ΕΠΕΡΧΕΤΑΙ ΤΟΥ ΖΗΝ ο εν Χριστώ πιστός Κωνσταντίνος ο Κοπρώνυμος και στον θρόνο της Βασιλεύουσας εγκαθίσταται το 775 Λέων ο Δ', ο επωνυμούμενος Χάζαρος. Ο Λέων, που η βασιλεία του έμελλε να διαρκέσει πέντε μόλις χρόνια, παντρεύτηκε μία Ελληνίδα, την Ειρήνη την Αθηναία, μια γυναίκα δυναμική, φιλόδοξη και επιτήδεια, η οποία, παράλληλα με τη δίψα της εξουσίας που τη χαρακτήριζε, ήταν γνωστή και για την αφοσίωσή της στη λατρεία των εικόνων. «Η ανάμνησή της», γράφει ο Gustave Schlumberger, «έμελλε να κυριαρχήσει ανάμεσα σε όλα τα άλλα ιστορικά συμβάντα της νήσου Πριγκήπου».
Η Ειρήνη, που δεν είχε διστάσει να τυφλώσει τον ίδιο της τον γιο, συμβασιλέα και νόμιμο διάδοχο του θρόνου των Ισαύρων, Κωνσταντίνο, κυρίαρχη αργότερα, «απετέλεσε το πρώτο παράδειγμα στην ιστορία του Βυζαντίου γυναίκας που, αντιθέτως με τις κοσμικές παραδόσεις της αυτοκρατορίας, διοίκησε έχοντας πλήρη ελευθερία κατά την άσκηση της ανωτάτης εξουσίας».
Η πενταετής βασιλεία της υπήρξε κατά τα άλλα ατυχής, καθώς υπονομευόταν μονίμως από τη φανερή διαμάχη των αυλοκόλακων συμβούλων της. Όταν τη νύχτα της 21ης Οκτωβρίου του, έτους 802, ένοπλοι συνωμότες την συνελάμβαναν στο ανάκτορο των Ελευθεριών, όπου αναπαυόταν, και ενώ ο λαός επευφημούσε στους δρόμους της Κωνσταντινουπόλεως τον νέο αυτοκράτορα Νικηφόρο τον Λογοθέτη, έναν άγνωστο μέχρι τότε, αραβικής πιθανώς καταγωγής, κρατικό υπάλληλο, βαθιά μεσάνυκτα άραζε στον ταρσανά, κάτω από τους σκοτεινούς πύργους της Μεγάλης Γυναικείας Μονής της Πριγκήπου.
Εκεί, έμπιστοι στρατιώτες έκοψαν σύρριζα τα μαλλιά της πενηντάχρονης τότε αυτοκράτειρας, της φόρεσαν δια βίας το τρίχινο ράσο της μοναχής και την περιόρισαν στο πλέον απόμερο κελί του μοναστηριού, που η ίδια είχε ανακαινίσει και πλουσιοπάροχα προικίσει κατά τη διάρκεια της παντοδυναμίας της.
Λίγο όμως αργότερα, καχύποπτος και ανήσυχος ο Νικηφόρος με τη σκέψη πως η πολυμήχανη και αδίσταχτη γυναίκα βρισκόταν τόσο κοντά στη Βασιλεύουσα, αποφάσισε να την εξορίσει στη Μυτιλήνη για μεγαλύτερη ασφάλεια του θρόνου του. Εκεί η Ειρήνη έζησε σε αυστηρότατη απομόνωση, χωρίς καν να της επιτρέπεται να συνομιλεί με τους φύλακές της. Πέθανε μετά οκτώ μήνες, την 9η Αυγούστου του 803, μέσα σε αθλιότητα, σχεδόν ρακένδυτη, όπως γράφουν οι ιστορικοί, και περιφρονημένη. Το σώμα της το μετέφεραν πίσω στο Βυζάντιο και το έθαψαν στη γυναικεία εδώ μονή της Πριγκήπου.
Αυτά κατά Λέοντα τον Γραμματικό, ενώ η Εκκλησία, παραβλέποντας όλα τα άλλα, τίμησε την Ειρήνη, την «ευσεβεστάτη και φιλοχρίστη Αυγούστα», που οι επίσκοποι επευφημούσαν σα «μία νέα Αγία Ελένη». Ο Θεόδωρος Στουδίτης εγκωμίασε τις αρετές της με πομπώδεις εκφράσεις και οι ντόπιοι Πριγκηπιανοί έδειχναν υπερήφανοι τις Καμάρες «του μοναστηριού της Αγίας Ειρήνης», ενώ οι καλόγεροι του Χριστού και του Αγίου Γεωργίου διεκδικούσαν τον τάφο της, επιδεικνύοντας κάποια αρχαία μάρμαρα στους περαστικούς ταξιδιώτες.
Η Πρίγκηπος, η μεγαλύτερη από τις εννέα Προποντίδες νήσους, τελευταία σκάλα της τακτικής συγκοινωνίας, απέχει έντεκα περίπου ναυτικά μίλια από τη Γέφυρα, ενάμισι από τα απέναντι παράλια και μισό μόλις μίλι από τη γειτονική της Χάλκη, «προς ην αμιλλάται καθ' όλην την μακρόχρονον αυτής ιστορίαν». Είναι η κατ' εξοχήν Πριγκηπόνησος, η «πλούσια σε περγαμηνές, σε μνήμες και σε κάλλη» νήσος του Πρίγκιπος ή του Πριγκήπου, όπως χαρακτηριστικά την αναφέρουν οι χρονικογράφοι από τις αρχές του 9ου αιώνα μ.Χ.
Τα ιστορικά των αρχαίων της χρόνων αναφέρονται ως "σκοτεινά και ασαφή".
Τάφοι και νομίσματα, που κατά καιρούς ανασκάφτηκαν τυχαία στο νησί, καταμαρτυρούν την ύπαρξη εδώ αρχαιοτάτου οικισμού, του οποίου ο χώρος δεν έχει ερευνηθεί. Πιθανότατα βρισκόταν κοντά στα αρχαία μεταλλεία, όπου κτίστηκαν αργότερα οι Καρυές, το βυζαντινό χωριό που εγκαταλείφθηκε λίγο μετά την Άλωση.
Χαρακτηριστικό το εύρημα του περίφημου εκείνου «θησαυρού της Πριγκήπου», εύρημα μοναδικό, «απαράμιλλο σε ποικιλία και μοναδικότητα», το οποίο αποτελούσαν αρχαϊκά ήλεκτρα της Κυζίκου (550-475 π.Χ.) και χρυσοί στατήρες της Λαμψάκου και του Παντικαπαίου, που ανακαλύφθηκαν τυχαία στην περιοχή του Αγίου Νικολάου.
Στα νησιά αυτά, παράλληλα με τον Αριστοτέλη, που επικεντρώνεται στην κυρίως Δημόνησο, αναφέρεται τον 2ο αιώνα π.Χ., σε σκόρπια έργα του, και Καρύστιος ο Γραμματολόγος. Ο γεωγράφος Αρτεμίδωρος, στα 100 π.Χ., ονομάζει την Πρίγκηπο Πιτυώδη. Ο Πλίνιος Σεκούνδος, το 23 π.Χ., αναφέρεται στας «Προποντίδας νήσους», κατονομάζοντας την Μεγάλην, που είναι ασφαλώς η Πρίγκηπος. Τέλος, στις αρχές του 6ου αιώνα, Ησύχιος ο Μιλήσιος στα Περί πατρίων Κωνσταντινουπόλεως γράφει πως «δύω εισί προς τω Βυζαντίω νήσοι, κοινή μεν Δημόνησοι λεγόμενοι, ιδία δε διαλλάττουσαι· η μεν γαρ Χαλκίτις η δε Πιτυούσα...».
Στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου εξορίζεται στην «έρημον τότε ούσαν Πρίγκηπον» ο αρχιεπίσκοπος της Μεγάλης Αρμενίας, ο Ορθόδοξος και ενάρετος Ναρσής ο Α. Δύο περίπου αιώνες αργότερα, τον Ιανουάριο του 565, καθαιρείται από τον Ιουστινιανό και εξορίζεται στην Αμάσεια ο Ευτύχιος, εποκρισάριος της μητροπόλεως αύτης στην Ε' Οικουμενική Σύνοδο, στην οποία είχε χειροτονηθεί πατριάρχης τον Αύγουστο του 552. Ο Ευτύχιος, στον δρόμο της εξορίας του, περιορίστηκε, κατά τους χρονικογράφους, για τρεις εβδομάδες στη νήσο του Πρίγκηπος.
Το νησί υπήρξε, όπως ήδη αναφέραμε, κτήμα του αυτοκράτορα Ιουστίνου του Β'. Ο Κεδρηνός γράφει πως το 569 Ιουστίνος ο Κουροπαλάτης έκτισε ανάκτορο και μονή κοντά στον λιμένα της Πριγκήπου, που ανήκε στις ιδιοκτησίες του. Τα αυτά επαναλαμβάνουν Λέων ο Γραμματικός και Θεοφάνης. Κατά τους Hammer και Janin, ήταν το παλάτιον του Ιουστίνου που θα καθόριζε την πριγκιπική ιδιότητα του νησιού, το οποίο στο εξής όλο και συχνότερα θα αναφερόταν στα χρονικά ως νήσος του Πρίγκιπος. Πολλοί έχουν υποστηρίξει ότι η Μεγάλη Γυναικεία Μονή ήταν «μεγαλοπρεπώς ανωκοδομημένη» στα θεμέλια του ανακτόρου αυτού. Νεώτερα όμως ευρήματα που ξεθάφτηκαν στον περίβολο του Αγίου Δημητρίου καταμαρτυρούν ότι το παλάτιον βρισκόταν στα πέριξ του μητροπολιτικού σήμερα αυτού ναού.
Κατά τα τέλη του 637, στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Ηρακλείου, συνωμότησαν οι άρχοντες της Πόλης με επικεφαλής τον Αταλάριχο, νόθο γιο του αυτοκράτορα, τον μάγιστρο Θεόδωρο και τον αρχηγό της Περσικής Αρμενίας, που άκουε στο όνομα Βαραστιρότς. Οι συνωμότες συνελήφθησαν και η τιμωρία τους υπήρξε παραδειγματική. Ο Αταλάριχος ρινοκοπήθηκε, του έκοψαν το δεξί χέρι και τον εξόρισαν στην Πρίγκηπο.
Καθ' όλη τη διάρκεια της μακρόχρονης βυζαντινής τους ιστορίας, τα Πριγκηπόνησα έγιναν συχνά στόχος της καταστροφικής μανίας βαρβάρων επιδρομέων που ανήμποροι μπροστά στα απόρθητα τείχη της Πόλης ξεσπούσαν τη μανία τους στα απροστάτευτα παραπόλια και παράλια χωριά της Προποντίδος.
Κατά καιρούς, οι Άραβες, οι Σλάβοι και συχνά οι Λατίνοι αποδεκάτισαν τον απροστάτευτο οικισμό της Καρυάς, φτωχό ψαράδικο καταυλισμό που κατελάμβανε τον φυσικό όρμο της περιορισμένης αλλά εύφορης και καλλιεργήσιμης κοιλάδας του Αγίου Νικολάου, στα ανατολικά παράλια του νησιού.
Είδαμε στα χρόνια της εικονομαχίας να εξορίζεται στη γειτονική των Καρύων γυναικεία μονή η αυτοκράτειρα Ειρήνη, ενώ στην απέναντι εδώ ερημόνησο της Αντιροβύθου, ένας άλλος πρίγκιπας, ο ακρωτηριασμένος βασιλόπαις Νικήτας, θα επάνδρωνε, ως μοναχός Ιγνάτιος και μετέπειτα πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, κοινόβιο ονομαστό. Στα πρώτα χρόνια της βασιλείας Λέοντος του Αρμενίου περιορίζεται στην Πρίγκηπο και μια άλλη γνωστή φυσιογνωμία του Βυζαντίου, ο ένθερμος υποστηρικτής των εικόνων Θεόδωρος ο Στουδίτης.
Μαζί του φυλακίζονται ο μαθητής του Νικόλαος και οι συγγενείς του Ιωσήφ και Πλάτων. Στον πλατύ δρόμο του Αγίου Νικολάου, κάτω από το παρεκκλήσιο των Αγίων Θεοδώρων, υπήρχε σπηλιά στους βράχους της ακτής που η τοπική παράδοση την ήθελε να είναι η φυλακή του Θεοδώρου.
Ένας άλλος παράξενος σε σχήμα βράχος, στην ίδια αυτή παραλία της Πριγκήπου, που οι νησιώτες εκ παραδόσεως ονόμαζαν «Καλογριά», είναι στενά συνυφασμένος με μια άλλη βυζαντινή πριγκίπισσα, εγγονή της Ειρήνης και κόρη του άτυχου Κωνσταντίνου του Στ . Ήταν επτάχρονη η Ευφροσύνη όταν τύφλωσαν τον πατέρα της και έκτοτε, από το 797, ζούσε έγκλειστη στη γυναικεία μονή της Πριγκήπου.
Οι ιστορικοί συμφωνούν πως το τραχύ μοναχικό ράσο δεν είχε μειώσει καθόλου την εκπληκτική καλλονή της, όταν ο σφετεριστής του θρόνου Μιχαήλ ο Τραυλός, θέλοντας να νομιμοποιήσει τη βίαιη αρπαγή της βασιλείας από τον προκάτοχό του Λέοντα τον Αρμένιο, οδήγησε τη μοναχή στη Βασιλεύουσα και την ανέδειξε αυτοκράτειρα, αφού προηγουμένως φρόντισε να απομακρύνει την πρώτη του σύζυγο Θέκλα.
Ήταν επόμενο το σκάνδαλο να συγκλονίσει τον κλήρο και τον θεοφοβούμενο λαό της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά η παντοδυναμία τότε και η έμφυτη δυναμικότητα του Μιχαήλ είχαν εξουδετερώσει κάθε πιθανή αντίδραση. Όταν όμως πέθανε, το 842, ο γιος του Θεόφιλος, που ποτέ δεν είχε συγχωρέσει τη συμπεριφορά του πατέρα του προς τη μητέρα του Θέκλα, συνέλαβε την Ευφροσύνη και την έστειλε πίσω στη μονή της Πριγκήπου, όπου έγκλειστη θα περνούσε τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής της. Κατά τον θρύλο, ο περίεργος σε σχήμα εκείνος βράχος είναι η μοναχή Ευφροσύνη, «που πέτρωσε μην μπορώντας να πνίξει μέσα στο τρίχινο ράσο της καλογριάς τη νοσταλγία της πορφύρας και του ολόχρυσου θρόνου της Βασιλεύουσας».
Δύο άλλες αυτοκράτειρες που έζησαν εξόριστες στη γυναικεία αυτή μονή ήταν η φιλάρεσκη και επιπόλαιη Ζωή η Πορφυρογέννητη, κόρη Κωνσταντίνου του Η', που τον Απρίλιο του 1042 περιορίστηκε εδώ από τον Μιχαήλ Ε' τον επιλεγόμενο Καλαφάτη. Τριάντα χρόνια αργότερα, Μιχαήλ Δούκας ο Παραπινάκης θα εξόριζε στο μοναστήρι της Πριγκήπου και την κουροπαλάτισσα Άννα τη Δαλασσινή , μητέρα των Κομνηνών, «ομού μετά των τέκνων αυτής». «Με την 'Αννα Δαλασσινή», γράφει ο Schlumberger, "είχε συμπληρωθεί και ο κύκλος των σημαντικότερων θυμάτων, στα οποία η βυζαντινή πολιτική επεφύλαξε μια ανα-γκαστική, λιγόχρονη ή διαρκέστερη, αλλά πάντα βίαιη παραμονή στα μοναστήρια της Πριγκήπου".
Οι Καρυές και η γειτονική τους μονή έμελλε να πυρποληθούν από τους Λατίνους τον Απρίλιο του 1182, στα χρόνια της βασιλείας Ανδρονίκου του Κομνηνού, σε αντίποινα των σφαγών και λεηλασιών που είχαν υποστεί οι συνοικίες τους από τον βυζαντινό όχλο. «Αι φλόγες», κατά τον χρονογράφο, «εφαίνοντο και εξ αυτής της Κωνσταντινουπόλεως». Της πολυτάραχης εποχής των Παλαιολόγων και Καντακουζηνών κατάλοιπα στο νησί ήταν τα ερυμνά ερείπια τριών πύργων, που τα θεμέλιά τους ορθώνονταν μέχρι τα τέλη του 19ου αι. στη θέση Κάτω Πηγάδι της χώρας.
Οι τρεις αυτοί πύργοι, κατά Νικηφόρο τον Γρηγορά, είχαν κτιστεί από τον περίφημο εκείνο για τη δολιότητα και φιλοδοξία του Μεγαδούκα Αλέξιο τον Απόκαυκο, ναύαρχο του βυζαντινού στόλου, πανίσχυρο στα χρόνια της βασιλείας Αννας της Σαβοΐας.
Σε κάποιον προφανώς από τους πύργους αυτούς, «φρούριον ασφαλέστατον, φυλακήν έχον εντός άνδρας καταφράκτους τριάκοντα», διαδραματίστηκαν, κατά τον Κριτόβουλο, την 17η Απριλίου 1453, τα τραγικά συμβάντα της πολιορκίας της Πριγκήπου, όταν στην άρνηση των καταφράκτων να παραδοθούν ο ναύαρχος της τουρκικής αρμάδας διέταξε «πυρ επαφείναι τω φρουρίω» και ανάβοντας φωτιά μεγάλη, που οι φλόγες της ξεπέρασαν το ύψος των επάλξεων, ανάγκασε τους μαχητές να παραδοθούν.
Και αυτούς μεν θανάτωσε επί τόπου, τους δε Πριγκηπιανούς, εις αντίποινα που επέτρεψαν να προβληθεί αντίσταση στο πάτριο έδαφος τους, πούλησε ως σκλάβους. Ο Σουλτάνος παραχώρησε την επικαρπία των Πριγκηπονήσων στον Καπουδάν πασά, τον αρχιναυαρχο του οθωμανικού στόλου. Κατά τον Runciman, το «φρούριον» αυτό ήταν ο πύργος του οποίου τα ερείπια σώζονταν μέχρι το 1980 πάνω από τις καμάρες, στον δρόμο δίπλα στον Άγιο Νικόλαο. Πρώτος στα μετά την Άλωση χρόνια ο Pierre Gylli (1490-1555) θα μας μιλήσει για τις Καρυές, τον αρχαίο παράλιο οικισμό και τη Χώρα, που άρχιζε να εξελίσσεται στη βορειοανατολική καλλιεργήσιμη παράλια πεδιάδα του νησιού.
Οι συνεχείς επιδρομές των πληρωμάτων του οθωμανικού στόλου συνετέλεσαν, λέγεται, στη βαθμιαία παρακμή των Καρυών, που ολοκληρώθηκε με τη φωτιά που κατέκαυσε τον οικισμό στα τέλη του 16ου αιώνα. Κατ' άλλους, οι κάτοικοι μετακόμισαν στη Χώρα μετά από ισχυρό σεισμό, που καταπόντισε μέγα τμήμα της περιοχής αυτής μαζί με παράλιο ναΐσκο ή μονή αφιερωμένη στον Άγιο Νικόλαο. Η θέση παρέμεινε καταγεγραμμένη στους οθωμανικούς κώδικες ως Batimis manastir, τουτέστιν περιοχή του καταποντισμένου μοναστηριού.
Το συμβάν θα έλαβε χώρα ασφαλώς μετά το 1545, αφού στα αρχεία του κράτους διασώζεται «Χουντούτναμες», στον οποίο καταγράφονται οι τότε οικισμοί της Cezire-i Surh, δηλαδή της Ερυθρονήσου. Η κυρίως χώρα αναφέρεται ως Kariye-i Rumiyan και οι Καρυές, που αριθμούσαν 49 μόλις ψυχές, σημειώνονται ως Kariye-i Kariye, ενώ ένας τρίτος μικρότερος καταυλισμός, που ίσως θα έπρεπε να αναζητηθεί στην εύφορη κοιλάδα του Νιζαμιού, σημειώνεται ως Kariye-i Serifiyan.
Σε μια μεταγενέστερη καταγραφή που πραγματοποιήθηκε από τον Καδή του Μαρμαρά, αναφέρονται τα τρία χωριά καθώς και τα ονόματα των κατοίκων, όλοι τους Ρωμιοί, και σημειώνονται λεπτομερώς τα αμπέλια, οι αγροί, οι ελαιώνες και οι φόροι που έπρεπε να καταβάλλουν οι ραγιάδες.
Ακυλας Μηλλας
Η Ειρήνη, που δεν είχε διστάσει να τυφλώσει τον ίδιο της τον γιο, συμβασιλέα και νόμιμο διάδοχο του θρόνου των Ισαύρων, Κωνσταντίνο, κυρίαρχη αργότερα, «απετέλεσε το πρώτο παράδειγμα στην ιστορία του Βυζαντίου γυναίκας που, αντιθέτως με τις κοσμικές παραδόσεις της αυτοκρατορίας, διοίκησε έχοντας πλήρη ελευθερία κατά την άσκηση της ανωτάτης εξουσίας».
Η πενταετής βασιλεία της υπήρξε κατά τα άλλα ατυχής, καθώς υπονομευόταν μονίμως από τη φανερή διαμάχη των αυλοκόλακων συμβούλων της. Όταν τη νύχτα της 21ης Οκτωβρίου του, έτους 802, ένοπλοι συνωμότες την συνελάμβαναν στο ανάκτορο των Ελευθεριών, όπου αναπαυόταν, και ενώ ο λαός επευφημούσε στους δρόμους της Κωνσταντινουπόλεως τον νέο αυτοκράτορα Νικηφόρο τον Λογοθέτη, έναν άγνωστο μέχρι τότε, αραβικής πιθανώς καταγωγής, κρατικό υπάλληλο, βαθιά μεσάνυκτα άραζε στον ταρσανά, κάτω από τους σκοτεινούς πύργους της Μεγάλης Γυναικείας Μονής της Πριγκήπου.
Εκεί, έμπιστοι στρατιώτες έκοψαν σύρριζα τα μαλλιά της πενηντάχρονης τότε αυτοκράτειρας, της φόρεσαν δια βίας το τρίχινο ράσο της μοναχής και την περιόρισαν στο πλέον απόμερο κελί του μοναστηριού, που η ίδια είχε ανακαινίσει και πλουσιοπάροχα προικίσει κατά τη διάρκεια της παντοδυναμίας της.
Λίγο όμως αργότερα, καχύποπτος και ανήσυχος ο Νικηφόρος με τη σκέψη πως η πολυμήχανη και αδίσταχτη γυναίκα βρισκόταν τόσο κοντά στη Βασιλεύουσα, αποφάσισε να την εξορίσει στη Μυτιλήνη για μεγαλύτερη ασφάλεια του θρόνου του. Εκεί η Ειρήνη έζησε σε αυστηρότατη απομόνωση, χωρίς καν να της επιτρέπεται να συνομιλεί με τους φύλακές της. Πέθανε μετά οκτώ μήνες, την 9η Αυγούστου του 803, μέσα σε αθλιότητα, σχεδόν ρακένδυτη, όπως γράφουν οι ιστορικοί, και περιφρονημένη. Το σώμα της το μετέφεραν πίσω στο Βυζάντιο και το έθαψαν στη γυναικεία εδώ μονή της Πριγκήπου.
Αυτά κατά Λέοντα τον Γραμματικό, ενώ η Εκκλησία, παραβλέποντας όλα τα άλλα, τίμησε την Ειρήνη, την «ευσεβεστάτη και φιλοχρίστη Αυγούστα», που οι επίσκοποι επευφημούσαν σα «μία νέα Αγία Ελένη». Ο Θεόδωρος Στουδίτης εγκωμίασε τις αρετές της με πομπώδεις εκφράσεις και οι ντόπιοι Πριγκηπιανοί έδειχναν υπερήφανοι τις Καμάρες «του μοναστηριού της Αγίας Ειρήνης», ενώ οι καλόγεροι του Χριστού και του Αγίου Γεωργίου διεκδικούσαν τον τάφο της, επιδεικνύοντας κάποια αρχαία μάρμαρα στους περαστικούς ταξιδιώτες.
Η Πρίγκηπος, η μεγαλύτερη από τις εννέα Προποντίδες νήσους, τελευταία σκάλα της τακτικής συγκοινωνίας, απέχει έντεκα περίπου ναυτικά μίλια από τη Γέφυρα, ενάμισι από τα απέναντι παράλια και μισό μόλις μίλι από τη γειτονική της Χάλκη, «προς ην αμιλλάται καθ' όλην την μακρόχρονον αυτής ιστορίαν». Είναι η κατ' εξοχήν Πριγκηπόνησος, η «πλούσια σε περγαμηνές, σε μνήμες και σε κάλλη» νήσος του Πρίγκιπος ή του Πριγκήπου, όπως χαρακτηριστικά την αναφέρουν οι χρονικογράφοι από τις αρχές του 9ου αιώνα μ.Χ.
Τα ιστορικά των αρχαίων της χρόνων αναφέρονται ως "σκοτεινά και ασαφή".
Τάφοι και νομίσματα, που κατά καιρούς ανασκάφτηκαν τυχαία στο νησί, καταμαρτυρούν την ύπαρξη εδώ αρχαιοτάτου οικισμού, του οποίου ο χώρος δεν έχει ερευνηθεί. Πιθανότατα βρισκόταν κοντά στα αρχαία μεταλλεία, όπου κτίστηκαν αργότερα οι Καρυές, το βυζαντινό χωριό που εγκαταλείφθηκε λίγο μετά την Άλωση.
Χαρακτηριστικό το εύρημα του περίφημου εκείνου «θησαυρού της Πριγκήπου», εύρημα μοναδικό, «απαράμιλλο σε ποικιλία και μοναδικότητα», το οποίο αποτελούσαν αρχαϊκά ήλεκτρα της Κυζίκου (550-475 π.Χ.) και χρυσοί στατήρες της Λαμψάκου και του Παντικαπαίου, που ανακαλύφθηκαν τυχαία στην περιοχή του Αγίου Νικολάου.
Στα νησιά αυτά, παράλληλα με τον Αριστοτέλη, που επικεντρώνεται στην κυρίως Δημόνησο, αναφέρεται τον 2ο αιώνα π.Χ., σε σκόρπια έργα του, και Καρύστιος ο Γραμματολόγος. Ο γεωγράφος Αρτεμίδωρος, στα 100 π.Χ., ονομάζει την Πρίγκηπο Πιτυώδη. Ο Πλίνιος Σεκούνδος, το 23 π.Χ., αναφέρεται στας «Προποντίδας νήσους», κατονομάζοντας την Μεγάλην, που είναι ασφαλώς η Πρίγκηπος. Τέλος, στις αρχές του 6ου αιώνα, Ησύχιος ο Μιλήσιος στα Περί πατρίων Κωνσταντινουπόλεως γράφει πως «δύω εισί προς τω Βυζαντίω νήσοι, κοινή μεν Δημόνησοι λεγόμενοι, ιδία δε διαλλάττουσαι· η μεν γαρ Χαλκίτις η δε Πιτυούσα...».
Στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου εξορίζεται στην «έρημον τότε ούσαν Πρίγκηπον» ο αρχιεπίσκοπος της Μεγάλης Αρμενίας, ο Ορθόδοξος και ενάρετος Ναρσής ο Α. Δύο περίπου αιώνες αργότερα, τον Ιανουάριο του 565, καθαιρείται από τον Ιουστινιανό και εξορίζεται στην Αμάσεια ο Ευτύχιος, εποκρισάριος της μητροπόλεως αύτης στην Ε' Οικουμενική Σύνοδο, στην οποία είχε χειροτονηθεί πατριάρχης τον Αύγουστο του 552. Ο Ευτύχιος, στον δρόμο της εξορίας του, περιορίστηκε, κατά τους χρονικογράφους, για τρεις εβδομάδες στη νήσο του Πρίγκηπος.
Το νησί υπήρξε, όπως ήδη αναφέραμε, κτήμα του αυτοκράτορα Ιουστίνου του Β'. Ο Κεδρηνός γράφει πως το 569 Ιουστίνος ο Κουροπαλάτης έκτισε ανάκτορο και μονή κοντά στον λιμένα της Πριγκήπου, που ανήκε στις ιδιοκτησίες του. Τα αυτά επαναλαμβάνουν Λέων ο Γραμματικός και Θεοφάνης. Κατά τους Hammer και Janin, ήταν το παλάτιον του Ιουστίνου που θα καθόριζε την πριγκιπική ιδιότητα του νησιού, το οποίο στο εξής όλο και συχνότερα θα αναφερόταν στα χρονικά ως νήσος του Πρίγκιπος. Πολλοί έχουν υποστηρίξει ότι η Μεγάλη Γυναικεία Μονή ήταν «μεγαλοπρεπώς ανωκοδομημένη» στα θεμέλια του ανακτόρου αυτού. Νεώτερα όμως ευρήματα που ξεθάφτηκαν στον περίβολο του Αγίου Δημητρίου καταμαρτυρούν ότι το παλάτιον βρισκόταν στα πέριξ του μητροπολιτικού σήμερα αυτού ναού.
Κατά τα τέλη του 637, στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Ηρακλείου, συνωμότησαν οι άρχοντες της Πόλης με επικεφαλής τον Αταλάριχο, νόθο γιο του αυτοκράτορα, τον μάγιστρο Θεόδωρο και τον αρχηγό της Περσικής Αρμενίας, που άκουε στο όνομα Βαραστιρότς. Οι συνωμότες συνελήφθησαν και η τιμωρία τους υπήρξε παραδειγματική. Ο Αταλάριχος ρινοκοπήθηκε, του έκοψαν το δεξί χέρι και τον εξόρισαν στην Πρίγκηπο.
Καθ' όλη τη διάρκεια της μακρόχρονης βυζαντινής τους ιστορίας, τα Πριγκηπόνησα έγιναν συχνά στόχος της καταστροφικής μανίας βαρβάρων επιδρομέων που ανήμποροι μπροστά στα απόρθητα τείχη της Πόλης ξεσπούσαν τη μανία τους στα απροστάτευτα παραπόλια και παράλια χωριά της Προποντίδος.
Κατά καιρούς, οι Άραβες, οι Σλάβοι και συχνά οι Λατίνοι αποδεκάτισαν τον απροστάτευτο οικισμό της Καρυάς, φτωχό ψαράδικο καταυλισμό που κατελάμβανε τον φυσικό όρμο της περιορισμένης αλλά εύφορης και καλλιεργήσιμης κοιλάδας του Αγίου Νικολάου, στα ανατολικά παράλια του νησιού.
Είδαμε στα χρόνια της εικονομαχίας να εξορίζεται στη γειτονική των Καρύων γυναικεία μονή η αυτοκράτειρα Ειρήνη, ενώ στην απέναντι εδώ ερημόνησο της Αντιροβύθου, ένας άλλος πρίγκιπας, ο ακρωτηριασμένος βασιλόπαις Νικήτας, θα επάνδρωνε, ως μοναχός Ιγνάτιος και μετέπειτα πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, κοινόβιο ονομαστό. Στα πρώτα χρόνια της βασιλείας Λέοντος του Αρμενίου περιορίζεται στην Πρίγκηπο και μια άλλη γνωστή φυσιογνωμία του Βυζαντίου, ο ένθερμος υποστηρικτής των εικόνων Θεόδωρος ο Στουδίτης.
Μαζί του φυλακίζονται ο μαθητής του Νικόλαος και οι συγγενείς του Ιωσήφ και Πλάτων. Στον πλατύ δρόμο του Αγίου Νικολάου, κάτω από το παρεκκλήσιο των Αγίων Θεοδώρων, υπήρχε σπηλιά στους βράχους της ακτής που η τοπική παράδοση την ήθελε να είναι η φυλακή του Θεοδώρου.
Ένας άλλος παράξενος σε σχήμα βράχος, στην ίδια αυτή παραλία της Πριγκήπου, που οι νησιώτες εκ παραδόσεως ονόμαζαν «Καλογριά», είναι στενά συνυφασμένος με μια άλλη βυζαντινή πριγκίπισσα, εγγονή της Ειρήνης και κόρη του άτυχου Κωνσταντίνου του Στ . Ήταν επτάχρονη η Ευφροσύνη όταν τύφλωσαν τον πατέρα της και έκτοτε, από το 797, ζούσε έγκλειστη στη γυναικεία μονή της Πριγκήπου.
Οι ιστορικοί συμφωνούν πως το τραχύ μοναχικό ράσο δεν είχε μειώσει καθόλου την εκπληκτική καλλονή της, όταν ο σφετεριστής του θρόνου Μιχαήλ ο Τραυλός, θέλοντας να νομιμοποιήσει τη βίαιη αρπαγή της βασιλείας από τον προκάτοχό του Λέοντα τον Αρμένιο, οδήγησε τη μοναχή στη Βασιλεύουσα και την ανέδειξε αυτοκράτειρα, αφού προηγουμένως φρόντισε να απομακρύνει την πρώτη του σύζυγο Θέκλα.
Ήταν επόμενο το σκάνδαλο να συγκλονίσει τον κλήρο και τον θεοφοβούμενο λαό της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά η παντοδυναμία τότε και η έμφυτη δυναμικότητα του Μιχαήλ είχαν εξουδετερώσει κάθε πιθανή αντίδραση. Όταν όμως πέθανε, το 842, ο γιος του Θεόφιλος, που ποτέ δεν είχε συγχωρέσει τη συμπεριφορά του πατέρα του προς τη μητέρα του Θέκλα, συνέλαβε την Ευφροσύνη και την έστειλε πίσω στη μονή της Πριγκήπου, όπου έγκλειστη θα περνούσε τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής της. Κατά τον θρύλο, ο περίεργος σε σχήμα εκείνος βράχος είναι η μοναχή Ευφροσύνη, «που πέτρωσε μην μπορώντας να πνίξει μέσα στο τρίχινο ράσο της καλογριάς τη νοσταλγία της πορφύρας και του ολόχρυσου θρόνου της Βασιλεύουσας».
Δύο άλλες αυτοκράτειρες που έζησαν εξόριστες στη γυναικεία αυτή μονή ήταν η φιλάρεσκη και επιπόλαιη Ζωή η Πορφυρογέννητη, κόρη Κωνσταντίνου του Η', που τον Απρίλιο του 1042 περιορίστηκε εδώ από τον Μιχαήλ Ε' τον επιλεγόμενο Καλαφάτη. Τριάντα χρόνια αργότερα, Μιχαήλ Δούκας ο Παραπινάκης θα εξόριζε στο μοναστήρι της Πριγκήπου και την κουροπαλάτισσα Άννα τη Δαλασσινή , μητέρα των Κομνηνών, «ομού μετά των τέκνων αυτής». «Με την 'Αννα Δαλασσινή», γράφει ο Schlumberger, "είχε συμπληρωθεί και ο κύκλος των σημαντικότερων θυμάτων, στα οποία η βυζαντινή πολιτική επεφύλαξε μια ανα-γκαστική, λιγόχρονη ή διαρκέστερη, αλλά πάντα βίαιη παραμονή στα μοναστήρια της Πριγκήπου".
Οι Καρυές και η γειτονική τους μονή έμελλε να πυρποληθούν από τους Λατίνους τον Απρίλιο του 1182, στα χρόνια της βασιλείας Ανδρονίκου του Κομνηνού, σε αντίποινα των σφαγών και λεηλασιών που είχαν υποστεί οι συνοικίες τους από τον βυζαντινό όχλο. «Αι φλόγες», κατά τον χρονογράφο, «εφαίνοντο και εξ αυτής της Κωνσταντινουπόλεως». Της πολυτάραχης εποχής των Παλαιολόγων και Καντακουζηνών κατάλοιπα στο νησί ήταν τα ερυμνά ερείπια τριών πύργων, που τα θεμέλιά τους ορθώνονταν μέχρι τα τέλη του 19ου αι. στη θέση Κάτω Πηγάδι της χώρας.
Αποβάθρα ΠριγκήπουBüyükada iskelesi |
Σε κάποιον προφανώς από τους πύργους αυτούς, «φρούριον ασφαλέστατον, φυλακήν έχον εντός άνδρας καταφράκτους τριάκοντα», διαδραματίστηκαν, κατά τον Κριτόβουλο, την 17η Απριλίου 1453, τα τραγικά συμβάντα της πολιορκίας της Πριγκήπου, όταν στην άρνηση των καταφράκτων να παραδοθούν ο ναύαρχος της τουρκικής αρμάδας διέταξε «πυρ επαφείναι τω φρουρίω» και ανάβοντας φωτιά μεγάλη, που οι φλόγες της ξεπέρασαν το ύψος των επάλξεων, ανάγκασε τους μαχητές να παραδοθούν.
Και αυτούς μεν θανάτωσε επί τόπου, τους δε Πριγκηπιανούς, εις αντίποινα που επέτρεψαν να προβληθεί αντίσταση στο πάτριο έδαφος τους, πούλησε ως σκλάβους. Ο Σουλτάνος παραχώρησε την επικαρπία των Πριγκηπονήσων στον Καπουδάν πασά, τον αρχιναυαρχο του οθωμανικού στόλου. Κατά τον Runciman, το «φρούριον» αυτό ήταν ο πύργος του οποίου τα ερείπια σώζονταν μέχρι το 1980 πάνω από τις καμάρες, στον δρόμο δίπλα στον Άγιο Νικόλαο. Πρώτος στα μετά την Άλωση χρόνια ο Pierre Gylli (1490-1555) θα μας μιλήσει για τις Καρυές, τον αρχαίο παράλιο οικισμό και τη Χώρα, που άρχιζε να εξελίσσεται στη βορειοανατολική καλλιεργήσιμη παράλια πεδιάδα του νησιού.
Οι συνεχείς επιδρομές των πληρωμάτων του οθωμανικού στόλου συνετέλεσαν, λέγεται, στη βαθμιαία παρακμή των Καρυών, που ολοκληρώθηκε με τη φωτιά που κατέκαυσε τον οικισμό στα τέλη του 16ου αιώνα. Κατ' άλλους, οι κάτοικοι μετακόμισαν στη Χώρα μετά από ισχυρό σεισμό, που καταπόντισε μέγα τμήμα της περιοχής αυτής μαζί με παράλιο ναΐσκο ή μονή αφιερωμένη στον Άγιο Νικόλαο. Η θέση παρέμεινε καταγεγραμμένη στους οθωμανικούς κώδικες ως Batimis manastir, τουτέστιν περιοχή του καταποντισμένου μοναστηριού.
Το συμβάν θα έλαβε χώρα ασφαλώς μετά το 1545, αφού στα αρχεία του κράτους διασώζεται «Χουντούτναμες», στον οποίο καταγράφονται οι τότε οικισμοί της Cezire-i Surh, δηλαδή της Ερυθρονήσου. Η κυρίως χώρα αναφέρεται ως Kariye-i Rumiyan και οι Καρυές, που αριθμούσαν 49 μόλις ψυχές, σημειώνονται ως Kariye-i Kariye, ενώ ένας τρίτος μικρότερος καταυλισμός, που ίσως θα έπρεπε να αναζητηθεί στην εύφορη κοιλάδα του Νιζαμιού, σημειώνεται ως Kariye-i Serifiyan.
Σε μια μεταγενέστερη καταγραφή που πραγματοποιήθηκε από τον Καδή του Μαρμαρά, αναφέρονται τα τρία χωριά καθώς και τα ονόματα των κατοίκων, όλοι τους Ρωμιοί, και σημειώνονται λεπτομερώς τα αμπέλια, οι αγροί, οι ελαιώνες και οι φόροι που έπρεπε να καταβάλλουν οι ραγιάδες.
Ακυλας Μηλλας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου