Στο μεταξύ οι Τούρκοι στη Σαμψούντα, μαθαίνοντας για την επικράτηση του κινήματος του Κεμάλ, έπαιρναν ολοένα και περισσότερο θάρρος. Δημιουργούσαν κάθε τόσο επεισόδια σε βάρος των Ρωμιών, ενώ οι ξένοι στρατιώτες και αστυνομικοί έκαναν τα κλειστά μάτια. Με τον καιρό, η στάση των Αγγλογάλλων έγινε ανεξήγητα ανεκτική, αν όχι φανερά μεροληπτική υπέρ των Τούρκων. Οι πολύπαθοι Ρωμιοί, με το δοκιμασμένο τους ένστικτο, μυρίστηκαν κάποια φοβερή συμπαιγνία και στροφή στην πολιτική των συμμάχων.
Και δεν έπεσαν έξω. Μέσα σε λίγο διάστημα οι Τούρκοι άρχισαν να παίρνουν τον παλιό αέρα του κυρίαρχου δυνάστη. Οι τζανταρμάδες έπιαναν τώρα όποιον είχαν στο μάτι από τον καιρό του πολέμου, όποιον αντιστάθηκε στην εξουσία ή εκδηλώθηκε υπέρ της Ανεξαρτησίας του Πόντου, τον έσπαζαν στο ξύλο μέσα στα κρατητήρια ή τον παρέδιναν στους τραμπούκους και κατόπιν επενέβαιναν δήθεν για να επιβάλουν την τάξη. Γνωστοί Νεότουρκοι τού κομιτάτου κυκλοφορούσαν άφοβα πια στους δρόμους και κοίταζαν με σκοτεινιασμένα από το μίσος μάτια τούς Ρωμιούς σα να τους έλεγαν: «Πού θα πάτε; Θα σας πιούμε πάλι το αίμα!»
Τούτον ακριβώς τον καιρό, το συμβούλιο του « Ορφέα» φοβήθηκε μήπως παρεξηγηθεί στις εκδηλώσεις του και, για λόγους πρόνοιας, αυτοδιαλύθηκε. Τα γραφεία του έκλεισαν και νεκρώθηκε όλη η εκπολιτιστική και ψυχαγωγική κίνηση τού προαστίου και τής πόλης.
Γερμανός Καραβαγγέλης |
Μα η πλειοψηφία των συμβούλων αποτελούνταν από μεγαλεμπόρους Καισαριώτες που αντιδρούσαν σε κάθε δυναμική πολιτική. Οι «Καραμανλήδες» τούτοι, όπως τους έλεγαν οι Πόντιοι, που ξεκίνησαν εδώ και μισόν αιώνα από την Καππαδοκία για να κατακτήσουν οικονομικά τον πλούσιο τόπο της Σαμψούντας, δεν είχαν άλλη έγνοια, παρά πως να πλουτίσουν. Οι περισσότεροι ήταν αγράμματοι, άνθρωποι του στενού ατομικού και οικογενειακού συμφέροντος, μα έξυπνοι, δραστήριοι και εργατικοί.
Για τα μόνα πράγματα πού ενδιαφέρονταν σταθερά και με πάθος, ήταν να χτίζουν ωραία σπίτια και εκκλησίες, να φροντίζουν για τις οικογένειές τους και να κάνουν κομπόδεμα τα κέρδη τους. Κι αν άνοιξαν μερικοί πριν από καιρό τα πουγγιά τους για τον αγώνα, ήταν γιατί έβλεπαν την Τουρκία γονατισμένη και τους συμμάχους να οργανώσουν το διαμελισμό της. Τώρα όμως που πήγαιναν να διαψευστούν οι αισιόδοξες προβλέψεις, υποστήριζαν την υποταγή και το συμβιβασμό, τη φιλήσυχη και νοικοκυρίστικη πολιτική. Πίστευαν πώς έτσι μόνο θα διέσωζαν τις μεγάλες περιουσίες τους και το σαρκίο τους. Μερικοί μάλιστα υπερθεμάτιζαν αναφέροντας τα καλά αποτελέσματα της ραγιάδικης πολιτικής :
- Καλά ζούσαμε με τους Τούρκους, πριν από τον πόλεμο. Και θα ξαναζήσουμε καλά, αν καθήσουμε ήσυχα.
Οι Πόντιοι σύμβουλοι αγανακτούσαν ακούγοντας παρόμοιες κουβέντες :
- Μα ξεχάσατε κιόλας τα νωπά ακόμα γεγονότα; Ξεχάσατε τις σφαγές, τους εμπρησμούς, τις κρεμάλες.
-Αν δεν τους πειράζαμε, επέμεναν οι Καισαριώτες, δε θα παθαίναμε κανένα κακό. Οι δικοί μας σήκωσαν κεφάλι με τη ρωσική υποκίνηση και έγινε ότι έγινε.
Μετά από αυτή την κουβέντα, ο Γερμανός δεν κρατήθηκε άλλο και ξέσπασε κατά πάνω τους.
- Μα είστε τρελοί λοιπόν; Για όνομα του Μεγαλοδύναμου Θεού, τι έφταιξαν οι χιλιάδες τα αθώα γυναικόπαιδα που σφάχτηκαν ή πέθαναν από την πείνα, το χιόνι και την εξάντληση στους δρόμους της εξορίας; Κλείνετε τα μάτια σας σε τόσα ομαδικά εγκλήματα και υποστηρίζετε να καθήσουμε με σταυρωμένα χέρια; Δε σας δίδαξε λοιπόν τίποτε το παρελθόν;
— Το κακό άρχισε με τις λιποταξίες των δικών μας από το στρατό. Λιποτάχτησαν κατά χιλιάδες!. . .
- Μα και οι Τούρκοι λιποταχτούσαν κατά χιλιάδες, αντέτεινε ένας Πόντιος σύμβουλος για να υποστηρίξει το Δεσπότη πού ή οργή τού έπνιγε τη φωνή του στο λαρύγγι.
- Ναι, απάντησε ένας Καραμανλής, μα οι δικοί μας, δηλαδή οι δικοί σας οι Πόντιοι, στα χωριά, πήραν τα όπλα και τα σήκωσαν εναντίον των Τούρκων.
- Για να υπερασπίσουν την τιμή και τη ζωή των οικογενειών τους, είπαν μ' ένα στόμα οργισμένοι οι Πόντιοι σύμβουλοι. Αλλιώς θα τούς σφάζανε όλους οι Τούρκοι, όπως έκαναν με τούς 'Αρμένιους.
Οι διαφωνίες και οι αντιλογίες έδιναν και έπαιρναν για πολλή ώρα, δίχως να βρίσκεται τρόπος να συμφωνήσουν σε κάτι. Ο Δεσπότης, βλέποντας με φανερή θλίψη το αδιέξοδο τούτο, έκαμε μια τελευταία απεγνωσμένη προσπάθεια να πείσει τούς Καραμανλήδες:
- Μα που ζούσατε, εφέντηδες, όλα τούτα τα χρόνια; Δεν είδατε ότι υπήρχε και υπάρχει το σχέδιο εξαφανισμού της φυλής μας; Ότι ο εχθρός δε θα λυπηθεί κανένα, είτε αντάρτης είναι, είτε νομιμόφρων και φιλήσυχος νοικοκύρης; Είστε λοιπόν τόσο αφελείς ή δειλοί ώστε να δέχεστε παθητικά τη μοίρα σας, πιστεύοντας ότι έτσι θα σωθείτε; Απατάσθε! Απατάσθε οικτρά!
Οι Καππαδόκες όμως ήταν αμετάπειστοι και, με την πλειοψηφία που διέθεταν στο συμβούλιο τής Μητρόπολης και στις επιτροπές, έδεναν τα χέρια και των Ποντίων συμβούλων. Έτσι, καμιά απόφαση δε μπορούσε να παρθεί για την οργάνωση της άμυνας του Ελληνισμού στην περιοχή.
Στο μεταξύ, μέσα στον Ιούνιο του 1919, οι Τούρκοι σχημάτισαν ομάδες άτακτων τσετέδων και κακοποιούσαν τους Ρωμιούς στα χωριά. Οι συμμορίες τούτες ξεθάρρεψαν τόσο πολύ, ώστε μια μέρα, σε απόσταση πέντε χιλιομέτρων από την πόλη, έπιασαν και αφόπλισαν ένα αγγλικό απόσπασμα πού συνόδευε μερικούς 'Αρμένιους πρόσφυγες για να τούς κατεβάσει στη Σαμψούντα.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ στο μεταξύ, κατάρτισε τον Αύγουστο τού 1919, στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, δύο τάγματα εθελοντών από Πόντιους που βρίσκονταν στην Ελλάδα, για να τα χρησιμοποιήσει σαν πυρήνα του μελλοντικού Ποντιακού στρατού. Δύο χιλιάδες άντρες απετέλεσαν τα μάχιμα τούτα τμήματα πού εκπαιδεύονταν εντατικά στα εμπεδα των δύο παραπάνω πόλεων και περίμεναν με ανυπομονησία τη διαταγή των ανωτέρων τους για να μπουν στα πλοία και να αποβιβαστούν στα ακρογιάλια της Μαύρης Θάλασσας.
Ωστόσο ο καιρός περνούσε και η διαταγή δεν ερχόταν. Η πραγματοποίηση τού ονείρου των εθελοντών να σμίξουν τις σημαίες τους με τις σημαίες των ανταρτών πάνω στην ποντιακή γη, όλο και απομακρυνόταν. Το Δεκέμβρη, το Τάγμα των Ποντίων τής 'Αθήνας διατάχτηκε να μεταφερθεί και να συμπτυχτεί με το άλλο της Θεσσαλονίκης σε ένα μεγαλύτερο τάγμα. Ή σύμπτυξη έγινε, και η μεγάλη τούτη μονάδα γιόρτασε μέσα στους στρατώνες της, με πατριωτικό παλμό και ποντιακό χρώμα, τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Η λύρα και οι ζωηροί Ποντιακοί χοροί μέθυσαν τα παλικάρια, τα έκαναν να ξεσκάσουν κάπως και να ξεχάσουν τον αγιάτρευτο καημό τής καθήλωσης τους μακριά από το πεδίο των αγώνων.
Μπήκε το 1920. Ο καινούργιος χρόνος ξετύλιγε γοργά τις μέρες του στη Θεσσαλονίκη, μα η πολυπόθητη διαταγή δεν έφτανε. Η συμμαχική Διπλωματία, δυσκίνητη και δισταχτική, με τις διαφωνίες της και τις υστεροβουλίες της, δεν προχωρούσε στη μοιρασιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο ενθουσιασμός των Ποντίων στρατιωτών άρχισε να ξεθυμαίνει και τη θέση του να την παίρνει η απογοήτευση. Και όταν αργότερα διαδόθηκε ότι το Ποντιακό Τάγμα δεν προοριζόταν για τον Πόντο, αλλά για απόβαση στα Δυτικά παράλια της Μικρασίας, για τη Σμύρνη, η απογοήτευση μετατράπηκε σε αγανάκτηση! Όλοι οι άντρες αναταράχτηκαν φοβερά και ήθελαν να ξεσπάσουν κάπου. Τον αναβρασμό αυτό τον συμμερίζονταν ακόμα και οι αξιωματικοί, προπάντων οι τρεις Πόντιοι υπολοχαγοί, ο Αποστολίδης Θεόδωρος, ο Καραΐσκος Χρυσόστομος και ο Άκογλου Ξενοφών. Οι τρεις τούτοι άντρες συναντήθηκαν κρυφά πολλές φορές και σκέφτηκαν να κάνουν μια πραξικοπηματική ενέργεια που θα εκβίαζε την κατάσταση προς όφελος τής ποντιακής υπόθεσης.
Στην τελευταία συνάντησή τους συμφώνησαν πως έπρεπε να φύγουν για τον Πόντο, μυστικά, όσο γίνεται περισσότεροι αξιωματικοί και οπλίτες, για να δημιουργήσουν εκεί τοπικό, τακτικά οργανωμένο στρατό, πού θα συνένωνε όλα τα αντάρτικα σώματα τής Μαύρης Θάλασσας.
Τα επιχειρήματά τους για μια τέτοια ριψοκίνδυνη και μεγαλεπίβολη ενέργεια ήταν: Ότι οι Τούρκοι δεν είχαν ακόμα συνέλθει από την ήττα τους και από τις τρομακτικές συνέπειες του τετράχρονου πολέμου.
Ότι ο Κεμάλ δεν επικράτησε ακόμα εντελώς στον Πόντο. Ότι οι εκεί αντάρτες θα έπαιρναν νέο θάρρος και δύναμη για τον αγώνα τους. Οτι υπήρχε ελπίδα να προσχωρήσουν και άλλοι εθελοντές, αξιωματικοί και οπλίτες από την Ελλάδα, όπως έγινε με το Βορειοηπειρωτικό αγώνα του 1914. Ότι υπήρχε ελπίδα να παρακινιόταν η επίσημη Ελλάδα να υιοθετήσει, τουλάχιστον ανεπίσημα, τον 'Αγώνα. Και ότι δεν αποκλειόταν η ενίσχυση και από κάποια μεγάλη συμμαχική δύναμη που τα συμφέροντά της θα ταυτίζονταν με τις επιδιώξεις των Ποντίων. Άλλωστε, όπως πάντα, υποστήριζαν οι τρεις Πόντιοι λοχαγοί, τα τετελεσμένα γεγονότα γίνονται σεβαστά από όλους.
Οι συζητήσεις τους κατέληξαν στην απόφαση να γίνει αποστολή τού υπολοχαγού Καραΐσκου στη Σαμψούντα, με την εντολή να κάνει μιαν επιτόπια έρευνα τής κατάστασης και να σχηματίσει θετική αντίληψη των δυνατοτήτων πού παρουσίαζε το μελετημένο εγχείρημά τους.
Ο Καραΐσκος καταγόταν από την Οινόη του Πόντου και ήταν εθελοντής. Οι έφεδροι αξιωματικοί της ηλικίας του είχαν απολυθεί. Έτσι μπόρεσε να πάρει εύκολα απολυτήριο από τον ελληνικό στρατό και να ξεκινήσει για την εκτέλεση τής μυστικής αποστολής του.
Το περίεργο είναι ότι, παράλληλα και ανεξάρτητα από την κίνηση των τριών αυτών αξιωματικών, τις ίδιες σκέψεις και παρόμοιες μυστικές συσκέψεις έκαναν και οι οπλίτες του Τάγματος. Ένας μάλιστα απ' αυτούς, ο λοχίας Παύλος Συμεωνίδης, παρουσιάστηκε στο σπίτι του Άκογλου Ξενοφώντα και του εμπιστεύτηκε τις ιδέες των συναδέλφων του. Ο λοχαγός ξαφνιάστηκε ευχάριστα. Κοίταξε το λοχία επίμονα στα μάτια και με ύφος πού φανέρωνε πολλά:
— Αγαπητέ Παύλο, του είπε, έχουν γνώσιν οι φύλακες! Εσείς εκείνο που πρέπει να κάνετε προς το παρόν είναι να πειθαρχείτε στις διαταγές των ανωτέρων σας.
Τον ίδιο καιρό συνέβηκε και κάτι άλλο που ενθάρρυνε τους άντρες του εθελοντικού Τάγματος: Στην πρωτεύουσα της Γεωργίας του Καυκάσου, την Τιφλίδα, βρισκόταν μια αποστολή που την αποτελούσαν ο Μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος, ο συνταγματάρχης Καθενιώτης, ο ταγματάρχης Καραπαναγιώτης και ο Πόντιος υπολοχαγός Λαζαρίδης. Σκοπός της αποστολής αυτής ήταν η συνεννόηση με τους αντιπροσώπους των Αρμενίων για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου Ποντιακού Κράτους. Έτσι, όταν σε λίγο ανακοινώθηκε στο Ποντιακό Τάγμα ή διαταγή για τη μετάβαση και την απόβαση του στη Σμύρνη, οι άντρες του δεν αντέδρασαν καθόλου, γιατί τη θεώρησαν σαν διπλωματικό ελιγμό ή σαν συμβολική ενέργεια πού άνοιγε το δρόμο για την απελευθέρωση του Πόντου.
—Από τη Σμύρνη θ' αρχίσουμε και στον Πόντο θα καταλήξουμε φώναζαν ενθουσιασμένοι καθώς ετοιμάζονταν.
Το ξεκίνημα του Τάγματος πήρε πανηγυρικό χαρακτήρα. Οι Πόντιοι της Θεσσαλονίκης, με λύρες, νταούλια και ζουρνάδες, συνόδεψαν τους εθελοντές στρατιώτες από το στρατώνα τους ως το λιμάνι. Σ’ όλη τη διάρκεια του δρόμου αντηχούσαν τα ποντιακά τραγούδια και συχνά στήνονταν κυκλικοί ποντιακοί χοροί. Όταν έφτασαν στην προκυμαία, στρώθηκαν στη «σέρα» και το «τικ» και σκόρπισαν ρίγη ενθουσιασμού σ' όλους τούς Ρωμιούς πού παρακολουθούσαν το ξεπροβάδισμα των μαχητών.
Το Τάγμα μπήκε στο καράβι και σάλπαρε για τη Σμύρνη. Καθώς απομακρυνόταν, χιλιάδες μαντήλια χαιρετούσαν τους στρατιώτες και χιλιάδες στόματα εύχονταν καλό κατευόδιο στα παλικάρια πού θα πατούσαν το πόδι τους στη λεύτερη Μικρασιατική γη. Οι φαντάροι πάλι απαντούσαν από το πλοίο με κινήσεις των χεριών και των οπλών και με φωνές, που ανάμεσά τους επαναλαμβανόταν το σύνθημα:
—Από τη Σμύρνη θ' αρχίσουμε και στον Πόντο θα καταλήξουμε !...
Οι ίδιες πανηγυρικές και ενθουσιαστικές εκδηλώσεις έγιναν και την ώρα που το καράβι, μετά από το γοργό νυχτοήμερο ταξίδι του, έφτασε και άραξε στη Σμύρνη. Οι Πόντιοι στρατιώτες, μόλις πάτησαν τα πόδια τους το χώμα της ιωνικής πρωτεύουσας, ρίχτηκαν στο χορό και στο τραγούδι προκαλώντας μεγάλη συγκίνηση στους Έλληνες στρατιώτες και στους πολίτες της Σμύρνης. Το αγαπημένο και παρήγορο σύνθημα των Ποντίων στρατιωτών δόνησε και σε τούτες τις ακτές τον αέρα.
Ωστόσο, από την άλλη κιόλας μέρα, το Τάγμα ανέλαβε υπηρεσία μέσα στη Σμύρνη. Ακολούθησαν ατέλειωτες μέρες και βδομάδες αναμονής χωρίς να γίνεται λόγος για την προώθησή του στον Πόντο. Καμιά ένδειξη δεν υπήρχε που να ζεσταίνει και να συντηρεί κάπως τις ελπίδες των αξιωματικών και των οπλιτών, ούτε και από τον Καραΐσκο έφτανε κανένα μήνυμα για το ταξίδι του στον Πόντο. Η πίκρα και η απογοήτευση πότιζε και πάλι βαθιά τις ψυχές τους.
Χρηστος Σαμουηλιδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου