Είναι αλήθεια ότι δεν σκέφθηκα ποτέ, ούτε ήταν στις επιδιώξεις μου, να γράψω ένα βιβλίο αυτού του είδους.
Όμως, κάθε φορά που πήγαινα στο χωριό μου και περπατούσα στους όμορφους δρόμους του, έβλεπα μπροστά μου, σαν μέσα από υγρό καθρέφτη, όλες εκείνες τις γιαγιούλες που έζησαν εκεί και που τις γνώρισα και τις αγάπησα πολύ.
Σχεδόν δεν έβλεπα τους νέους κατοίκους. Στεκόμουν και αναπολούσα μπροστά από κάθε σπίτι, που τώρα ήταν διαφορετικό, σκηνές από την παλιά ζωή του χωριού. Έβλεπα ακόμη μερικές ηλικιωμένες στις αυλές να ταΐζουν δυο - τρεις κοτούλες ή να σκάβουν ένα κάποιο μπαξεδάκο.
Όλες εκείνες οι γλυκιές θύμησες για πράγματα και πρόσωπα αγαπημένα με συγκινούσαν και με πίεζαν ώσπου σιγά-σιγά άρχισα να νοιώθω, σαν να πήρα κάποια εντολή, να νοιώθω ότι είχα ιερή υποχρέωση, να διασώσω και να γράψω ότι θυμόμουν για κείνες τις πικραμένες και ταλαιπωρημένες γυναίκες της προσφυγιάς, που πότισαν με δάκρυα και ιδρώτα, το χώμα της καινούργιας τους Πατρίδας.
Έγραψα μερικές σελίδες και τις έστειλα στο περιοδικό "ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΒΗΜΑ" του Συλλόγου της Ευξείνου Λέσχης Κοζάνης, που από καιρό είχα κάποια συνεργασία.
Το κείμενο είχε καλή απήχηση στο αναγνωστικό κοινό και ... αυτό ήταν! Όπου άκουγα ότι ζει κάποια ηλικιωμένη, πήγαινα, τη ρωτούσα, τα λέγαμε και κείνες χαμογελούσαν για την "περιέργειά μου", όπως τη νόμιζαν.
Πύκνωσαν οι επισκέψεις μου στο χωριό και τα συρτάρια μου γέμισαν με χαρτιά, χαρτάκια, φωτογραφίες, ιστορίες. Ένοιωθα ένα ψυχικό μεγαλείο έτσι καθώς δενόμουνα και ζούσα τα βιώματα των προγόνων μου.
Από τις πληροφοριοδότριές μου πρώτες και καλύτερες οι αδελφές μου Ευτυχία Αγγελίδου 94 ετών και Γεωργία Σεβαστίδου 87 ετών.
Θυμόμουνα κι εγώ πολλά από την μητέρα μου, που ήξερε πολλά πράγματα, γιατί όταν ήρθε από την Πατρίδα ήταν γύρω στα τριάντα της χρόνια. Στα γεράματά της, έμενε μαζί μου και δεν σταματούσε να μιλάει για το πώς ζούσαν, πως γλεντούσαν, πόσο όμορφη ήταν η Σάντα και... η Σάντα και πάντοτε τα ίδια και τα ίδια.
Εγώ τότε την πείραζα: "Ε, Μάνα, έτσι είναι η ζωή, κάθε πέρσι και καλύτερα" και δεν έλεγα να τα γράψω κάπου. Ευτυχώς θυμόμουνα αρκετά.
Αλήθεια, πως τα καταφέραμε κι αφήσαμε να χαθούν τόσες ζωντανές πηγές και να ταφούν μαζί τους πολύτιμες ιστορικές και πολιτισμικές πληροφορίες;
Όμως, έστω και τώρα, την ύστατη στιγμή, ας προσπαθήσουμε, ας καταγράψουμε ότι απόμεινε, ότι ξέφυγε από τον χαμό, γιατί οι πηγές είναι ελάχιστες.
Παράλληλα πρέπει να γίνεται συνεχής και έντονη προσπάθεια, για να προβάλλονται όλα εκείνα τα ιδιαίτερα στοιχεία της πολιτισμικής μας ταυτότητας, έτσι ώστε να φτάσουν, να γίνουν βιώματα για τη νέα γενιά
Τότε μόνο θα νοιώθουμε στέρεες τις ρίζες μας. Γι' αυτό, μιλήστε στα παιδιά σας, δώστε στα παιδιά και στα εγγόνια σας βιβλία για τις μακρινές - αξέχαστες Πατρίδες, για να τις γνωρίσουν, για να μπουν στον νου και στην καρδιά τους, γιατί ότι χωράει στον νου και στην καρδιά δεν χάνεται. Μια πνευματική Πατρίδα, δεν χάνεται, δεν ξεχνιέται ποτέ.
Πρέπει όλοι μας να καταλάβουμε ότι ο κόσμος που ζούμε είναι απρόοπτος και οι εξελίξεις ραγδαίες. Γι’ αυτό χρειάζονται και οι ανάλογες προσπάθειες και αντιστάσεις.
Το βιβλίο αυτό, λαογραφικό και ιστορικό μαζί, ελπίζω ότι θα μπορέσει ν’ αντισταθεί στην μάχη με το χρόνο, την λήθη και τις πολλές και ποικίλες επιδράσεις.
Η Λαογραφία που εκφράζει την ψυχή και τον πολιτισμό ενός λαού, θα μας βοηθήσει να γνωρίσουμε το παρελθόν και έτσι θα μπορέσουμε ν’ αντικρίσουμε το μέλλον και να μπούμε στον δρόμο για την πρόοδο.
Πόπη Τσακμακίδου - Κωτίδου
Φιλόλογος
23 Φλεβάρη 2002
Όμως, κάθε φορά που πήγαινα στο χωριό μου και περπατούσα στους όμορφους δρόμους του, έβλεπα μπροστά μου, σαν μέσα από υγρό καθρέφτη, όλες εκείνες τις γιαγιούλες που έζησαν εκεί και που τις γνώρισα και τις αγάπησα πολύ.
Σχεδόν δεν έβλεπα τους νέους κατοίκους. Στεκόμουν και αναπολούσα μπροστά από κάθε σπίτι, που τώρα ήταν διαφορετικό, σκηνές από την παλιά ζωή του χωριού. Έβλεπα ακόμη μερικές ηλικιωμένες στις αυλές να ταΐζουν δυο - τρεις κοτούλες ή να σκάβουν ένα κάποιο μπαξεδάκο.
Όλες εκείνες οι γλυκιές θύμησες για πράγματα και πρόσωπα αγαπημένα με συγκινούσαν και με πίεζαν ώσπου σιγά-σιγά άρχισα να νοιώθω, σαν να πήρα κάποια εντολή, να νοιώθω ότι είχα ιερή υποχρέωση, να διασώσω και να γράψω ότι θυμόμουν για κείνες τις πικραμένες και ταλαιπωρημένες γυναίκες της προσφυγιάς, που πότισαν με δάκρυα και ιδρώτα, το χώμα της καινούργιας τους Πατρίδας.
Έγραψα μερικές σελίδες και τις έστειλα στο περιοδικό "ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΒΗΜΑ" του Συλλόγου της Ευξείνου Λέσχης Κοζάνης, που από καιρό είχα κάποια συνεργασία.
Το κείμενο είχε καλή απήχηση στο αναγνωστικό κοινό και ... αυτό ήταν! Όπου άκουγα ότι ζει κάποια ηλικιωμένη, πήγαινα, τη ρωτούσα, τα λέγαμε και κείνες χαμογελούσαν για την "περιέργειά μου", όπως τη νόμιζαν.
Πύκνωσαν οι επισκέψεις μου στο χωριό και τα συρτάρια μου γέμισαν με χαρτιά, χαρτάκια, φωτογραφίες, ιστορίες. Ένοιωθα ένα ψυχικό μεγαλείο έτσι καθώς δενόμουνα και ζούσα τα βιώματα των προγόνων μου.
Από τις πληροφοριοδότριές μου πρώτες και καλύτερες οι αδελφές μου Ευτυχία Αγγελίδου 94 ετών και Γεωργία Σεβαστίδου 87 ετών.
Θυμόμουνα κι εγώ πολλά από την μητέρα μου, που ήξερε πολλά πράγματα, γιατί όταν ήρθε από την Πατρίδα ήταν γύρω στα τριάντα της χρόνια. Στα γεράματά της, έμενε μαζί μου και δεν σταματούσε να μιλάει για το πώς ζούσαν, πως γλεντούσαν, πόσο όμορφη ήταν η Σάντα και... η Σάντα και πάντοτε τα ίδια και τα ίδια.
Εγώ τότε την πείραζα: "Ε, Μάνα, έτσι είναι η ζωή, κάθε πέρσι και καλύτερα" και δεν έλεγα να τα γράψω κάπου. Ευτυχώς θυμόμουνα αρκετά.
Αλήθεια, πως τα καταφέραμε κι αφήσαμε να χαθούν τόσες ζωντανές πηγές και να ταφούν μαζί τους πολύτιμες ιστορικές και πολιτισμικές πληροφορίες;
Όμως, έστω και τώρα, την ύστατη στιγμή, ας προσπαθήσουμε, ας καταγράψουμε ότι απόμεινε, ότι ξέφυγε από τον χαμό, γιατί οι πηγές είναι ελάχιστες.
Παράλληλα πρέπει να γίνεται συνεχής και έντονη προσπάθεια, για να προβάλλονται όλα εκείνα τα ιδιαίτερα στοιχεία της πολιτισμικής μας ταυτότητας, έτσι ώστε να φτάσουν, να γίνουν βιώματα για τη νέα γενιά
Τότε μόνο θα νοιώθουμε στέρεες τις ρίζες μας. Γι' αυτό, μιλήστε στα παιδιά σας, δώστε στα παιδιά και στα εγγόνια σας βιβλία για τις μακρινές - αξέχαστες Πατρίδες, για να τις γνωρίσουν, για να μπουν στον νου και στην καρδιά τους, γιατί ότι χωράει στον νου και στην καρδιά δεν χάνεται. Μια πνευματική Πατρίδα, δεν χάνεται, δεν ξεχνιέται ποτέ.
Πρέπει όλοι μας να καταλάβουμε ότι ο κόσμος που ζούμε είναι απρόοπτος και οι εξελίξεις ραγδαίες. Γι’ αυτό χρειάζονται και οι ανάλογες προσπάθειες και αντιστάσεις.
Το βιβλίο αυτό, λαογραφικό και ιστορικό μαζί, ελπίζω ότι θα μπορέσει ν’ αντισταθεί στην μάχη με το χρόνο, την λήθη και τις πολλές και ποικίλες επιδράσεις.
Η Λαογραφία που εκφράζει την ψυχή και τον πολιτισμό ενός λαού, θα μας βοηθήσει να γνωρίσουμε το παρελθόν και έτσι θα μπορέσουμε ν’ αντικρίσουμε το μέλλον και να μπούμε στον δρόμο για την πρόοδο.
Πόπη Τσακμακίδου - Κωτίδου
Φιλόλογος
23 Φλεβάρη 2002
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου