Το κόκκινο ποτάμι (Απόσπασμα)

Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

Έβγαλαν φτερά τα πόδια του Μιλτιάδη. Ξέχασε το σουλτάνο, τους Νεότουρκους, ακόμη και τα γλυκά μάτια της μαθήτριας. Έτρεχε από πλατεία σε πλατεία. Πήγε στην προκυμαία, απ’ όπου αναχωρούσαν τα πλοία για τις ελληνικές πόλεις του Πόντου. Απ’ το σιδηροδρομικό σταθ­μό ανέβηκε στην παλιά πόλη. Περιπλανήθηκε στους λαβύρινθους της ξακουστής κλειστής αγοράς του Καπαλί Τσαρσί κι εξαντλημένος κατέ­ληξε σ’ ένα παγκάκι της πλατείας της Αγίας Σοφίας, κάτω απ’ τη δροσε­ρή σκιά μιας πελώριας αγριοκαστανιάς.
Ήταν ήδη απόγευμα, η πλατεία -“Σουλτάν Αχμέτ” την ονομάζουν οι Τούρκοι- και οι χώροι γύρω απ’ το “Μπλε Τζαμί”, την Αγία Σοφία κι όλο το πάρκο του Ton Καπί, ήταν κατάμεστοι από κόσμο έξαλλο, που χόρευε, τραγουδούσε και πολλοί θερμόαιμοι πυροβολούσαν στον αέρα με πραγματικές σφαίρες.
Έξαφνα, απ’ τους έξι μιναρέδες του τζαμιού “Σουλτάν Αχμέτ” και τους τέσσερις της Αγίας Σοφίας, ακούστηκαν οι δυνατές φωνές των μου­εζίνηδων, που καλούσαν τους πιστούς στην απογευματινή προσευχή.

Κωνσταντινούπολη
Τα μουσικά όργανα και οι χοροί σταμάτησαν. Οι μουσουλμάνοι, άλλοι έτρεχαν προς τα τζαμιά κι άλλοι γονάτισαν με τα πρόσωπα στραμμένα προς τη Μέκκα και προσεύχονταν.
Ο Μιλτιάδης επωφελήθηκε απ’ τη σιωπή· στήριξε το πρόσωπό του με τις δυο του παλάμες και θυμήθηκε τα παιδικά του χρόνια. Πεντάχρο­νο αγοράκι, πριν η οικογένειά του φύγει απ’ τη γενέτειρά του, το Ακ Νταγ Ματέν, κάθε Κυριακή, όλη η οικογένεια εκκλησιαζόταν στον επι­βλητικό μητροπολιτικό ναό του Αγίου Χαράλαμπου.
Τότε, ο μικρός Μιλτιάδης, όλη την ώρα, είχε στραμμένο το βλέμμα του ψηλά στον τρούλο, όπου υπήρχε σε τοιχογραφία ο Παντοκράτορας Ιησούς. Ο πατέρας του τον ρωτούσε, γιατί συνεχώς κοιτάζει εκεί κι’ αυτός, με την παιδική αφέλεια κι αγνότητα, απαντούσε:
Γιατί θέλω κι εγώ ν’ ανέβω εκεί ψηλά, όπως Εκείνος!
Ένα δάκρυ νοσταλγίας, για τα παιδικά του χρόνια, θόλωσε τα ωραία πράσινα μάτια του.
Σηκώθηκε όρθιος. Κοίταξε απέναντι τη μεγάλη είσοδο της Αγίας Σοφίας, που ήταν ανοιχτή· ένας ασυγκράτητος εθνικός πόθος τον έσπρωχνε προς τα ’κεί. Παλιές δόξες, στέψεις βασιλιάδων, κατανυκτικές ολονύκτιες παρακλήσεις των Ελλήνων, όταν κινδύνευε η βασιλεύουσα· άραγε, θα ’ρθουν ποτέ ξανά τέτοιες εποχές; Τώρα, ήταν ένα τζαμί.
Με τις σκέψεις αυτές έφτασε στην είσοδο, έβγαλε τα παπούτσια του και μπήκε μέσα. Φως! Όλο φως, παντού! Σήκωσε ψηλά το κεφάλι του, αναζητώντας το πρόσωπο του Παντοκράτορα, στο εσωτερικό του τεράστιου τρούλου! Ούτε εκεί ούτε πουθενά αλλού υπήρχαν πια ίχνη απ’ τα περίφημα, τα πιο ξακουστά άλλοτε ψηφιδωτά του κόσμου.
Δε βρήκε τίποτε απ’ αυτά. Όμως βλέποντας τους μουσουλμάνους γονατιστούς να προσεύχονται, συμμερίστηκε την αγωνία τους να επικοινωνήσουν με το Θεό· με τον ίδιο Θεό κι ας μην το καταλαβαίνουμε!
Όλοι ήταν στραμμένοι προς τη Μέκκα. Αυτός γονάτισε, αλλά έστρεψε το πρόσωπό του κατά την ανατολή· προσευχήθηκε να επικρατήσει πραγματική ειρήνη σ’ όλη τη Τουρκία, να ’βρει τους αδελφούς του κι όλη η οικογένεια να ξανασμίξει· να πάνε να προσκυνήσουν την Παναγιά, εκεί στο μακρινό κι απόκρημνο καταφύγιό της, στο όρος Μελά του Πόντου.
Το θαύμα έγινε! Ένα βαρύ, ανδρικό χέρι του ’σφίξε τον δεξί του ώμο και μια σιγανή, γνώριμη φωνή χάιδεψε τ’ αυτιά του:
Σ’ έψαχνα παντού. Έμαθα ότι πήγατε στην τελετή της προσευχής του σουλτάνου. Σε πήρε το μάτι μου, την ώρα που έμπαινες στην εκκλησία.
Ένιωσαν την ανάγκη ν’ αγκαλιαστούν, να φωνάξουν, να χαρούν και να κλάψουν, μα ο τόπος ήταν ιερός. Σιωπηρά ο καθένας έκανε τη δική του προσευχή. Βγήκαν έξω αθόρυβα κι όταν απομακρύνθηκαν λίγο, ο Θέμης σήκωσε ψηλά το Μιλτιάδη -το Μίλτο όπως τον φώναζαν οι δικοί του- τον γύρισε μερικές στροφές κι έπειτα αλληλοκοιτάχτηκαν. Τέσσερα πράσινα μάτια, ολόιδια σαν σταγόνες νερού, δύο λεβέντες, ψηλοί κι όμορφοι σαν τον Απόλλωνα και τον Άδωνη, δύο αγαπημένα αδέλφια.
Αγκαλιασμένοι πήγαν σ’ ένα κοντινό καφέ. Ο Μίλτος, ανησυχώντας για τον άλλο αδελφό τους, ρώτησε:
-Θέμη, για τον Πλάτωνα δεν είχαμε κανένα νέο απ’ το 1906. Οι γονείς μας είναι απελπισμένοι και η μάνα μας κλαίει συνεχώς.
-Εγώ πήγα στη Μακεδονία τον Ιούλιο του 1906. Μαζί με τους αντάρτες απ’ όλα τα μέρη, όπου υπάρχουν Έλληνες, περάσαμε δύσκολες στιγμές, αλλά κανένας μας δε λογάριαζε το θάνατο, ήμασταν υπερήφανοι για τον αγώνα μας και δε σου κρύβω, ότι όσοι σύντροφοί μας έπεσαν στ’ άγια εκείνα σκλαβωμένα χώματα, έφυγαν με το χαμόγελο στα χείλη. Αδελφέ, οι αγώνες για την πατρίδα έχουν και μάρτυρες. Αν, λέγω αν, ο Θεός επιφύλαξε στον Πλάτωνα το προνόμιο, να γίνει μάρτυρας για τη Μακεδονία, τότε όλοι θα κλάψουμε, αλλά, μέχρι να πεθάνουμε, θα είμαστε υπερήφανοι για τη θυσία του αυτή!
-Αδελφέ, η οικογένειά μας πάσχει από “μιθριδατισμό”.
-Τι σημαίνει αυτό; ρώτησε μ’ απορία ο Θέμης.
-Ξέρεις, ο “Μεγάλος Μιθριδάτης”, ο βασιλιάς του Πόντου κατά την αρχαιότητα ήταν σοφός, μιλούσε είκοσι γλώσσες κι όλοι οι υπήκοοί του τον αγαπούσαν. Όμως είχε και πολλούς εχθρούς στο εξωτερικό. Φοβόταν, λοιπόν, μην τυχόν κάποιος, απ’ το περιβάλλον του, εξαγοραστεί απ’ τους εχθρούς κι επιχειρήσει να τον δηλητηριάσει. Έτσι, έπαιρνε καθημερινά μικρή δόση δηλητήριου κι ο οργανισμός του μετά μπορούσε ν’ αντέξει και σε ισχυρές δόσεις. Το φαινόμενο αυτό ονομάστηκε “μιθριδατισμός”.
-Και τι σχέση έχει αυτό με την οικογένειά μας;

-Πρώτα-πρώτα, ζούμε στην ίδια πόλη, που ζούσε κι εκείνος, στη Σινώπη. Δεύτερον, ο πατέρας μας από μικρά παιδιά μας έχει ενσταλάξει την απεριόριστη αγάπη κι αφοσίωση προς την Ελλάδα. Δε γνωρίζουμε αν υπάρχουν όρια, ακόμη και σ’ αυτά τα θέματα...
-Αδελφέ, θα μπλέξουμε αν αρχίσουμε τέτοιες συζητήσεις και σκέψεις. Ο πατέρας μας αγωνίστηκε και μας μεγάλωσε μ’ αξιοπρέπεια. Έκανε αυτό, που νόμιζε καθήκον του. Τώρα είμαστε πια άνδρες και πρέπει ν’ αποφασίζουμε μόνοι μας, για τη στάση και τις επιλογές μας, σ’ όλα τα θέματα.
-Έχεις δίκιο αδελφέ, όμως κοίταξε: μόλις έφυγες για τη Μακεδονία, ξέσπασαν σφαγές σε βάρος των Ελλήνων στις πόλεις Βάρνα, Πύργο, Καβακλί, Μεσημβρία, Αγχίαλο, όπου οι Βούλγαροι έδειξαν όλη τους τη βαρβαρότητα. Τότε αναστατώθηκαν όλοι οι Έλληνες της Μικράς Ασίας. Όμως απ’ τη Σινώπη, μόνο ο Πλάτων έφυγε για τη Μακεδονία, να πολεμήσει τους βούλγαρους κομιτατζήδες..., οι άλλοι είπαν μόνο λόγια.
-Μίλτο, ας μη συνεχίσουμε. Για μένα καλά έκανε ο Πλάτων. Η ελευθερία, μη ξεγελιέσαι, δε θα ’ρθει ούτε με συντάγματα, ούτε μ’ επαναστάσεις των Νεότουρκων. Θα χρειαστούν πολλά χρόνια ακόμη και πολλές θυσίες.
-Αδελφέ, έχεις δίκιο. Κατά βάθος είμαι υπερήφανος για σας. Δεν ξέρω αν είμαι κι εγώ αθεράπευτος όπως εσείς. Όμως, πρέπει να μη γυρίσουμε στη Σινώπη, αν δε βρούμε τα ίχνη του Πλάτωνα. Ξέρεις, όταν ο βασιλιάς της Σαλαμίνας έστελνε στην Τροία τους γιους του, Αίαντα και Τεύκρο, πριν αναχωρήσουν τους όρκισε.
-Δηλαδή;
-Τους είπε να προσέχουν και να βοηθούν ο ένας τον άλλο. Στην πατρίδα να επιστρέφουν μαζί σαν νικητές ή νεκροί ή ο ένας να φέρει μαζί του τα κόκαλα του σκοτωμένου, αφού πρώτα εκδικηθεί για το θάνατό του. Πρέπει, λοιπόν, κι εμείς να βρούμε τον Πλάτωνα...
-Εσύ να κοιτάξεις να ετοιμάσεις τα χαρτιά σου, να πας για σπουδές στο Παρίσι. Η γαλλική πρεσβεία είναι στην περιοχή “Θεραπειά”. Εγώ θα πάω στο ελληνικό προξενείο, στο Πατριαρχείο κι αν παραστεί ανάγκη, θα ξαναγυρίσω στη Μακεδονία, να βρω τον Πλάτωνα ή να φέρω τα κόκαλά του, να τα θάψουμε στη Σινώπη.


Χάρης Τσιρκινίδης


Απόσπασμα από το βιβλίο : Το κόκκινο ποτάμι (που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα).








Ο Χάρης Τσιρκινίδης γεννήθηκε το 1938, στη Λεκάνη Καβάλας, από γονείς πρόσφυγες του Πόντου.
Οι τραγικές διηγήσεις των γονιών του για την τραγωδία του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας και του Πόντου, οι διωγμοί των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης το 1955 και η τουρκι­κή εισβολή στην Κύπρο το 1974, εδραιώνουν την πικρή του πεποίθηση για την τραγική μοίρα της πατρίδας Ελλάδας και το απάνθρωπο πρόσωπο του κόσμου.
Το 1961 αποφοίτησε από τη Σχολή Ευελπίδων, σαν ανθυπολοχαγός Πυροβολικού.
Φοίτησε στις Σχολές Πολέμου Ελλάδας και Γαλλίας.
Πτυχιούχος της Νομικής.
Από 1987 έως 1990 υπηρέτησε, σαν ακό­λουθος Άμυνας στο Παρίσι, στις Βρυξέλλες και στη Μαδρίτη.

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah