ΠΡΙΓΚΗΠΟΣ (ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΓΕΡΓΙΟΥ ΚΟΥΔΟΥΝΑ) Μέρος 5ο

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2016

Η ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,η επονομαζόμενη του Κουδουνά, είναι, κατά την τοπική παράδοση, μία από τις αρχαιότερες μονές των Πριγκηπονήσων, κτισμένη τον 10ο αιώνα, υπό αυτοκρατορίας Νικηφόρου Φωκά. Κατά τον Μαλέτσκο, η αρχαία αυτή μονή πιθανόν να ερειπώθηκε το 1204, όταν οι Λατίνοι της Δ' Σταυροφορίας προξένησαν σημαντικές καταστροφές στα νησιά αυτά. Κατ' άλλους, η μονή ερήμωσε «κατά την γενομένην τω 1302 πειρατικήν επιδρομήν εναντίον της νήσου, ότε οι πειραταί οδηγούμενοι από τον Ενετόν ναύαρχον Γκιουστινιάνην, κατέκαυσαντα κτίρια αύτης και διηρπάσαντας περιουσίας των μονών».
Θέα από την μονή του Άγιου Γεωργίου Κουδουνά

Κατά την τοπική παράδοση, οι καλόγεροι, στην εμφάνιση του πειρατικού στόλου «... προαισθανόμενοι την καταστροφήν, παρέλαβον την εικόνα του Αγίου Γεωργίου, ήτις ήτο κατάφορτος αναθημάτων και κωδωνίσκων, και έκρυψαν αυτήν εντός της γης εις μέρος κρημνώδες, ίνα δε μη καταστροφή αύτη από τας βροχάς και την υγρασίαν έθεσαν επ' αυτής την αγίαν τράπεζαν, την οποίαν και εκάλυψαν με χώμα και ξηρούς θάμνους». 
Η εικόνα του Αγίου, πάντα κατά τη νησιώτικη παράδοση, διατηρήθηκε για πολλούς αιώνες αβλαβής, μέχρι που «κάποιος τσομπάνος από τον Μοριά που έβοσκε το κοπάδι του στο βουνό, πλάγιασε απομεσήμερα να κοιμηθεί, όταν εμφανίζεται στον ύπνο του ο καβαλάρης Άγιος και του υποδεικνύει να αφουγκραστεί χαμηλά στη γη και να σκάψει όταν ακούσει να κτυπούν κουδουνάκια...».
'Ετσι βρέθηκε η εικόνα και κτίστηκε το μοναστήρι και «ημέρωσε το βουνό και τρέχουν οι χριστιανοί, προ πάντων όσοι είναι πειραγμένοι, να προσκυνήσουν τη χάρη Του και να βρούνε τη γιατρειά τους». Πρώτος ο Senior Momars στη Βοσπορομαχία του, που θα πρέπει να τοποθετηθεί λίγο μετά το 1750, περιγράφει τον «Άγιον Γεώργην Κουδουνάν» ως «μοναστηράκι νιόκτιστον» σε βουνό ξηρό και μεγάλο. Κατά τα πατριαρχικά σιγγίλια, η ανοικοδόμηση της μονής πραγματοποιήθηκε μεταξύ των ετών 1751 και 1752 όταν «θείω ζήλω κινηθείς μοναχός τις Ησαΐας τούνομα, σκοπόν έθετο ανεγείραι και ανοικοδομίσαι ιερόν μονύδριον επ' ονόματι του αγίου ενδόξου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου».
Μέσα σε διάστημα οκτώ περίπου χρόνων, ο Ησαΐας αυτός θα κτίσει «διά συνδρομής και μείζονος επιμελείας» το μικρό καθολικό, που αν και ταλαιπωρημένο σήμερα από πρόσφατες ανεύθυνες επεμβάσεις εξακολουθεί να περισώζει χαραγμένο το όνομά του ως «μοναχού, κτήτορος και ηγουμένου της μονής»
Δεν θα υπεισέλθουμε στις μικρές και μεγάλες περιπέτειες της μονής, η οποία περιείλθε κατά διαστήματα στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, προσηλώθηκε στη μονή της Μεγίστης Λαύρας του Άθω, παραχωρήθηκε στους μαγίστορες του ρουφετίου των μπακάληδων της Πόλης, για να ανατεθεί και προσηλωθεί τελικά, το 1781, στην κατά την επαρχία Κερνίτσης της Πελοποννήσου μονή της Αγίας Λαύρας, στης οποίας το αρχειοφυλάκιο φυλάσσεται πάντα το ιστορικό της προσαρτήσεως.
Άγιος Γεώργιος Κουδουνά

 Ηγούμενος στη θέση του «καταπονημένου» Ησαΐα διορίστηκε τότε ο προηγούμενος της Λαύρας κυρ Μελέτιος. Στα χρόνια του, χειμώνας του 1786-1787, πέρασε από το μοναστήρι ο Ferdinand Bauer, σε υδατογραφία του οποίου οφείλεται η παλαιότερη γνωστή απεικόνιση της μονής. Λίγο πριν από το τέλος του αιώνα συναντάμε ηγούμενο στον Κουδουνά τον κυρ Άνθιμο, τον οποίο διαδέχεται ο Ιερόθεος και εν συνεχεία το 1806 ο κυρ Αρσένιος. 
Στα χρόνια του κτίστηκε το συγκρότημα των «παλαιών κελιών, αυτά που δέσποζαν ως χθες με τον όγκο τους στην κορυφή του βουνού». Στα χρόνια της Ελληνικής Επαναστάσεως το πελοποννησιακό αυτό μετόχι ήταν επόμενο να πληρώσει ακριβά το τόλμημα του ξεσηκωμού των ραγιάδων. «Όταν έφτασε η είδηση στην Πόλη, Τούρκοι ανέβηκαν στο μοναστήρι, συνέλαβαν και σκότωσαν τους καλογήρους εκτός από δύο, που κατάφεραν να γλιτώσουν ντυμένοι πολιτικά, αφού ξύρισαν γένεια και μουστάκια». Ο R. Walsh, που έζησε από κοντά τους διωγμούς της Κωνσταντινούπολης, περιγράφει το πώς ο ένας καλόγερος, προσποιούμενος τον τρελό, αλυσοδέθηκε στους χαλκάδες του μικρού καθολικού και πώς οι Τούρκοι, «που εκ παραδόσεως τρέφουν απεριόριστο σεβασμό στους διανοητικά αναπήρους, σαν τον είδαν να σέρνεται στα μάρμαρα της εκκλησίας και να ουρλιάζει, ούτε που σκέφθηκαν να τον ελέγξουν. Με διάχυτο το αίσθημα του δέους», συνεχίζει, «έκαμαν τον γύρο του ναΐσκου και έσπευσαν να απομακρυνθούν σιωπηλοί μαζί με τους άλλους κρατούμενους...»
Οι χαλκάδες αυτοί σώζονταν ως χθες στο ιστορικό δάπεδο του παλαιού καθολικού, οπότε και τσιμεντώθηκαν κατά τις «αποκαταστάσεις» το 1989 μαζί με τις πλινθόκτιστες βυζαντινές κρύπτες και το υπόγειο οστεοφυλάκιο της μονής. Στα επόμενα χρόνια, ηγούμενο στο μοναστήρι συναντούμε τον Θεοφάνη Πάσχο, πιθανότατα Πριγκηπιανό, του οποίου ο τάφος βρισκόταν μπροστά στην παλαιά μνημειακή είσοδο της μονής, μέχρι που τον θρυμμάτισαν το 1959 επίδοξοι θησαυροθήρες. 
Τον διαδέχτηκε, Ιούλιο του 1842, ο κυρ Αγαθάγγελος και αυτόν, το 1852, ο Πορφύριος Παπανδρέου. Θα ακολουθήσει το 1863 ο ιερομόναχος Σεραφείμ Γεωργίου, που θα κτίσει το 1867 το παρεκκλήσιο των Αγίων Αποστόλων.
Άγιος Γεώργιος Κουδουνά
Το προσφάτως «αναπαλαιωμένο» πέτρινο διώροφο κτίσμα, το αναφερόμενο ως «οικία», κτίστηκε υπό ηγουμενίας Αρσενίου του Ρουφογάλη το 1884. Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο αρχιμανδρίτης Διονύσιος Παϊκόπουλος, μία από τις πλέον σεβάσμιες μορφές που γνώρισε το νησί, οικοδόμησε και το νέο ευρύχωρο καθολικό, τα εγκαίνια του οποίου πραγματοποιήθηκαν με κάθε μεγαλοπρέπεια στις 10 Σεπτεμβρίου του 1908.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή ήταν επόμενο το μετόχι αυτό της Λαύρας να απολέσει την απέραντη κτηματική του περιουσία, καθώς όριζε πέρα για πέρα όλη τη νοτιοδυτική περιοχή και το βουνό του Αγίου Γεωργίου. Ο γέρων Διονύσιος εκοιμήθη, αιωνόβιος σχεδόν, τον χειμώνα του 1936, και τελευταίος καλόγερος στο βουνό Λαυριώτης απέμεινε ο υποτακτικός του Κλεόνικος Γεωργίου. Το 1969, μετά τον θάνατο του Κλεονίκου, την επιστασία του μοναστηριού ανέλαβε ο Κωνσταντίνος Παϊκόπουλος.
 Εφημέριο τότε στον Κουδουνά όρισε το Πατριαρχείο τον Παπαλευτέρη, ο οποίος και υπηρέτησε τη μονή μέχρι το 1992. Στο διάστημα αυτό, τον Αύγουστο του 1986, πυρκαγιά μεγάλη, που ξεκίνησε από τη θάλασσα και τον Γύρο κάτω, κατέκαυσε όλο το βουνό και μαζί τα ιστορικά παλιά κελιά, αυτά που προσέδιδαν την όντως μνημειακή έκφραση στο μοναστηριακό συγκρότημα. Και ενώ το ιστορικότερο τμήμα της μονής παραμένει έκτοτε εγκαταλελειμμένο, οι ατυχείς επεμβάσεις που πραγματοποιήθηκαν από απειρότεχνους και απειρόκαλλους μαΐστορες, έμελλε να αλλοιώσουν απαράδεκτα την παλαιική εικόνα του ιερού προσκυνήματος.
Ο γράφων, ως εν επιλόγω, παράλληλα με τα αισθήματα πικρίας αλλά και απογοητεύσεως των απανταχού Πριγκηπιανών, θεωρεί υποχρέωση να υπομνήσει και τα κείμενα του Γ. Κ. Αποστολάτου, επίκληση προς «όσους πονούν και σέβονται την ιστορική μνήμη, να φροντίσουν για την αποκατάσταση τουλάχιστον των μουσειακών τμημάτων του αιωνόβιου αυτού μονστηριού».

Ακύλας Μηλλας



Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah