Ο κλήδονας, το πανάρχαιο τούτο έθιμο, που έδωσε ελπίδες σε γενιές και γενιές για την αποκατάστασή τους, ήταν γνωστός και στο Καρς καθώς και στον Καύκασο με το όνομα ατές καϊτασί.
Όσοι κατοικούσαν κοντά στα παράλια το αμίλητο νερό το έπαιρναν άς σά εφτά βίας, δηλαδή από εφτά κύματα της θάλασσας. Όσοι όμως κατοικούσαν στα μεσόγεια το αμίλητο νερό το έπαιρναν από επτά πηγάδια, μέσα σε μια πήλινη στάμνα, με ανοιχτό στόμα από πάνω, για να χωράει ένα χέρι μικρού παιδιού. Στη στάμνα αυτή έβαζαν κι εκείνοι τα σημάδια τους -δαχτυλίδια, βραχιόλια, σταυρούς, σκουλαρίκια, δαχτυλήθρες και άλλα αντικείμενα- για να δουν την τύχη τους και ιδιαίτερα το γαμπρό που τόσο τον περίμεναν τα κορίτσια, καθώς ήταν κλεισμένα στα σπίτια τους και στις πανύψηλες αυλές τους, «για να μη τα ιδεί ξένο μάτι και τα κακολογήσουν».
Έβαζαν το δοχείο με τα σημάδια στ’ άστρα και στο φεγγάρι το βράδυ, ξημερώνοντας τ’ Άι Γιαννιού του Λιτροπιού για να μαγευτούν και να φανερώσουν το γαμπρό που περίμεναν.
Την άλλη μέρα, όταν ένα πρωτογέννητο μικρό κοριτσάκι, με μάνα και πατέρα μονοστέφανους, έβαζε το χεράκι του στο δοχείο και τραβοδούσε ένα ένα τα σημάδια της καθεμίας, οι άλλοι τραγουδούσαν ένα κοτσάκ, δηλαδή ένα δίστιχο ή τετράστιχο, που μιλούσε για έρωτα, για ευτυχία, για γάμο, για ταξίδι και γι’ αρραβώνα. Και τότε, ανάλογα με τα λόγια του τραγουδιού που άκουγαν, έβγαζαν και το συμπέρασμα που τους άρεσε.
Στο τέλος, όταν έβγαιναν όλα τα σημάδια από τη στάμνα, το κάθε κορίτσι γέμιζε το στόμα του με νερό του κλήδονα κι έβγαινε στο δρόμο, για ν’ ακούσει κάποιο αντρικό όνομα, και να βγάλει το συμπέρασμα πως και ο άντρας που θα ’παίρνε θα είχε αυτό το όνομα. Τότε έχυνε το νερό από το στόμα του και περίμενε το γαμπρό που θα χτυπούσε την πόρτα του, να το ζητήσει σε γάμο. Αν το κορίτσι ήταν ερωτευμένο με κάποιον νέο, τότε συνεννοούνταν με τον αγαπημένο του κι έβγαινε εκείνος μπροστά του, για να βεβαιώσει την αγάπη τους.
Στο μεταξύ, τα παιδιά άναβαν μεγάλες φωτιές στις γειτονιές, με ξύλα, με πρωτομαγιάτικα στεφάνια και με φρύγανα κι όλοι, μικροί και μεγάλοι, πηδούσαν σταυρωτά πάνω στις φλόγες φωνάζοντας: «Εξέβαμεν ας σον κακόν καιρόν κι εσέβαμεν 'ς σον καλόν».
Γύρω απ’ τις φωτιές του Άι Γιάννη του Λιτροπιού χόρευαν οι άντρες με την κεμεντζέν τον ανάποδον χορόν, που πήγαινε όλο αριστερά και όχι δεξιά, όπως οι άλλοι. Τη στιγμή που θα έκλεινε ο κύκλος του χορού, έπρεπε να φύγει αμέσως ο πρωτοχορευτής, για να πάρει τη θέση του ο δεύτερος, γιατί αν αργούσε και δεν έφευγε, τον έσπρωχναν οι άλλοι μέσα στη φωτιά και ο χορός συνεχιζόταν με τραγούδια και με την κεμεντζέν.
Κώστας Καραμπατάκης
Όσοι κατοικούσαν κοντά στα παράλια το αμίλητο νερό το έπαιρναν άς σά εφτά βίας, δηλαδή από εφτά κύματα της θάλασσας. Όσοι όμως κατοικούσαν στα μεσόγεια το αμίλητο νερό το έπαιρναν από επτά πηγάδια, μέσα σε μια πήλινη στάμνα, με ανοιχτό στόμα από πάνω, για να χωράει ένα χέρι μικρού παιδιού. Στη στάμνα αυτή έβαζαν κι εκείνοι τα σημάδια τους -δαχτυλίδια, βραχιόλια, σταυρούς, σκουλαρίκια, δαχτυλήθρες και άλλα αντικείμενα- για να δουν την τύχη τους και ιδιαίτερα το γαμπρό που τόσο τον περίμεναν τα κορίτσια, καθώς ήταν κλεισμένα στα σπίτια τους και στις πανύψηλες αυλές τους, «για να μη τα ιδεί ξένο μάτι και τα κακολογήσουν».
Γάμος στην Κερασούντα (Αρχείο Στ. Τανιμανίδη) |
Έβαζαν το δοχείο με τα σημάδια στ’ άστρα και στο φεγγάρι το βράδυ, ξημερώνοντας τ’ Άι Γιαννιού του Λιτροπιού για να μαγευτούν και να φανερώσουν το γαμπρό που περίμεναν.
Την άλλη μέρα, όταν ένα πρωτογέννητο μικρό κοριτσάκι, με μάνα και πατέρα μονοστέφανους, έβαζε το χεράκι του στο δοχείο και τραβοδούσε ένα ένα τα σημάδια της καθεμίας, οι άλλοι τραγουδούσαν ένα κοτσάκ, δηλαδή ένα δίστιχο ή τετράστιχο, που μιλούσε για έρωτα, για ευτυχία, για γάμο, για ταξίδι και γι’ αρραβώνα. Και τότε, ανάλογα με τα λόγια του τραγουδιού που άκουγαν, έβγαζαν και το συμπέρασμα που τους άρεσε.
Στο τέλος, όταν έβγαιναν όλα τα σημάδια από τη στάμνα, το κάθε κορίτσι γέμιζε το στόμα του με νερό του κλήδονα κι έβγαινε στο δρόμο, για ν’ ακούσει κάποιο αντρικό όνομα, και να βγάλει το συμπέρασμα πως και ο άντρας που θα ’παίρνε θα είχε αυτό το όνομα. Τότε έχυνε το νερό από το στόμα του και περίμενε το γαμπρό που θα χτυπούσε την πόρτα του, να το ζητήσει σε γάμο. Αν το κορίτσι ήταν ερωτευμένο με κάποιον νέο, τότε συνεννοούνταν με τον αγαπημένο του κι έβγαινε εκείνος μπροστά του, για να βεβαιώσει την αγάπη τους.
Στο μεταξύ, τα παιδιά άναβαν μεγάλες φωτιές στις γειτονιές, με ξύλα, με πρωτομαγιάτικα στεφάνια και με φρύγανα κι όλοι, μικροί και μεγάλοι, πηδούσαν σταυρωτά πάνω στις φλόγες φωνάζοντας: «Εξέβαμεν ας σον κακόν καιρόν κι εσέβαμεν 'ς σον καλόν».
Γύρω απ’ τις φωτιές του Άι Γιάννη του Λιτροπιού χόρευαν οι άντρες με την κεμεντζέν τον ανάποδον χορόν, που πήγαινε όλο αριστερά και όχι δεξιά, όπως οι άλλοι. Τη στιγμή που θα έκλεινε ο κύκλος του χορού, έπρεπε να φύγει αμέσως ο πρωτοχορευτής, για να πάρει τη θέση του ο δεύτερος, γιατί αν αργούσε και δεν έφευγε, τον έσπρωχναν οι άλλοι μέσα στη φωτιά και ο χορός συνεχιζόταν με τραγούδια και με την κεμεντζέν.
Κώστας Καραμπατάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου