Μετά την ανταλλαγή του 1923
Το φθινόπωρο του 1922 άρχισε η ανταλλαγή των πληθυσμών και στις 30 Ιανουαρίου 1923 υπογράφηκε στη Λοζάνη της Ελβετίας η σχετική σύμβαση, στο πλαίσιο της συνολικής συνθήκης.
Στην Ελλάδα και ειδικότερα στη Μακεδονία και την περιοχή της Θεσσαλονίκης, ήρθαν να εγκατασταθούν χιλιάδες πρόσφυγες, ανάμεσα τους και οι Έλληνες από τον Πόντο. Έτσι, η απογραφή των προσφύγων μέσα στην ιστορική τους πατρίδα έγινε τον Απρίλιο του 1923.
Η εφαρμογή της σύμβασης άρχισε τον Μάιο του 1923, όταν όλοι σχεδόν οι πρόσφυγες βρίσκονταν στην Ελλάδα. Η τραγελαφική αυτή υπόθεση δείχνει την κατάσταση που επικρατούσε εκείνα τα χρόνια στις διεθνείς σχέσεις και πόσο οι μεγάλες Δυνάμεις υπολόγιζαν τους Έλληνες και τους Τούρκους, ή πιο σωστά, τους χριστιανούς και τους μουσουλμάνους, αφού η ανταλλαγή αφορούσε θρησκευτικές και όχι εθνικές ομάδες ανθρώπων.
Οι τετρακόσιες, περίπου, χιλιάδες πρόσφυγες από τον Πόντο, αφού ταλαιπωρήθηκαν πάνω στα καράβια, στο νοσοκομείο Μπαλουκλί, σε καταυλισμούς στο Σελιμιέ και στον Άγιο Στέφανο της Κωνσταντινούπολης, στη Χάλκη, και αλλού, μαστιζόμενοι από τυφοειδή πυρετό και χολέρα, έφτασαν στην Ελλάδα, όπου τους περισσότερους τους έκλεισαν στα λοιμοκαθαρτήρια της Μακρονήσου, του Αγίου Γεωργίου και του Καραμπουρνού, ενώ αρκετοί στεγάστηκαν σε πρόχειρους προσφυγικούς καταυλισμούς, σε σκηνές, σε παράγκες, εγκαταλειμμένα εργοστάσια, αποθήκες στην Καλαμαριά, στο Χαρμάγκιοϊ (Κορδελιό σήμερα), στο Αρσακλί (Πανόραμα σήμερα), στο Νταούτμπαλι (Ωραιόκαστρο σήμερα), στην Τούμπα, μαζί με τους Μικρασιάτες πρόσφυγες, στο Σέδες (Θέρμη σήμερα) κ. α. Τους πρώτους μήνες σημειώθηκαν και οι μεγαλύτερες ανθρώπινες απώλειες από επιδημίες και από τις κακές συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων.
Το φθινόπωρο του 1922 άρχισε η ανταλλαγή των πληθυσμών και στις 30 Ιανουαρίου 1923 υπογράφηκε στη Λοζάνη της Ελβετίας η σχετική σύμβαση, στο πλαίσιο της συνολικής συνθήκης.
Στην Ελλάδα και ειδικότερα στη Μακεδονία και την περιοχή της Θεσσαλονίκης, ήρθαν να εγκατασταθούν χιλιάδες πρόσφυγες, ανάμεσα τους και οι Έλληνες από τον Πόντο. Έτσι, η απογραφή των προσφύγων μέσα στην ιστορική τους πατρίδα έγινε τον Απρίλιο του 1923.
Η εφαρμογή της σύμβασης άρχισε τον Μάιο του 1923, όταν όλοι σχεδόν οι πρόσφυγες βρίσκονταν στην Ελλάδα. Η τραγελαφική αυτή υπόθεση δείχνει την κατάσταση που επικρατούσε εκείνα τα χρόνια στις διεθνείς σχέσεις και πόσο οι μεγάλες Δυνάμεις υπολόγιζαν τους Έλληνες και τους Τούρκους, ή πιο σωστά, τους χριστιανούς και τους μουσουλμάνους, αφού η ανταλλαγή αφορούσε θρησκευτικές και όχι εθνικές ομάδες ανθρώπων.
NATIONAL GEOGRAPHIC |
Η άμεση εγκατάσταση των προσφύγων στα σπίτια, που εγκατέλειπαν στην Ελλάδα οι μουσουλμάνοι, δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί, γιατί οι ανταλλάξιμοι 350.000 περίπου μουσουλμάνοι εγκατέλειψαν την Ελλάδα μόνον όταν ήταν έτοιμη η υποδοχή τους στην Τουρκία, σύμφωνα με τα μέτρα που προέβλεπε η συνθήκη της ανταλλαγής των πληθυσμών. Η αναχώρησή τους, δηλαδή, άρχισε το 1923 και ολοκληρώθηκε το 1924. Είχαν προβλέψει και για αυτό οι μεγάλες δυνάμεις.
Με μία πολύ έξυπνη πολιτική, η ελληνική κυβέρνηση προώθησε τους πρόσφυγες σε περιοχές, όπου υπήρχαν σλαβόφωνοι ή, εν μέρει, και ρουμανόφωνοι ελληνικοί πληθυσμοί, τους οποίους — καθώς και τις περιοχές αυτές — διεκδικούσαν η Σερβία και η Βουλγαρία, αλλά και η Ρουμανία (και οι τρεις με βασιλικά καθεστώτα).
Έτσι, άλλαξε εντελώς ο χάρτης στις περιοχές αυτές της Μακεδονίας και της Θράκης και πλειοψηφία πλέον έγιναν οι πρόσφυγες Έλληνες, οι οποίοι, βέβαια, δεν ήταν δυνατόν να διεκδικηθούν από τους γειτονικούς Σλάβους.
Στην αρχή, οι Πόντιοι απομονώθηκαν από τους γηγενείς, οι οποίοι φέρθηκαν εχθρικά απέναντι σε όλους τους πρόσφυγες, πιστεύοντας ότι οι «τουρκόσποροι» θα έπαιρναν τα κτήματά τους.
Πιο εχθρικά φέρθηκαν απέναντι στους Πόντιους, που είχαν περισσότερες ιδιαιτερότητες, κυρίως στη γλώσσα, ενώ δέχτηκαν κάπως καλύτερα τους Θρακιώτες και με συγκατάβαση τους Μικρασιάτες, που και οι δύο αυτές ομάδες Ελλήνων μιλούσαν μια γλώσσα ευκολονόητη από τους άλλους Έλληνες.
Με τον καιρό, όμως, όλοι κατάλαβαν ότι είχαν την ίδια ελληνική καταγωγή και μετά από δύο ή τρεις δεκαετίες αναμίχθηκαν σε σημείο που πλέον δεν τους χώριζε τίποτε, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις φανατικών και από τις δύο πλευρές, που δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν και να λύσουν το πρόβλημα των παράλογων διαφορών μεταξύ Ελλήνων. Ο υπόλοιπος ελληνισμός, με το νέο αίμα των προσφύγων, προχώρησε στον δρόμο της ανάπτυξης, όσο, βέβαια, το επέτρεπαν αυτό οι διεθνείς και οι εσωτερικές συγκυρίες (δικτατορία Μεταξά, δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, εμφύλιος πόλεμος, αμερικανοκρατία κ. τ. λ.).
Η αποκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα θεωρήθηκε από μερικούς ως μια μεγάλη ευεργεσία των ελληνικών κυβερνήσεων — ιδιαίτερα του Ελευθέριου Βενιζέλου —, ενώ ήταν το λιγότερο που μπορούσαν να κάνουν για τους ξεριζωμένους βίαια από τις εστίες τους Έλληνες της Ανατολής, εκείνοι που αποφάσιζαν για την τύχη τους, χωρίς καν να τους ρωτήσουν.
Τη μερική αποκατάστασή τους οι πρόσφυγες γεωργοί στις γύρω από τη Θεσσαλονίκη περιοχές και σε ολόκληρη την Ελλάδα την πλήρωσαν με τις κρατήσεις που τους γίνονταν κατά την παράδοση των προϊόντων τους (κυρίως του σιταριού), τα γνωστά «γεώμορα» (που πλήρωσαν έως και τις αρχές της δεκαετίας του 1960), ενώ δεν εξαιρέθηκαν από τον φόρο της «δεκάτης» (κρατήσεις 10%, όχι σε κάθε κεφάλι εδώ, αλλά σε κάθε οικογένεια, από το σύνολο των γεωργικών τους προϊόντων), που ενώ καταργήθηκε επίσημα το 1927, διατηρήθηκε, όμως, με διάφορες μορφές, όπως φορολόγηση για κάποια προϊόντα (βαμβάκι, καλαμπόκι ή σιτάρι) μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 1950.
Η πρώτη γενιά των προσφύγων, εκείνοι, δηλαδή, που αναγκάσθηκαν να αφήσουν στους Τούρκους τα άγια χώματα του Πόντου και να έρθουν πρόσφυγες στην Ελλάδα, έζησε πάντοτε με το όραμα της γλυκιάς πατρίδας και, κατά τα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς, με την ελπίδα της επιστροφής.
Η αροθυμία (νοσταλγία) για τις αλησμόνητες πατρίδες άρχισε νωρίς και κορυφώθηκε στη δεκαετία του 1950, όταν πλέον είχαν περάσει τριάντα ολόκληρα χρόνια από τον ξεριζωμό. Τότε, οι περισσότεροι Πόντιοι από την πρώτη γενιά των προσφύγων ζούσαν και αροθυμούσαν. Αυτή η νοσταλγία έπρεπε κάπως να απαλυνθεί, να εκτονωθεί με κάποιες ενέργειες συγκεκριμένες. Τότε, τα ταξίδια στον Πόντο ήταν πολύ σπάνια. Υπήρχαν διάφορες δυσκολίες και από τις δύο πλευρές, από την Ελλάδα και την Τουρκία.
Έπρεπε να βρεθεί ένας άλλος τρόπος εκτόνωσης, πέρα από τον χορό και το τραγούδι και από κάποια, σπάνια, θεατρική παράσταση. Και βρέθηκε το νοερό ταξίδι στις αλησμόνητες πατρίδες. Οδηγοί στο ταξίδι αυτό ορισμένοι λόγιοι και άλλοι Πόντιοι της πρώτης γενιάς των προσφύγων, που θυμούνταν πολλά και άκουγαν περισσότερα από τους απλούς ανθρώπους και τα έγραφαν σε εφημερίδες και περιοδικά που εξέδιδαν, όπως η «Ποντιακή Εστία», το «Αρχείον Πόντου» κ. ά.
Πρόσφυγες |
Για να μην χαθούν μέσα στο ελλαδικό σύνολο, να μην αφομοιωθούν, δηλαδή, οι Πόντιοι άρχισαν να ιδρύουν συλλόγους και σωματεία. Στην Ελλάδα, οι πρώτες οργανώσεις των Ποντίων έκαναν την εμφάνισή τους μετά το 1908, αλλά η τάση για συσσωμάτωση ανάμεσα στους Πόντιους πήρε τεράστιες διαστάσεις μετά, κυρίως, το 1970.
Τότε ιδρύονται τα περισσότερα σωματεία. Και είναι οι Πόντιοι μοναδικοί ανάμεσα στους υπόλοιπους Έλληνες, που οργανώνονται με μαζικότητα, ενθουσιασμό και φανατισμό. Σε όλους, σχεδόν, τους Πόντιους υπάρχει έντονη η αίσθηση της αδικίας που έχει γίνει σε βάρος των γονέων τους και των ίδιων από το ελληνικό κράτος, το οποίο μόνον τα τελευταία χρόνια προχώρησε κάπως στην αναγνώριση της προσφοράς του ποντιακού ελληνισμού στο έθνος, την ορθοδοξία και τον ελληνικό πολιτισμό.
Όπως, λοιπόν, στον Πόντο και τη νότια Ρωσία, έτσι και μετά την ανταλλαγή, στην Ελλάδα, οι Ελληνοπόντιοι συγκρότησαν και συγκροτούν συλλόγους, σωματεία, ενώσεις, επιτροπές, αδελφότητες, ιδρύματα, με στόχο την προώθηση των ζητημάτων που αφορούν τον ποντιακό ελληνισμό, γενικότερα, και, ειδικότερα, τα μέλη τους.
Εκτός από τη γενικότερη προσφορά τους και τη διάκρισή τους στις επιστήμες, τις τέχνες και τα γράμματα, οι Πόντιοι συνέχισαν και εδώ στην Ελλάδα, από τα πρώτα χρόνια εγκατάστασής τους, να ασχολούνται με τη λαογραφία και ειδικότερα με τα τραγούδια.
Μοναδική ομορφιά και πλούτος συναισθημάτων, αλλά και φιλοσοφικός στοχασμός βαθύτατος αποτελούν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των δημοτικών τραγουδιών των Ποντίων, τα οποία είναι πολλά σε αριθμό, σε σύγκριση με τα τραγούδια άλλων ομάδων Ελλήνων.
Η αναγκαιότητα συλλογής λαογραφικού υλικού των Ποντίων προήλθε από τον φόβο αφομοίωσής τους από τους υπόλοιπους Έλληνες και της αλλοίωσης των γνωρισμάτων της γλώσσας και των άλλων στοιχείων της κοινωνικής και πνευματικής τους ζωής. Θεώρησαν μεγάλη ζημία για τη λαογραφική επιστήμη, αν άφηναν να χαθεί όλος αυτός ο εθνικός πλούτος, προτού μελετηθεί και τοποθετηθεί εκεί που αρμόζει.
Ήταν, όμως, και η νοσταλγία, που επέβαλε τη διάσωση του λαογραφικού πλούτου των Ποντίων. Η πλούσια ποντιακή λογοτεχνία, η λαογραφία, η ιστορία, το θέατρο, απάλυναν αυτήν τη νοσταλγία για τις αλησμόνητες πατρίδες.
Στη δεκαετία του 1950, κυρίως, προκλήθηκε έντονο ενδιαφέρον για τις ποντιακές θεατρικές παραστάσεις, συνήθως ερασιτεχνικές. Γράφονται, τότε, κριτικές από Πόντιους και μη, που επικεντρώνουν την προσοχή τους ιδιαίτερα στο κλίμα, που δημιουργούν όλες οι ποντιακές θεατρικές παραστάσεις που παίρνουν πανηγυρικό χαρακτήρα, με καθολική συμμετοχή των θεατών και των κατοίκων.
Πολύ σημαντική υπηρεσία πρόσφερε το ποντιακό θέατρο στο να ξαναβρούν οι Πόντιοι τη συνοχή που έχασαν, διασκορπιζόμενοι, κατά την εγκατάστασή τους, σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας.
Μια θεατρική παράσταση, σε ένα επαρχιακό κέντρο, ξεσηκώνει την περιοχή, είναι πανηγύρι. Το θέατρο υπήρξε ο μίτος, για να ξαναβρούν οι Πόντιοι τη συνοχή τους, αλλά και να εξάρουν την παρουσία τους.....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου