Τον Σεπτέμβρη του 1922 ύστερα από την Μικρασιατική καταστροφή κατέβηκε ο στρατάρχης Κερά Μπεκίρ πασάς στην Τραπεζούντα και σαν έμαθε την ύπαρξη και την δράση των ανταρτών της Σάντας υποχρέωσε τον Μητροπολίτη Ροδοπόλεως να τους παρακινήσει να παραδοθούν, με την υπόσχεση πως θα διατάξει να μεταφερθούν οι οικογένειες τους από τα βάθη της Μικράς Ασίας.
Αυτή τη φορά με κάλεσε ο Μητροπολίτης ν' ανέβω για δεύτερη φορά στη Σάντα. Ανέβηκα με συνοδεία δύο Τούρκων χωροφυλάκων την 16 του Σεπτέμβρη στο μοναστήρι Περιστερά. Την επαύριον πρωί οι χωροφύλακες δήλωσαν πως δεν τολμούν ν’ ανέβουν στη Σάντα, και παρακάλεσαν τον Ηγούμενο να στείλει ένα καλόγερο μαζί μου. Ανεβήκαμε με τον καλόγερο στο Πυργί, περάσαμε κάτω από το βουνό Κουραγμέντσα και ζυγώσαμε στο παρχάρι Αμπάρια.
Στην Κουραγμέντσα μας παραμόνευε ο θάνατος χωρίς να το ξέρουμε. Εκεί ήσαν κρυμμένοι 5 αντάρτες Γαλιανίτες, που με βρήκαν αργότερα στην Τραπεζούντα και μούλεγαν πως με παραμόνευαν εκείνην την ημέρα για να με σκοτώσουν, γιατί μερικές γυναίκες Γαλιανίτισες που με είδαν έτρεξαν στα λημέρια των ανταρτών και τους ειδοποίησαν πως έρχεται κάποιος Τούρκος που ξέρει καλά τα ελληνικά, λέει πως είναι Σανταίος και θ' ανέβει μαζί με δυο χωροφύλακες στη Σάντα. Χριστέ και Παναγιά!
Σαν άκουσαν αυτά τα ακατανόητα λέω στους Γαλιανίτες :«Βρε παιδιά, σαν διάβαζα το βαγγέλιο κοντά σας και έκανα και το σταυρό μου δε θα με πιστεύατε ότι είμαι Χριστιανός;» «Όχι» μου απάντησαν. «Καλά» τους είπα, «αν σας παρακαλούσα να με παρουσιάσετε στον Ευκλείδη και στους αντάρτες της Σάντας για να σας διαβεβαιώσουν ότι είμαι Σανταίος και μάλιστα δάσκαλος τους τι θα κάνατε;».
«Αΐ, τότε θα σ’ αφήναμε, μα η μεγάλη μας μανία εναντίον των Τούρκων δεν θα επέτρεπε να χάσουμε όλη την υποψία μας και θα σε τσιμπούσαμε με τις κάμες μια δυο φορές ώσπου να σε αποτελειώσουμε. Και τι τα θέλεις δάσκαλε; Εσένα σε γλύτωσε ο καλόγερος που σε συνόδευε, γιατί μόλις τον είδαμε τον καλόγερο καταλάβαμε πως και εσύ είσαι χριστιανός».
Τέλος φτάσαμε στ' Αμπάρια. Οι θερίστριες της Γαλίανας θερίζανε μια χαρά τα χόρτα του βουνίσιου λιβαδιού. Τις βλέπαμε και τις μακαρίζαμε γιατί μέσ’ την τόση κοσμοχαλασιά βρεθήκανε και Ελληνίδες να θερίζουνε χόρτο πάνω στα έρημα βουνά μακριά απ' τα χωριά. Εμείς που γλυτώσαμε απ' του χάρου τα δόντια διασχίσαμε τα βουνά της Γαλίανας σκυφτοί, σιωπηλοί. Η γύρω μας απέραντη ερημιά, όπου δεν άκουγες ούτε και το παραμικρό κελάηδισμα πουλιού, μας βούβανε κυριολεκτικά. Πεζοπορούσαμε επί 3 ώρες. Φτάσαμε στα σύνορα της Σάντας, στο Κιμισλή πήραμε τον κατήφορο του Λιθουπουρέν και γυρίσαμε κατά το Σταμόπον όπου είχαν τα λημέρια τους οι αντάρτες.
Αυτή τη φορά με κάλεσε ο Μητροπολίτης ν' ανέβω για δεύτερη φορά στη Σάντα. Ανέβηκα με συνοδεία δύο Τούρκων χωροφυλάκων την 16 του Σεπτέμβρη στο μοναστήρι Περιστερά. Την επαύριον πρωί οι χωροφύλακες δήλωσαν πως δεν τολμούν ν’ ανέβουν στη Σάντα, και παρακάλεσαν τον Ηγούμενο να στείλει ένα καλόγερο μαζί μου. Ανεβήκαμε με τον καλόγερο στο Πυργί, περάσαμε κάτω από το βουνό Κουραγμέντσα και ζυγώσαμε στο παρχάρι Αμπάρια.
Στην Κουραγμέντσα μας παραμόνευε ο θάνατος χωρίς να το ξέρουμε. Εκεί ήσαν κρυμμένοι 5 αντάρτες Γαλιανίτες, που με βρήκαν αργότερα στην Τραπεζούντα και μούλεγαν πως με παραμόνευαν εκείνην την ημέρα για να με σκοτώσουν, γιατί μερικές γυναίκες Γαλιανίτισες που με είδαν έτρεξαν στα λημέρια των ανταρτών και τους ειδοποίησαν πως έρχεται κάποιος Τούρκος που ξέρει καλά τα ελληνικά, λέει πως είναι Σανταίος και θ' ανέβει μαζί με δυο χωροφύλακες στη Σάντα. Χριστέ και Παναγιά!
Σαν άκουσαν αυτά τα ακατανόητα λέω στους Γαλιανίτες :«Βρε παιδιά, σαν διάβαζα το βαγγέλιο κοντά σας και έκανα και το σταυρό μου δε θα με πιστεύατε ότι είμαι Χριστιανός;» «Όχι» μου απάντησαν. «Καλά» τους είπα, «αν σας παρακαλούσα να με παρουσιάσετε στον Ευκλείδη και στους αντάρτες της Σάντας για να σας διαβεβαιώσουν ότι είμαι Σανταίος και μάλιστα δάσκαλος τους τι θα κάνατε;».
«Αΐ, τότε θα σ’ αφήναμε, μα η μεγάλη μας μανία εναντίον των Τούρκων δεν θα επέτρεπε να χάσουμε όλη την υποψία μας και θα σε τσιμπούσαμε με τις κάμες μια δυο φορές ώσπου να σε αποτελειώσουμε. Και τι τα θέλεις δάσκαλε; Εσένα σε γλύτωσε ο καλόγερος που σε συνόδευε, γιατί μόλις τον είδαμε τον καλόγερο καταλάβαμε πως και εσύ είσαι χριστιανός».
Σάντα : Θερισμός |
Τέλος φτάσαμε στ' Αμπάρια. Οι θερίστριες της Γαλίανας θερίζανε μια χαρά τα χόρτα του βουνίσιου λιβαδιού. Τις βλέπαμε και τις μακαρίζαμε γιατί μέσ’ την τόση κοσμοχαλασιά βρεθήκανε και Ελληνίδες να θερίζουνε χόρτο πάνω στα έρημα βουνά μακριά απ' τα χωριά. Εμείς που γλυτώσαμε απ' του χάρου τα δόντια διασχίσαμε τα βουνά της Γαλίανας σκυφτοί, σιωπηλοί. Η γύρω μας απέραντη ερημιά, όπου δεν άκουγες ούτε και το παραμικρό κελάηδισμα πουλιού, μας βούβανε κυριολεκτικά. Πεζοπορούσαμε επί 3 ώρες. Φτάσαμε στα σύνορα της Σάντας, στο Κιμισλή πήραμε τον κατήφορο του Λιθουπουρέν και γυρίσαμε κατά το Σταμόπον όπου είχαν τα λημέρια τους οι αντάρτες.
Το Σταμόπον ήταν τοποθεσία καλή για τους αντάρτες. Βρισκόταν στην κορφή του ψηλού λόφου Τσιφίνια. Από κει μπορούσες να κατοπτεύσεις όλη την περιφέρεια Σάντας, και μπορούσανε οι αντάρτες σε περίπτωση αιφνιδιασμού του τούρκικου ατρατού να καταφύγουν από εκεί στα παρακάτω δάση του Κρέν και να γίνουν άφαντοι. Για τα δάση αυτά και για όλα τα δάση της Σάντας μου λέγε ο Ευκλείδης: «Είμαστε δάσκαλε, ευγνώμονες στους πατέρες μας, γιατί μας φυλάξανε τα δάση αυτά, όπου δεν τολμούσαν να εισβάλλουν οι Τούρκοι και όπου σώθηκε και η δική μας ύπαρξη και η τιμή της πατρίδος μας».
Παρουσιάσαμε το γράμμα του Μητροπολίτη στους αντάρτες, που μας ρωτούσανε με μεγάλη αδημσνία για την Μικρασιατική καταστροφή. Πολλοί αντάρτες και μάλιστα οι οπλαρχηγοί δεν μπορούσανε να πιστέψουν ούτε να φανταστούν την έκταση της καταστροφής εκείνης. Όταν τους αναπτύξαμε πως ζωντάνεψε η Τουρκία και μας κατέβαλε χάρη στην υποστήριξη των Γάλλων ακούστηκαν κατάρες και αναθέματα εκ μέρους των ανταρτών εναντίον των έκφυλων αυτών Ευρωπαίων που πρόδωσαν την σύμμαχό τους Ελλάδα για τα ταπεινά τους συμφέροντα.
Στο ταξίδι αυτό είχα τον καιρό και την διάθεση να μελετήσω την ζωή των ανταρτών. Καθημερινά σχεδόν οι αντάρτες μας ήσαν υποχρεωμένοι να συγκρουστούν με τον τούρκικο στρατό, την χωροφυλακή, τους τσετέδες και τους Τούρκους ληστές, ή να εκτεθούν στις βροχές και τα χιόνια, στην παγωνιά λόγω της καταδιώξεως. Συχνά πυκνά ήσαν αναγκασμένοι να διασχίζουν με την νύχτα τα χιονισμένα βουνά της Σάντας και της Γαλίανας με θερμοκρασία 25-30 κάτω του μηδενός, αιτία η καταδίωξη και πολλές φορές έτυχε μερικές ομάδες 10-20 ανταρτών εξαντλημένοι από την ατελείωτη πεζοπορία να πλαγιάσουν νύχτα μεσάνυχτα στα παγωμένα βουνά της Σάντας, προπαντός στο Κιμισλή. Πολλοί απ' αυτούς απόκτησαν αρθριτικά, ρευματισμούς, κρυοπαγήματα και όμως ήσαν κατενθουσιασμένοι με την ζωή τους γιατί ζούσαν ελεύθεροι, και η ελευθερία ήταν το παν γι' αυτούς. Αυτοί δεν ανέχονταν το παραμικρό στραβοπάτημα των Τούρκων. Κανείς Τούρκος πού έβλαψε και τον ελάχιστον Σανταίον δεν γλύτωσε από τα χέρια των ανταρτών μας.
Επίσης είχα το ευτύχημα να δω και να θαυμάσω την τάξη που επικρατούσε στην διοργάνωση του ανταρτικού μας σώματος. Όλα ήσαν εκ των προτέρων ζυγισμένα, καθορισμένα χάρις στην διορατικότητα του αρχηγού Ευκλείδη. Πειθαρχία αυστηρή κάτω από την σιδερένια γροθιά του αρχηγού. Η αποθήκευση των τροφίμων σ' όλα τα βουνά της Σάντας, της Γαλίανας και του Σουμελά γινόταν με μεθοδικότητα απαράμιλλη και με μια μυστικότητα άφθαστη. Τα τρόφιμα που αποθηκεύονταν στις σπηλιές, στους βράχους και στα δάση των ανωτέρω βουνών μπορούσαν να διατηρηθούν επί μήνες. Οι μυρωδάτοι καβουρμάδες προπαντός με τις τενεκεδένιες κάσες τους ύστερα από ένα χρόνο και περισσότερο βγαίναν απ’ τις σπηλιές κατακάθαροι, ασημένιοι, οι πατάτες επίσης, σιτάρι, άλευρα επίσης.
Στην μαγειρική τους ήσαν άφθαστοι. Απορεί κανείς πως κατορθώνανε ύστερα από τόση και τόση καταδίωξη, να σκεφθούν περί μαγειρικής με τα σωστά. Μαγειρεύανε καθημερινά, όχι όμως στην εποχή της καταδίωξης, πατάτες με κρέας, λάχανα με κρέας, φτιάχνανε μπριζόλες εξαιρετικές, φτιάχνανε ζυμαρικά με αλεσμένο κρέας, κάνανε τηγανίτες, κάπου κάπου φτιάχνανε κρεμμυδάτο πλιγούρι ,πιλάφι κ.λ.π.
Είναι μυστήριο πως κατόρθωναν να εξοικονομήσουν τα υλικά για την μαγειρική τους αυτή και πως κατόρθωναν να χρησιμοποιήσουν τα ογκώδη μαγειρικά τους σκεύη όπου ήθελαν κι' όποτε ήθελαν. Στην εποχή της αυστηρής καταδίωξης κρύβανε επιμελώς ή και παραχώνανε τα μαγειρικά σκεύη κι αυτοί κάνανε τότε την απαραίτητη μετακίνηση από βουνό σε βουνό και από σπηλιά σε σπηλιά έχοντας για μόνα εφόδια πατάτες και πρόβειο καβουρμά.
Στις μαύρες μέρες της καταδίωξης δεν μένανε βέβαια ενθουσιασμένοι με το διαιτολόγιο τους αυτό, γιατί η συχνή χρήση του καβουρμά και της πατάτας τους προξενούσε στοματικές και γαστρικές διαταραχές μα ευλογούσαν και το όνομα της πατρίδας μας που στη τόσο φοβερή μπόρα μπόρεσε αυτή αν και άγονη να εφοδιάσει τα παιδιά της με μια τροφή,χωρίς την οποία είναι ζήτημα αν θα μπορούσανε να συνεχίσουν επί τόσα χρονιά τα παλληκάρια μας τον αγώνα τους εναντίον των Τούρκων.
Παρουσιάσαμε το γράμμα του Μητροπολίτη στους αντάρτες, που μας ρωτούσανε με μεγάλη αδημσνία για την Μικρασιατική καταστροφή. Πολλοί αντάρτες και μάλιστα οι οπλαρχηγοί δεν μπορούσανε να πιστέψουν ούτε να φανταστούν την έκταση της καταστροφής εκείνης. Όταν τους αναπτύξαμε πως ζωντάνεψε η Τουρκία και μας κατέβαλε χάρη στην υποστήριξη των Γάλλων ακούστηκαν κατάρες και αναθέματα εκ μέρους των ανταρτών εναντίον των έκφυλων αυτών Ευρωπαίων που πρόδωσαν την σύμμαχό τους Ελλάδα για τα ταπεινά τους συμφέροντα.
Στο ταξίδι αυτό είχα τον καιρό και την διάθεση να μελετήσω την ζωή των ανταρτών. Καθημερινά σχεδόν οι αντάρτες μας ήσαν υποχρεωμένοι να συγκρουστούν με τον τούρκικο στρατό, την χωροφυλακή, τους τσετέδες και τους Τούρκους ληστές, ή να εκτεθούν στις βροχές και τα χιόνια, στην παγωνιά λόγω της καταδιώξεως. Συχνά πυκνά ήσαν αναγκασμένοι να διασχίζουν με την νύχτα τα χιονισμένα βουνά της Σάντας και της Γαλίανας με θερμοκρασία 25-30 κάτω του μηδενός, αιτία η καταδίωξη και πολλές φορές έτυχε μερικές ομάδες 10-20 ανταρτών εξαντλημένοι από την ατελείωτη πεζοπορία να πλαγιάσουν νύχτα μεσάνυχτα στα παγωμένα βουνά της Σάντας, προπαντός στο Κιμισλή. Πολλοί απ' αυτούς απόκτησαν αρθριτικά, ρευματισμούς, κρυοπαγήματα και όμως ήσαν κατενθουσιασμένοι με την ζωή τους γιατί ζούσαν ελεύθεροι, και η ελευθερία ήταν το παν γι' αυτούς. Αυτοί δεν ανέχονταν το παραμικρό στραβοπάτημα των Τούρκων. Κανείς Τούρκος πού έβλαψε και τον ελάχιστον Σανταίον δεν γλύτωσε από τα χέρια των ανταρτών μας.
Επίσης είχα το ευτύχημα να δω και να θαυμάσω την τάξη που επικρατούσε στην διοργάνωση του ανταρτικού μας σώματος. Όλα ήσαν εκ των προτέρων ζυγισμένα, καθορισμένα χάρις στην διορατικότητα του αρχηγού Ευκλείδη. Πειθαρχία αυστηρή κάτω από την σιδερένια γροθιά του αρχηγού. Η αποθήκευση των τροφίμων σ' όλα τα βουνά της Σάντας, της Γαλίανας και του Σουμελά γινόταν με μεθοδικότητα απαράμιλλη και με μια μυστικότητα άφθαστη. Τα τρόφιμα που αποθηκεύονταν στις σπηλιές, στους βράχους και στα δάση των ανωτέρω βουνών μπορούσαν να διατηρηθούν επί μήνες. Οι μυρωδάτοι καβουρμάδες προπαντός με τις τενεκεδένιες κάσες τους ύστερα από ένα χρόνο και περισσότερο βγαίναν απ’ τις σπηλιές κατακάθαροι, ασημένιοι, οι πατάτες επίσης, σιτάρι, άλευρα επίσης.
Κατά το καλοκαίρι του 1922 οι Τούρκοι βρήκανε την Αχίλλειο πτέρνα των ανταρτών. Αντελήφθησαν, αν και αργά, ότι ο μόνος τρόπος συντριβής των ανταρτών ήταν η ανεύρεση των κρυμμένων τροφίμων τους και η λαφυραγώγηση τους. Και έτσι άρχισαν εντός του Αυγούστου του 1922 γενική έρευνα για να βρούν τα κρυμμένα τρόφιμα των ανταρτών στα βουνά, στα σπήλαια, στα δάση όλων των γύρω της Σάντας περιφερειών. Η έρευνα έμεινε άκαρπη γιατί δεν βρήκαν πουθενά οι Τούρκοι ούτε ένα σπυρί σιτάρι και όταν μας αφηγήθηκε ο Ευκλείδης τα της ερεύνης αυτής τον βλέπαμε να αγωνιά και να τρέμει σαν να πέτυχαν οι Τούρκοι στην έρευνά τους. Αυτό και μόνον φανερώνει πόσο μεγάλο κίνδυνο διέτρεξαν οι αντάρτες τότε.
Χαλκοπούλ |
Είναι μυστήριο πως κατόρθωναν να εξοικονομήσουν τα υλικά για την μαγειρική τους αυτή και πως κατόρθωναν να χρησιμοποιήσουν τα ογκώδη μαγειρικά τους σκεύη όπου ήθελαν κι' όποτε ήθελαν. Στην εποχή της αυστηρής καταδίωξης κρύβανε επιμελώς ή και παραχώνανε τα μαγειρικά σκεύη κι αυτοί κάνανε τότε την απαραίτητη μετακίνηση από βουνό σε βουνό και από σπηλιά σε σπηλιά έχοντας για μόνα εφόδια πατάτες και πρόβειο καβουρμά.
Στις μαύρες μέρες της καταδίωξης δεν μένανε βέβαια ενθουσιασμένοι με το διαιτολόγιο τους αυτό, γιατί η συχνή χρήση του καβουρμά και της πατάτας τους προξενούσε στοματικές και γαστρικές διαταραχές μα ευλογούσαν και το όνομα της πατρίδας μας που στη τόσο φοβερή μπόρα μπόρεσε αυτή αν και άγονη να εφοδιάσει τα παιδιά της με μια τροφή,χωρίς την οποία είναι ζήτημα αν θα μπορούσανε να συνεχίσουν επί τόσα χρονιά τα παλληκάρια μας τον αγώνα τους εναντίον των Τούρκων.
Και οι πατάτες αυτές και τα λάχανα φύτρωναν και ευδοκιμούσαν 3 χρόνια συνέχεια στα χωράφια και στους κήπους της Σάντας χωρίς καμία φροντίδα εκ μέρους των ανταρτών, λες και κατάντησαν αυτοφυή φυτά. Το ψωμί το χόρτασαν μονάχα το φθινόπωρο του 1922 όταν λήστεψαν τους Κούρδους που θέλανε να φέρουν το σιτάρι τους για πώληση στην Κρώμνη και τους υποχρέωσαν να το μεταφέρουν στη Σάντα με τα γαϊδουράκια τους και να επιστρέψουν με αδειανά χέρια. Μόλις βάλανε το σιτάρι στο χέρι διορθώσανε τον νερόμυλο Ισχανάντων και εκεί άλεθαν γραμμή το σιτάρι τους.
Τους βρήκα και με νοσοκομειακή οργάνωση. Τους πλάκωσε ο εξανθηματικός τύφος κι αυτοί μη βρίσκοντας ασφαλισμένο καταφύγιο στήνανε αντίσκηνα μέσα σε πυκνό δάσος από έλατα στη θέση Ρεσχανάδες λίγο παραπάνω από τον νερόμυλο Ισχανάντων και εκεί περιποιόνταν ο ένας τον άλλο. Για γιατρό και νοσοκόμο είχαν τον Γιάννη Κουφατζή που φρόντιζε να προμηθευτεί από την Τραπεζούντα με φάρμακα και οδηγίες. Και πολλοί άλλοι αντάρτες πήρανε το χρίσμα του νοσοκόμου και πέτυχαν καλά αποτελέσματα. Υπόφεραν πολύ από τον εξανθηματικό τύφο , μα δεν έχασαν κανένα.
Πρόσεξα ιδιαίτερα τον πατριωτισμό τους. Ο πατριωτισμός των ανταρτών μας ήταν άφθαστος. Ονειρεύονταν αυτοί Ελλάδα των 30 εκατομμυρίων, Ελλάδα μέχρι την Τραπεζούντα, Ελλάδα με πρωτεύουσα την Πόλη. Όλα τα όνειρα του έθνους μας, όλη η Μεγάλη ιδέα βρήκε καταφύγιο στη θερμή καρδιά και στην ατρόμητη ψυχή των παλικαριών μας. Οι περισσότεροι αντάρτες μας είχανε στα στήθη τους την εικόνα του Βενιζέλου. Την Μικρασιατική καταστροφή την πήρανε σαν ένα μικρό σύννεφο ανίκανο να επισκιάσει τον ήλιο της χώρας που ανάπτυξε τον καλύτερο πολιτισμό.
Σώμα και ψυχή των ανταρτών ήσαν καμωμένα από ατσάλι. Σωματικά ήσαν τόσο σκληραγωγημένοι, ώστε μπορούσαν να υποφέρουν πείνα , δίψα και πολλές κακουχίες χωρίς να κλονιστεί η υγεία τους Το οικογενειακό αίσθημα ήταν πολύ ανεπτυγμένο σ' αυτούς. Όλοι τους με αγωνία μου ζητούσαν κάθε φορά που ανέβαινα στη Σάντα πληροφορίες για την τύχη των οικογενειών τους, που κρύβονταν στην Τραπεζούντα και στα περίχωρα της. Για όλες τις οικογένειες των ανταρτών είχα ακριβείς πληροφορίες γιατί διέμενα στην Τραπεζούντα και οι ειδήσεις αυτές τους δίνανε πραγματική ανακούφιση.
Είπαμε πολλά για την ζωή των ανταρτών μας. Έζησαν αυτοί την ζωή των κλεφτών της παλαιάς Ελλάδας, ζωή σκληρή, μαρτυρική, μα η ζωή αυτή δόξασε την Σάντα και έσωσε την τιμή του ελληνισμού του Πόντου. Τα παλληκάρια μας κάθε ώρα και στιγμή εμψυχώνονταν από την δοξασμένη ιστορία μας και υπενθύμιζαν στους αιμοδιψείς Τούρκους πως δεν είναι δυνατόν να εξοντώσουν ένα αρχαίο έθνος, που και στα τελευταία χρόνια ανέδειξε Διάκους, Κολοκοτρωναίους, Καραϊσκάκηδες, Μαυρομιχαλαίους και τόσους άλλους.
Και τώρα ας ρίξουμε μια ματιά στο τέλος του β' ταξιδιού μας. Το πρωί της 19 του Σεπτέμβρη εγώ και ο καλόγερος ξεκινήσαμε από την Σάντα για το μοναστήρι του Περιστερά. Oι αντάρτες μας δώσανε την απάντηση στο γράμμα του Μητροπολίτη, μα δυστυχώς δεν μπόρεσα να περισώσω αντίγραφα ούτε του γράμματος του Μητροπολίτη, ούτε και της απάντησης των ανταρτών των ανταρτών.
Θυμόμαστε μονάχα ότι ο αρχηγός διαμαρτυρήθηκε για την δολοφονία του Γ. Σισμανίδη στο νοσοκομείο των φυλακών Τραπεζούντας και ότι δήλωσε αδυναμία να παραδοθεί. Η απάντηση αυτή δεν άρεσε στις τουρκικές αρχές και μετά ένα μήνα, στις 11 του Οκτώβρη του 1922 με ειδοποίησε ο Μητροπολίτης να ξεκινήσω και τρίτη φορά για την Σάντα με νέο του γράμμα.
Τους βρήκα και με νοσοκομειακή οργάνωση. Τους πλάκωσε ο εξανθηματικός τύφος κι αυτοί μη βρίσκοντας ασφαλισμένο καταφύγιο στήνανε αντίσκηνα μέσα σε πυκνό δάσος από έλατα στη θέση Ρεσχανάδες λίγο παραπάνω από τον νερόμυλο Ισχανάντων και εκεί περιποιόνταν ο ένας τον άλλο. Για γιατρό και νοσοκόμο είχαν τον Γιάννη Κουφατζή που φρόντιζε να προμηθευτεί από την Τραπεζούντα με φάρμακα και οδηγίες. Και πολλοί άλλοι αντάρτες πήρανε το χρίσμα του νοσοκόμου και πέτυχαν καλά αποτελέσματα. Υπόφεραν πολύ από τον εξανθηματικό τύφο , μα δεν έχασαν κανένα.
Πρόσεξα ιδιαίτερα τον πατριωτισμό τους. Ο πατριωτισμός των ανταρτών μας ήταν άφθαστος. Ονειρεύονταν αυτοί Ελλάδα των 30 εκατομμυρίων, Ελλάδα μέχρι την Τραπεζούντα, Ελλάδα με πρωτεύουσα την Πόλη. Όλα τα όνειρα του έθνους μας, όλη η Μεγάλη ιδέα βρήκε καταφύγιο στη θερμή καρδιά και στην ατρόμητη ψυχή των παλικαριών μας. Οι περισσότεροι αντάρτες μας είχανε στα στήθη τους την εικόνα του Βενιζέλου. Την Μικρασιατική καταστροφή την πήρανε σαν ένα μικρό σύννεφο ανίκανο να επισκιάσει τον ήλιο της χώρας που ανάπτυξε τον καλύτερο πολιτισμό.
Σώμα και ψυχή των ανταρτών ήσαν καμωμένα από ατσάλι. Σωματικά ήσαν τόσο σκληραγωγημένοι, ώστε μπορούσαν να υποφέρουν πείνα , δίψα και πολλές κακουχίες χωρίς να κλονιστεί η υγεία τους Το οικογενειακό αίσθημα ήταν πολύ ανεπτυγμένο σ' αυτούς. Όλοι τους με αγωνία μου ζητούσαν κάθε φορά που ανέβαινα στη Σάντα πληροφορίες για την τύχη των οικογενειών τους, που κρύβονταν στην Τραπεζούντα και στα περίχωρα της. Για όλες τις οικογένειες των ανταρτών είχα ακριβείς πληροφορίες γιατί διέμενα στην Τραπεζούντα και οι ειδήσεις αυτές τους δίνανε πραγματική ανακούφιση.
Είπαμε πολλά για την ζωή των ανταρτών μας. Έζησαν αυτοί την ζωή των κλεφτών της παλαιάς Ελλάδας, ζωή σκληρή, μαρτυρική, μα η ζωή αυτή δόξασε την Σάντα και έσωσε την τιμή του ελληνισμού του Πόντου. Τα παλληκάρια μας κάθε ώρα και στιγμή εμψυχώνονταν από την δοξασμένη ιστορία μας και υπενθύμιζαν στους αιμοδιψείς Τούρκους πως δεν είναι δυνατόν να εξοντώσουν ένα αρχαίο έθνος, που και στα τελευταία χρόνια ανέδειξε Διάκους, Κολοκοτρωναίους, Καραϊσκάκηδες, Μαυρομιχαλαίους και τόσους άλλους.
Ερείπια της Μονής Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα |
Και τώρα ας ρίξουμε μια ματιά στο τέλος του β' ταξιδιού μας. Το πρωί της 19 του Σεπτέμβρη εγώ και ο καλόγερος ξεκινήσαμε από την Σάντα για το μοναστήρι του Περιστερά. Oι αντάρτες μας δώσανε την απάντηση στο γράμμα του Μητροπολίτη, μα δυστυχώς δεν μπόρεσα να περισώσω αντίγραφα ούτε του γράμματος του Μητροπολίτη, ούτε και της απάντησης των ανταρτών των ανταρτών.
Θυμόμαστε μονάχα ότι ο αρχηγός διαμαρτυρήθηκε για την δολοφονία του Γ. Σισμανίδη στο νοσοκομείο των φυλακών Τραπεζούντας και ότι δήλωσε αδυναμία να παραδοθεί. Η απάντηση αυτή δεν άρεσε στις τουρκικές αρχές και μετά ένα μήνα, στις 11 του Οκτώβρη του 1922 με ειδοποίησε ο Μητροπολίτης να ξεκινήσω και τρίτη φορά για την Σάντα με νέο του γράμμα.
Μιλτιάδης Νυμφόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου