ΠΡΙΓΚΙΠΟΣ Μέρος 2ο

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2016

Το 1547 έχουμε την πρώτη γραπτή μαρτυρία για τον ενοριακό ναό της Χώρας, από χειρόγραφη ενθύμηση σε μηναίο, αφιερωμένο «εις τον Μεγαλομάρτυρα Δημήτριον εν τη νήσω της Πρηγγίπου». Η τοπική πάντως παράδοση ως παλαιό ενοριακό ναό θέλει τον Άγιο Ιωάννη, ένα εκκλησάκι στη θέση Ματζάρι, που οι αρχές κατεδάφισαν το 1924 και που προφανώς αποτελούσε ναΐσκο νεκροταφειακό. Άλλες εκκλησίες παλαιές της Χώρας Πριγκήπου ήταν η Θεοτόκος η Ελεούσα και μία τέταρτη, που παραμένει αγνοημένη και της οποίας τη θέση προφανώς καταμαρτυρεί το Αγίασμα της Αγίας Φωτεινής.
Η Πρίγκηπος από τη θάλασσα

Ήταν το καλοκαίρι του 1555, όταν η πανώλη μάστιζε ως συνήθως την Κωνσταντινούπολη και τρομοκρατημένος ο βαρώνος Ghislain de Busbehq, πρέσβυς τότε της Αυστρίας παρά την Υψηλή Πύλη, καταφεύγει με την οικογένειά του στα Πριγκηπονήσια. «Επέλεξα», γράφει, «ως τόπο διαμονής μου ένα νησί που το λένε Πρίγκηπο, τέσσερις ώρες απ' την Κωνσταντινούπολη, το ωραιότερο και το πιο ευχάριστο ανάμεσα στα μικρά νησιά που γειτονεύουν με την Πόλη. Είχε δύο χωριά, αντίθετα με τα άλλα που είχαν μόνο ένα και τα περισσότερα κανένα [...]. Πέρασα εκεί τρεις πολύ ευχάριστους μήνες».
Ήταν, λέει, μια θέση προνομιακή, μακριά από τους θορύβους και τον συρφετό της πρωτεύουσας. «Ζούσαν εκεί μόνοι λίγοι γραικοί που η συντροφιά τους μου ήταν πολύ ευχάριστη. Διασκέδαζα μαζί τους χωρίς κανένας Τούρκος να διακόψει ποτέ την ευθυμία μας» 
Η Χώρα συνέχιζε να απλώνεται γύρω από τους τρεις πύργους και τον τεράστιο εκείνο χιλιόχρονο πλάτανο, που αποτελούσε το καύχημα των νησιωτών, καθ' όλο το διάστημα του 17ου αιώνα. Η τακτική συγκοινωνία γινόταν με τα δεκάκωπα και δωδεκάκωπα παζάρ καΐκια και τους τσεκτιρμέδες, που άραζαν στα πέριξ του Αγίου Δημητρίου, όπου μικρός αυτοσχέδιος λιμένας, επιχωματωμένος σήμερα από τις προσχώσεις εισχωρούσε βαθιά στην ομαλή εδώ παραλία. Μαρτυρίες για τη μικρή πολιτεία των θαλασσών μας έχει διαφυλάξει ο Evliya Celebi που την επισκέφθηκε το 1641. 
Την επόμενη δεκαετία ο Eremya Celebi Komurciyan θα περνούσε δύο μέρες στην Πρίγκηπο, «όπου έζησε εξόριστος ο Άγιος εκείνος Ναρσής» και που στην κορυφή του βουνού της διακρίνονταν τα ερείπια των αψίδων μιας εκκλησίας. «Τα νησιά αυτά», γράφει, «είναι όλα τους ωραία και κατοικούνται. Κόσμος πολύς έρχεται και τα επισκέπτεται για σεργιάνι. Σε μερικά από αυτά ζουν καλογέροι. Παντού υπάρχουν προσκυνήματα και εκκλησίες με τρούλους και μοναστήρια με εικονογραφίες και μεγάλους κήπους. Όλα αυτά ανήκουν στους Ρωμιούς. Τα χωριά τους βρίσκονται στις παραλίες, κτισμένα αντικριστά το ένα στο άλλο. Οι κάτοικοι είναι άνθρωποι που αγαπάνε το κρασί...». Για τους ντόπιους, «που όλοι τους είναι 'Ελληνες και που ζουν αρκετά ελεύθερα ασχολούμενοι με την αλιεία», θα μας μιλήσει τα χρόνια εκείνα και ο Thomas Smith, που, παράλληλα με το μοναστήρι του Χριστού, αναφέρεται και στη μονή του Αγίου Νικολάου, η οποία είχε εν τω μεταξύ ανεγερθεί στην αρχαία περιοχή των Καρυών.
 Κατά τα μεσα της επόμενης εκατονταετίας, στην κορυφή του υψηλότερου βουνού της Πριγκήπου, όπου σώζονταν θεμέλια βυζαντινών κτισμάτων και «ίχνος Ιεράς Τραπέζης», θέση που οι κάτοικοι εκ παραδόσεως ονόμαζαν Άγιο Γεώργιο, ο μοναχός Ησαΐας θα έκτιζε την ομώνυμη μονή, που έμελλε να αναδειχθεί σ' ένα από τα σημαντικότερα προσκυνήματα της Πολίτικης Ρωμιοσύνης.
 Τα ίδια εκείνα χρόνια, και συγκεκριμένα το 1759, ο Ολλανδός Van Egmont επισκέπτεται την Island of Principate, όπως κατονομάζει την Πρίγκηπο, «τόπο όπου καταφεύγουν πολύ συχνά και οι Γάλλοι έμποροι να ξεκουραστούν από τις κοπιαστικές τους ασχολίες. Στο νησί διαμένει ένας μόνο Τούρκος, που είναι και ο σεκρετάριος του κυβερνήτη». Μιλά για τα μοναστήρια της Πριγκήπου για κάποια ερείπια  "που πιθανότατα ανήκουν σε πύργους" εξυμνεί την ωραιοτάτη θέα προς την Κωνσταντινούπολη και μνημονεύει το κρασί του τόπου που "είναι άφθονο και υποφερτά καλό».
Στις αρχές του 19ου αιώνα, η Χώρα Πριγκήπου εξακολουθούσε να απλώνεται στη σχετικά περιορισμένη έκταση της βορειοανατολικής πεδινής παραλίας. Επίνειο του νησιού αποτελεί η παραθαλάσσια πλατεία «του Πάντσου», όπου και το ομώνυμο περίφημο χάνι με το καφενείο και τη σκάλα, επίσης γνωστή ως «Σκάλα του Πάντσου». 
Σ αυτήν άραζαν τα μεγάλα παζάρ καΐκια που μετέφεραν τους ταξιδιώτες και τα εμπορεύματα από την Πόλη. Το «χάνι» αυτό ήταν ασφαλώς το πανδοχείο που συχνά αναφέρεται στα οδοιπορικά των ξένων περιηγητών. Λίγο πιο μέσα ήταν ο Άγιος Δημήτριος και δίπλα σ' αυτόν ορθώνονταν τα θεμέλια των βυζαντινών πύργων. Οι θέσεις εδώ ήταν γνωστές ως Πύργος και Κάτω Πηγάδι. Οι πυκνοκατοικημένες παλιές γειτονιές, που κάηκαν λίγο πριν το 1850, εκτείνονταν γύρω από τον χιλιόχρονο πλάτανο και εδώ θα πρέπει να αναζητηθεί η τέταρτη, αγνοημένη σήμερα εκκλησία της Χώρας, που πιθανότατα ήταν αφιερωμένη στη μνήμη της Αγίας Φωτεινής.
Πρίγκηπος-Buyukada

 Η αρχή της συνοικίας του Λαδά, στα ανατολικά, και η εκκλησία της Παναγίας της Ελεούσης στην άλλη άκρη, κατά το Λιβάδι και το Ματζάρι με τα μνήματα, αποτελούσαν τα τότε ορόσημα της κατοικημένης Χώρας. Πίσω από το εκκλησάκι του Άη Γιάννη, τον νεκροταφειακό ναΐσκο, άρχιζαν οι ιδιοκτησίες της μονής του Χριστού, που δέσποζε στην κορυφή του ομώνυμου βουνού. Οι μόνιμοι τότε κάτοικοι δεν ξεπερνούσαν τους 1.200. «Περί των αυτοχθόνων χωρικών», γράφει ο Μένανδρος Ποτεσσάρος, «να είπω ότι είναι άνθρωποι ηλιοκαμένοι, άδολοι, απλοί, που όμως δύνανται να σε πωλήσουν και να σε αγοράσουν χωρίς να το αισθανθείς. Αλλωστε είναι φίλεργοι, τρεφόμενοι εκ της θαλάσσης ευτράπελοι και αεί μειδιώντες χάρις εις τον θεόν Βάκχον τον πολυαγαπημένον των...».
Ο Timoni περιγράφει την κοσμική κίνηση των χρόνων εκείνων και τον κυρίως περίπατον της Χώρας, το περιώνυμο Ματζάρι, " όπου συγκεντρώνονται, τις ημέρες κυρίως των εορτών, οι γυναίκες του χωριού και οι άλλες κυρίες από την Πόλη που παραθερίζουν στον μαγευτικό αυτό τόπο. Είναι εδώ που μπορεί κανείς να θαυμάσει τις ωραιότερες τουαλέτες, τις εφάμιλλες με τα πρότυπα των μεγαλουπόλεων. Είναι εδώ που υπάρξεις θαλερές, στολισμένες με όλες εκείνες τις χάρες που χαρακτηρίζουν το ωραίο φύλο των Ελληνίδων, περιδιαβάζουν στηριγμένες σε σθεναρούς βραχίονες, ή αναπαύονται με φιλαρέσκεια στα καθίσματα που δεσπόζουν επάνω απ' τις ακτές. Η ευτυχία και η χαρά καθρεπτίζονται σε όλα εδώ τα πρόσωπα...".
Την ατμόσφαιρα που επικρατούσε τότε στην Πρίγκηπο θα μας περιγράφει λίγο αργότερα και ο Samuel Cox, που, ως πρέσβυς των Ηνωμένων Πολιτειών, παραθέριζε στο νησί αυτό. «Τα χρόνια εκείνα», γράφει, «ο κόσμος δεν μαζευόταν τα απογεύματα στις μπυραρίες και τα ρεστοράν της Σκάλας, αλλά σύχναζε στα παραθαλάσσια καφενεία να απολαύσει τη νωχελική ανατολίτικη μουσική με τους ζουρνάδες, τους ντερέδες και τα σάζια [...].Ήταν της μόδας τότε για τις κοκέτες και λουσάτες Ελληνίδες και Αρμένισσες, να κάθωνται φιλάρεσκα στα χαμηλά ξύλινα καθίσματα των καφενείων, μέσα στους καπνούς των τσιγάρων και στις αναθυμιάσεις της ρακής, παραδομένες νωχελικότατα στα γεμάτα θαυμασμό βλέμματα του ισχυρού φύλου».
Με την έλευση του ατμού επήλθε και η ραγδαία εξέλιξη της Πριγκήπου, της οποίας τα θέρετρα και οι βίλλες είχαν κατακλύσει ήδη όλη τη βορειοδυτική περιοχή του νησιού, μέχρι του Τζακόμου και της Χρυσής Γλώσσας, ενώ στην ανατολική, τα λαμπρά μέγαρα είχαν πλησιάσει τη μονή του Αγίου Νικολάου. Οι διασκεδάσεις της παραθεριζούσης αριστοκρατίας διαδέχονται η μία την άλλη και οι ντόπιοι ευημερούν. «Οι πολυάνθρωποι νυν κάτοικοι της νήσου και οι παραθερίζοντες», γράφει ο Χασιώτης, «ανήκουσιν εις όλας τας εθνότητας, φυλάς και θρησκείας. Πανταχού διασκεδάσεις, συναυλίαι, εκδρομαί, ονοδρομίαι, λεμβοδρομίας χοροί...». «Η Πρίγκηπος», γράφει ο Καβαλιέρος Μαρκουίζος, «είναι πάντα το κέντρον της τέρψεως και η θερινή Κωνσταντινούπολις, εις ην εκχύνεται κατά την ωραίαν εποχήν όλον το κάλλος των χαρίτων της Βασιλευούσης». «Τα νησιά», σημειώνει ο Γ. Φραγκούδης το 1899, "με τα ελληνικά σχολεία και τα μοναστήρια των, τα ελληνικά χωριά και τους ναυτικούς των, τους ψαράδες, τους δασκάλους, τους παππάδες των, τους πρώην εδώ εφησυχάζοντας πατριάρχας, παραμένουν πάντοτε ελληνικά, γεμάτα από παραδόσεις παλαιάς και ποίησιν αιώνων πολλών". 
Η ατμόσφαιρα αυτή του νησιού γοητεύει τον Αθηναίο δημοσιογράφο. «Εις την Πρίγκιπον, εάν έλειπον μερικοί Τούρκοι στρατιώται της φρουράς και τα φέσια από τας κεφαλάς των ραγιάδων, θα ενόμιζε κανείς ότι ευρίσκεται εις την ωραιοτέραν Ευρωπαϊκήν ακτήν, π.χ. εις την Νίκαιαν ή κάπου αλλού της περιφήμου Ριβιέρας [...]. Τα κιόσκια, αι επαύλεις, τα σπιτάκια διαδέχονται άλληλα εις σειράν ποικίλην και κομψήν, μεταξύ των ελβετικών οικίσκων προβάλλουν έξαφνα τέλειαι ινδικαί παγόδαι, τουρκικά κιόσκια, αιγυπτιακά τεμένη. Από το βουνόν έρχεται η ευωδία της πεύκης, της μυρσίνης και της τερεβίνθου. Άνθη δε όσα θα ήρκουν όπως πλεχθούν στέφανοι διά χιλίας νύμφας και στρωθή ο δρόμος των με κάλυκας ρόδων...».
Δεν θα επανέλθουμε στην περίοδο των πολέμων και στα ξεφαντώματα της Ανακωχής, που απετέλεσε ίσως «την τελευταία λαμπρή εποχή που γνώρισε η ρωμιοσύνη της Πριγκήπου, η οποία αριθμούσε ήδη τους 15.000 μονίμους κατοίκους. Τους χρόνους που ακολούθησαν την άτυχη Μικρασιατική εκστρατεία το νησί φιλοξένησε τον αλλοπρόσαλλο τραγικό κόσμο των προσφύγων, ενώ σημαντικός υπήρξε και ο αριθμός των ορφανών που βρήκαν τότε στέγη στο Εθνικό Ορφανοτροφείο του Χριστού». Η τότε αναπόφευκτη έξοδος των Ρωμιών κατοίκων αλλά και των παραθεριστών, που έμελλε να συνεχιστεί και στα επόμενα χρόνια, είχε χαρακτηριστεί ως μαζική.
Μετά το 1924, όταν τα Πριγκηπόνησα «διά την καλήν λειτουργίαν του Οικουμενικού Πατριαρχείου» αποσπασμένα  από την κυριαρχία του Χαλκηδόνος, απετέλεσαν ανεξάρτητη αρχιερατική έδρα, μητροπολιτικός ναός της νέας επαρχίας ορίστηκε ο Άγιος Δημήτριος ενώ παράλληλα, τις ίδιες εκείνες ημέρες, κατηργείτο οριστικά και ο θεσμός της δημογεροντίας.
Πολλά τότε από τα όντως αρχοντικά θέρετρα του νησιού, ως εγκαταλελειμμένες δήθεν ελληνικές περιουσίες πέρασαν σε χέρια Τούρκων επωνύμων. Οι πιέσεις κρατούντων υπήρξαν ποικίλες, ενώ οι δραστηριότητες  των Τουρκορθόδοξων Παπαευθυμικών είχαν τον αντίκτυπό τους και στη μικρή κοινωνία του νησιού. 
Ουδείς προέβη σε διαμαρτυρία όταν, το 1926, κατεδαφίστηκε αυθαιρέτως από τις αρχές ο ναΐσκος του Αγίου Ιωάννου, χάριν δήθεν ρυμοτομίας, ενώ παράλληλα θεωρήθηκε επιβεβλημένη και η απαλλοτρίωση του δεξιού κλιτούς της Παναγίας της Ελεούσης. Την ίδια περίπου τύχη έμελλε να υποστεί και το παρακείμενο ημιυπόγειο ιστορικό αγίασμα της Αγίας Παρασκευής.
Την πολυσυζητημένη ελληνοτουρκική προσέγγιση του 1933, που απεδείχθη άνευ ουσίας, ακολούθησαν ο καταστροφικός φόρος περιουσίας, που επέβλεπε στις περιουσίες των ομογενών, και η στρατολογία των είκοσι ηλικιών. Γνωστά τα συμβάντα της 6ης Σεπτεμβρίου του 1955 και οι απελάσεις των Ελλήνων υπηκόων δέκα χρόνια αργότερα, που  συρρίκνωσαν την ήδη αποδεκατισμένη κοινότητα των Πριγκηπιανών. Το Εθνικό Ορφανοτροφείο στον λόφο του Χριστού, καύχημα πάλαι ποτέ της ομογένειας, έκλεισε τότε οριστικά και αυτό τις πύλες του και εκ παραλλήλου απαλλοτριώθηκαν οι απέραντες γύρω σε αυτό μοναστηριακές εκτάσεις.
Τα Εκπαιδευτήρια της νήσου, η επτάτακτος αστική σχολή αρρένων και η πεντάτακτος των θηλέων, που το 1908 ξεπερνούσαν σε αριθμό τους 230 μαθητές και τα 200 αντιστοίχως νήπια και μαθήτριες, το 1948 συγκέντρωναν 202 παιδιά, ενώ τα επόμενα χρόνια, έτι συρρικνωμένες, αριθμούσαν 117 μαθητές και μαθήτριες το 1961, 55 μόλιςτο 1970, 11 το 1980, για να συνεχίσουν την ταπεινή λειτουργία τους κατά την τελευταία δεκαετία με αριθμό μαθητών που ποτέ δεν ξεπέρασε τους 3 ή 4. 
Το μεγαλόπρεπο λιθόκτιστο κτίριο της Σχολής, του οποίου τα θεμέλια έχουν υποστεί σημαντική καθίζηση μετά τον πρόσφατο σεισμό της Νικομήδειας, εγκαταλείφθηκε υποχρεωτικά το 1999. Οι μόνιμοι σήμερα Ρωμιοί κάτοικοι του νησιού, γέροντες κατά κανόνα, φθάνουν μόλις τις σαράντα ψυχές, ενώ, «... εντελώς πρόσφατα, με τον αδόκητο θάνατο του Μανώλη του 'Ηπειρου, έμελλε να κλείσει και το τελευταίο που απέμενε ρωμαίικο μαγαζί στον δρόμο του Τσαρσιού, της ελληνικοτάτης άλλοτε κεντρικής αγοράς του νησιού».

Ακυλας Μηλλας


Πρίγκηπος από παλιά....

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah