσφύγων βουλευτών προς τον πρωθυπουργόν: εφημ «Ελεύθερον Βήμα» 28 Φεβρουάριου - 1 Μαρτίου 1930

8 - Α.Ι. Αιγίδου: Στο ίδιο, σελ. 133

9.- Α. Διομήδη: Στο ίδιο

10.- I. Λαυρεντίδη: Πρόσφυγας εξ ανταλλαγής και ανταλλάξιμος περιουσίας, Αθήναι 1975, σελ. 115

11.- Στ. Νικολαΐδη: Εφημ. «Ελεύθερον Βήμα» 5 και 6 Ιανουαρίου 1930


Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah