'Αλλ' τερούν και σπάννε και άλλ τρώγνε και σπάννε.
Αλλοι υποφέρουν από τη φτώχεια και άλλοι από τις καταχρήσεις του πλούτου.
Αλογάντ ' εκάτσαν κ’ οι γαϊδιράντ έκαμαν.
Για ανθρώπους που δεν λογαριάζεις και όμως ευδοκιμούν καλύτερα.
Αμάν μη στράφτς και μη βροντάς.
Μη στάξει και μη βρέξει.
Άμον αγρούστ απίδ.
Για άνθρωπο χονδροειδή.
Άμον ακόλωτον σακίν.
Για τον αχόρταγο.
Άμον αλμεγάδ χτήνον.
Για κείνον που τον εκμεταλλεύονται.
Άμον αζούλιγον γαρκόν.
Γ ια τον ατίθασο.
Άμον αΐας Κερεκής άψουμον.
Για το σβέλτο.
Άμον αϊγούρ (άλογον).
Για αντρογυναίκες δυναμικές.
Άμον απογλύσμ.
Για μικρόσωμο.
Άμον άρκος (εν, δουλεύ).
Για χειροδύναμο
Άμον Αρμέντζ.
Για το βραδυκίνητο.
Άμον Αρμέντζα Παναΐα.
Για πολύ όμορφη.
Άμον αχαντωμένον κεράσ εχ’ άτο.
Για πράγμα που το φυλάει προσεκτικά από τους άλλους.
Άμον αχωνάρ.
Για το λαίμαργο.
Άμον γλουπισμένος πεντικός.
Για άσχημο.
Άμον ελάδ, πάντα απαγκέσ έρται.
Για τον κακό που κατορθώνει να φαίνεται αθώος.
Άμον ζουγολώρ.
Για τον ανεπιτήδειο.
Άμον ζου κοιλίαν ερούξεν οξιωκά.
Για κείνον που πέφτει σε γκάφες.
Άμον Θεού μουμούλ.
Για άνθρωπο που δεν κάνει κακό.
Άμον Καλομηνές κόπρον απάν σ’ ιφτιάρ ’κι στέκ.
Για τον περήφανο και φαντασμένο.
Άμον καρφίν καρφών το λόγον άτ.
Για κείνον που λέει βαριά και δηκτικά λόγια.
Άμον καταμάγια.
Για τον ακάθαρτο.
Άμον κλαιμένος Μάρτς.
Για τον κλαψιάρη.
Άμον κοπαλόπον.
Για καλοθρεμμένο μωρό.
Άμον κοπρακάλαθον.
Για χοντροκαμωμένο.
Άμον κοτσοπέτεινος.
Για μικρό και αδύνατο.
Άμον κουκάρα.
Για καχεκτικό και αδύνατο.
Άμον Κούρτος.
Για αγροίκο και πείσμονα.
Άμον κουταλόπον ή Άμον κουταλίτζα σ’ όλια ταράεται.
Για κείνον που ανακατεύεται σε όλα.
Άμον λιαϊλιάκος.
Για μακρολαίμη.
Άμον μάϊσσας εκραπάν.
Για κείνον που έχει πολλούς συγγενείς.
Αλλοι υποφέρουν από τη φτώχεια και άλλοι από τις καταχρήσεις του πλούτου.
Φτάνοντας στη Σαντά |
Αλογάντ ' εκάτσαν κ’ οι γαϊδιράντ έκαμαν.
Για ανθρώπους που δεν λογαριάζεις και όμως ευδοκιμούν καλύτερα.
Αμάν μη στράφτς και μη βροντάς.
Μη στάξει και μη βρέξει.
Άμον αγρούστ απίδ.
Για άνθρωπο χονδροειδή.
Άμον ακόλωτον σακίν.
Για τον αχόρταγο.
Άμον αλμεγάδ χτήνον.
Για κείνον που τον εκμεταλλεύονται.
Άμον αζούλιγον γαρκόν.
Γ ια τον ατίθασο.
Άμον αΐας Κερεκής άψουμον.
Για το σβέλτο.
Άμον αϊγούρ (άλογον).
Για αντρογυναίκες δυναμικές.
Άμον απογλύσμ.
Για μικρόσωμο.
Άμον άρκος (εν, δουλεύ).
Για χειροδύναμο
Άμον Αρμέντζ.
Για το βραδυκίνητο.
Άμον Αρμέντζα Παναΐα.
Για πολύ όμορφη.
Άμον αχαντωμένον κεράσ εχ’ άτο.
Για πράγμα που το φυλάει προσεκτικά από τους άλλους.
Άμον αχωνάρ.
Για το λαίμαργο.
Άμον γλουπισμένος πεντικός.
Για άσχημο.
Άμον ελάδ, πάντα απαγκέσ έρται.
Για τον κακό που κατορθώνει να φαίνεται αθώος.
Άμον ζουγολώρ.
Για τον ανεπιτήδειο.
Άμον ζου κοιλίαν ερούξεν οξιωκά.
Για κείνον που πέφτει σε γκάφες.
Άμον Θεού μουμούλ.
Για άνθρωπο που δεν κάνει κακό.
Άμον Καλομηνές κόπρον απάν σ’ ιφτιάρ ’κι στέκ.
Για τον περήφανο και φαντασμένο.
Άμον καρφίν καρφών το λόγον άτ.
Για κείνον που λέει βαριά και δηκτικά λόγια.
Άμον καταμάγια.
Για τον ακάθαρτο.
Άμον κλαιμένος Μάρτς.
Για τον κλαψιάρη.
Άμον κοπαλόπον.
Για καλοθρεμμένο μωρό.
Άμον κοπρακάλαθον.
Για χοντροκαμωμένο.
Άμον κοτσοπέτεινος.
Για μικρό και αδύνατο.
Άμον κουκάρα.
Για καχεκτικό και αδύνατο.
Άμον Κούρτος.
Για αγροίκο και πείσμονα.
Άμον κουταλόπον ή Άμον κουταλίτζα σ’ όλια ταράεται.
Για κείνον που ανακατεύεται σε όλα.
Άμον λιαϊλιάκος.
Για μακρολαίμη.
Άμον μάϊσσας εκραπάν.
Για κείνον που έχει πολλούς συγγενείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου