Θα πήγαινε πάρα πολύ η λεπτομερής περιγραφή όλης της πορείας ως το Ερζερούμ και το Χούνουζ, όπου κατέληξαν τα γυναικόπαιδα της Σαντάς.
Ήταν μια πορεία γεμάτη επεισόδια και περιστατικά δραματικής υφής, που συνθέτουν μαζί με τις ταλαιπωρίες στους τόπους της εξορίας, μία αληθινή τραγωδία.
Στη λέξη αυτή περιορίζω τις συνέπειες της εκτόπισης του πληθυσμού της Σαντάς. Προσθέτω μονάχα την όχι ασήμαντη λεπτομέρεια, ότι από τις τριακόσιες εβδομήντα περίπου ψυχές που φτάσανε στο Χούνουζ στις 13 Οκτώμβρη 1921, γυρίσανε — όχι στη Σαντά αλλά στην Τραπεζούντα - τον Γενάρη του 1923, λιγότερες από διακόσιες.
Ανάλογη ήταν η φθορά από το κρύο,την πείνα και την άρρώστεια που είχε το άλλο τμήμα του εξορίστου πληθυσμού, που ήταν και μεγαλύτερο, που είχε μείνει στο Ερζερούμ.
Νομίζω όμως, πως θα ήταν παράλειψη, αν δεν μνημόνευα την εντελώς ιδαίτερη περίπτωση των ιερέων της Σαντάς, που είχαν συμμεριστεί και εκείνοι την τύχη των Σανταίων. Ολοι υποφέρανε, αλλά οι δυστυχείς κληρικοί βρισκόταν σε πολύ μειονεκτική θέση, σε σύγκριση με τους πολίτες.
Αυτοί, πέρα από τις κοινές ταλαιπωρίες, είχαν να αντιμετωπίσουν και τους ιδιαίτερους εξευτελισμούς και τις ύβρεις και τις σωματικές κακώσεις, που ο θρησκευτικός φανατισμός ενέπνεε τόσο στους συνοδούς στρατιώτες ή χωροφύλακες στον δρόμο όσο και στον τουρκικό πληθυσμό των τόπων της εξορίας .
Τρεις ήσαν οι ιερείς που έφτασαν στο Χούνουζ, ο Παπαθόδωρος Δρεπανίδης, ο παπα- Αναστάσιος Καλαϊτζίδης και ο παπα -Αναστάσιος Δρεπανίδης, γιος του πρώτου. Και οι τρεις στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων. Αλύγιστοι και θαρραλέοι, οδηγητές και εμψυχωτές, υπέστησαν με καρτερία ό,τι η Μοίρα επεφύλαξε στο σχήμα τους και τίμησαν το ράσο με το παραπάνω.
Οι δύο πρώτοι δεν μπόρεσαν να αντέξουν. Ας είναι αιώνια η μνήμη τους!
Με πληροφορίες απο τον πρώτο ιστοριογράφο της Σαντάς Φίλιππο παπα Απ. Χειμωνίδη, που είχε "εκτοπιστεί" στο Χούνουζ.
Ήταν μια πορεία γεμάτη επεισόδια και περιστατικά δραματικής υφής, που συνθέτουν μαζί με τις ταλαιπωρίες στους τόπους της εξορίας, μία αληθινή τραγωδία.
Απελάσεις πλυθυσμού |
Στη λέξη αυτή περιορίζω τις συνέπειες της εκτόπισης του πληθυσμού της Σαντάς. Προσθέτω μονάχα την όχι ασήμαντη λεπτομέρεια, ότι από τις τριακόσιες εβδομήντα περίπου ψυχές που φτάσανε στο Χούνουζ στις 13 Οκτώμβρη 1921, γυρίσανε — όχι στη Σαντά αλλά στην Τραπεζούντα - τον Γενάρη του 1923, λιγότερες από διακόσιες.
Ανάλογη ήταν η φθορά από το κρύο,την πείνα και την άρρώστεια που είχε το άλλο τμήμα του εξορίστου πληθυσμού, που ήταν και μεγαλύτερο, που είχε μείνει στο Ερζερούμ.
Νομίζω όμως, πως θα ήταν παράλειψη, αν δεν μνημόνευα την εντελώς ιδαίτερη περίπτωση των ιερέων της Σαντάς, που είχαν συμμεριστεί και εκείνοι την τύχη των Σανταίων. Ολοι υποφέρανε, αλλά οι δυστυχείς κληρικοί βρισκόταν σε πολύ μειονεκτική θέση, σε σύγκριση με τους πολίτες.
Αυτοί, πέρα από τις κοινές ταλαιπωρίες, είχαν να αντιμετωπίσουν και τους ιδιαίτερους εξευτελισμούς και τις ύβρεις και τις σωματικές κακώσεις, που ο θρησκευτικός φανατισμός ενέπνεε τόσο στους συνοδούς στρατιώτες ή χωροφύλακες στον δρόμο όσο και στον τουρκικό πληθυσμό των τόπων της εξορίας .
Τρεις ήσαν οι ιερείς που έφτασαν στο Χούνουζ, ο Παπαθόδωρος Δρεπανίδης, ο παπα- Αναστάσιος Καλαϊτζίδης και ο παπα -Αναστάσιος Δρεπανίδης, γιος του πρώτου. Και οι τρεις στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων. Αλύγιστοι και θαρραλέοι, οδηγητές και εμψυχωτές, υπέστησαν με καρτερία ό,τι η Μοίρα επεφύλαξε στο σχήμα τους και τίμησαν το ράσο με το παραπάνω.
Οι δύο πρώτοι δεν μπόρεσαν να αντέξουν. Ας είναι αιώνια η μνήμη τους!
Με πληροφορίες απο τον πρώτο ιστοριογράφο της Σαντάς Φίλιππο παπα Απ. Χειμωνίδη, που είχε "εκτοπιστεί" στο Χούνουζ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου