Ένας τόσο εκτεταμένος τόπος, που περιλαμβάνει ψηλά
βουνά και παράλιες πόλεις, εννοείται ότι δεν έχει ενιαία κουζίνα. Η ποντιακή
κουζίνα, λοιπόν, χαρακτηρίζεται από τον τοπικό της χαρακτήρα.
Πικνικ στα Τσερκέζια εξοχή της Τραπεζούντας |
Διαβάζοντας τις συνταγές, είχα την αίσθηση ότι η μία
επαναλαμβάνει την άλλη, με μικρές παραλλαγές. Για παράδειγμα, τα διάφορα είδη
αποξηραμένων χειροποίητων ζυμαρικών. Μιλώντας με τις μαγείρισσες, είδα ότι,
παρόλο που τα βασικά υλικά είναι σχεδόν ίδια, ο τρόπος παρασκευής είναι τόσο
διαφορετικός, που δίνει στο τέλος ένα διαφορετικό γευστικό αποτέλεσμα.
«Αλλα
τα πισΐα», όπως μου είπε η Λένα Καλπίδου, λαογράφος, «και άλλα τα ωτία», άλλη γεύση, κι ας φτιάχνονται από
τα ίδια υλικά. Πολλές σούπες, με καλαμποκίσιο αλεύρι «φούρνικο» ή «φουρνιστά»
(πριν αλεστεί το καλαμπόκι έχει ψηθεί στο φούρνο και αλέθεται είτε ψιλό είτε
χοντρό σαν πλιγούρι, που στον Πόντο το λένε κορκότο).
Η σούπα χαβίτς είναι η χαρακτηριστικότερη από αυτές.
Από τις σούπες γαλακτοκομικών, ο τανωμένος σορβάς, συνδυάζει το κορκότο με το
ταν (είδος ξινόγαλου) για ένα αποτέλεσμα γευστικό και υγιεινό.
Γενικώς, θα μπορούσαμε
να πούμε ότι η ποντιακή διατροφή αποτελείται κυρίως από γαλακτοκομικά,
ζυμαρικά, αυγά. μέλι και ψάρια. Αυτά τα τελευταία προέρχονται από την πλούσια
Μαύρη Θάλασσα, αλλά και από τα μεγάλα ποτάμια που διατρέχουν την περιοχή.
Η κτηνοτροφία είναι ανεπτυγμένη κυρίως στα βοοειδή
(τα αμνοερίφια σπανίζουν λόγω της διαμόρφωσης των δασών, που αποτελούνται από
ψηλά δέντρα).
Οι αγελάδες παρείχαν το γάλα το βούτυρο και το τυρί.
Τα βοοειδή αποτελούσαν στο παρελθόν σημαντικό περιουσιακό στοιχείο και οι
άνθρωποι δύσκολα αποφάσιζαν να τα σφάξουν για το κρέας τους. Εξ ου και η
απουσία του κρέατος από το καθημερινό διαιτολόγιο των Ποντίων. Στις γιορτές
και στα κυριακάτικα τραπέζια σφάζουν κοσάραν (κότα) ή πετεινάρ' (κόκορα) ή
«κόπτουν το γουρούνι».
Η πτηνοτροφία και η μελισσοκομία είναι ανεπτυγμένες,
καθώς και η αλιεία, που ανθεί στη Μαύρη Θάλασσα και «θρέφει» τις λαϊκές τάξεις
των πόλεων. Σιτηρά, κυρίως αραβοσίτι, κριθάρι, βρόμη και στάρι, υπάρχουν
άφθονα και αποτελούν το έτερον ήμισυ των γαλακτοκομικών στήν καθημερινή διατροφή.
Τα όσπρια
είναι ένα ακόμη υλικό του καθημερινού τραπεζιού. Καρποί όπως τα φουντούκια, τα
καρύδια και τα κάστανα βρίσκονται άφθονοι στα μεγάλα δάση, αλλά και φρούτα,
όπως τα κράνια, τα μήλα, τα κεράσια και τα αχλάδια, βρίσκονται στις περιοχές
με χαμηλότερο υψόμετρο.
Το μαύρο λάχανο είναι το κατεξοχήν λαχανικό της
ποντιακής κουζίνας και από κοντά ακολουθούν οι τσουκνίδες (κιντέατα) σε
πάμπολλες συνταγές. Αντιγράφω από το κείμενο του Στάθη Κατσίδη, προέδρου του
Πολιτιστικού Συλλόγου Αετορράχης: «Η αλήθεια είναι ότι η επάρκεια σε βασικά
είδη διατροφής δεν σημαίνει υπεραφθονία. Έτσι, διαμορφώθηκε μια κουζίνα
βασισμένη περισσότερο στην τέχνη της νοικοκυράς και λιγότερο στα πλούσια
υλικά».
ΟΙ ΕΠΙΡΡΟΕΣ Η αρμενική και η τουρκική κουζίνα επηρεάζουν
σημαντικά την ποντιακή και τούμπαλιν. Τα μαντί μας έρχονται από τη Γεωργία,
αλλά περνούν σε ολόκληρη τη Μικρά Ασία. Όσο νοτιότερα και δυτικότερα, τόσο
περισσότερο τα τουρκικά κεμπάπ και οι κρεατόπιτες κερδίζουν έδαφος. Αντίθετα η κουζίνα των εμπόρων στις πόλεις, που είχαν συναλλαγές με τις ελληνικές παραδουνάβιες
και ρωσικές παροικίες, αλλά και με Ρώσους εμπόρους, παρουσιάζουν έντονες
ρωσικές επιρροές.
Ετσι, βρίσκουμε τα πιροσκί ως πιροσκία, την περίφημη σούπα
μπορς, τα νοστιμότατα βαρένικα (βραστά ραβιόλια με τυριά) και τα πελμένι
(ραβιόλια με κιμά), τα τουρσιά (στύπα στα ποντιακά) και πολλά άλλα εδέσματα.
Καλλιόπη Πατέρα
περιοδικό "Γαστρονόμος"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου