Στο γάμο, όταν πήγαιναν να πάρουν τη νύφη από το πατρικό της σπίτι, για να πάνε στην εκκλησιά να τη στεφανώσουν, σι συγγενείς της, για να δείξουν πόσο ντροπαλή και άξια ήταν η νύφη που έδιναν, τραγουδούσαν:
Κόρη, ντο στέκ’ς και ντο τερείς κι αργοπορείς και πάεις;
Τερώ ση μάννα μ’ την ευκήν κι αργοπορώ και πάω.
Η νύφη προκομμέντσα εν’ πολλά εντροπάρια.
Τρανόν σκοινίν μη διτ’ ατεν, φορτούται τα’ όρος κι έρθεν.
Τρανόν σταμνίν μη διτ’ ατεν, θα στουραίν’ τα πεγάδια.
Σαν ξεκινούσαν κι έφταναν έξω από την εκκλησία, ο γαμπρός, που είχε ζωσμένο ένα μαυρομάνικο μαχαίρι στη μέση, πριν περάσει το κατώφλι της πόρτας, έβγαζε το μαχαίρι από τη θήκη του και, κρατώντας αυτό με το ένα του χέρι και με τ’ άλλο τη θήκη, το ’φερνε στο πίσω μέρος του σώματός του και το περνούσε στη θήκη χωρίς να βλέπει.
Με την κίνηση αυτή, που άρχιζε από το μπροστινό μέρος του σώματός του και τελείωνε στο πίσω με το πέρασμα του μαχαιριού στη θήκη, σχηματιζόταν γύρω του ένας νοητός, προστατευτικός, μαγικός κύκλος, που πίστευαν πως προστατεύει το γαμπρό από τα μάγια, που τυχόν θα του ’κανε κάποια γυναίκα για να τον κάνει σεξουαλικά ανίκανο.
Όπως και στ’ άλλα μέρη της Ελλάδας, έτσι και στα χωριά του Πόντου, αν ο πατέρας του κοριτσιού αρνούνταν να δώσει το κορίτσι του σε κάποιον νέο που ήταν ερωτευμένος μαζί του, τότε εφάρμοζαν το κλεψίον.
Ένα βράδυ, με τη βοήθεια δύο φίλων του, άρπαζε ο νέος την ερωμένη του και την πήγαινε στο δάσος. Την άλλη μέρα, παρουσιάζονταν κι οι δύο στις αρχές του τόπου, δήλωναν ότι αγαπιούνται και θέλουν να παντρευτούν, κι όλα τελείωναν σύμφωνα με την παροιμία που λέει: «Όταν θέλει η νύφη κι ο γαμβρός, τύφλα να ’χει ο πεθερός».
Μαζί με τ’ άλλα τραγούδια του γάμου που τραγουδούσαν, τραγουδούσαν και τούτο:
’ς σην Παναΐα Σουμελά θα πάω στεφανούμαι.
Και, πραγματικά, οι πιο πολλοί πήγαιναν και στεφανώνονταν εκεί.
Κώστας Καραπατάκης
Κόρη, ντο στέκ’ς και ντο τερείς κι αργοπορείς και πάεις;
Τερώ ση μάννα μ’ την ευκήν κι αργοπορώ και πάω.
Η νύφη προκομμέντσα εν’ πολλά εντροπάρια.
Τρανόν σκοινίν μη διτ’ ατεν, φορτούται τα’ όρος κι έρθεν.
Τρανόν σταμνίν μη διτ’ ατεν, θα στουραίν’ τα πεγάδια.
Σαν ξεκινούσαν κι έφταναν έξω από την εκκλησία, ο γαμπρός, που είχε ζωσμένο ένα μαυρομάνικο μαχαίρι στη μέση, πριν περάσει το κατώφλι της πόρτας, έβγαζε το μαχαίρι από τη θήκη του και, κρατώντας αυτό με το ένα του χέρι και με τ’ άλλο τη θήκη, το ’φερνε στο πίσω μέρος του σώματός του και το περνούσε στη θήκη χωρίς να βλέπει.
Με την κίνηση αυτή, που άρχιζε από το μπροστινό μέρος του σώματός του και τελείωνε στο πίσω με το πέρασμα του μαχαιριού στη θήκη, σχηματιζόταν γύρω του ένας νοητός, προστατευτικός, μαγικός κύκλος, που πίστευαν πως προστατεύει το γαμπρό από τα μάγια, που τυχόν θα του ’κανε κάποια γυναίκα για να τον κάνει σεξουαλικά ανίκανο.
Όπως και στ’ άλλα μέρη της Ελλάδας, έτσι και στα χωριά του Πόντου, αν ο πατέρας του κοριτσιού αρνούνταν να δώσει το κορίτσι του σε κάποιον νέο που ήταν ερωτευμένος μαζί του, τότε εφάρμοζαν το κλεψίον.
Ένα βράδυ, με τη βοήθεια δύο φίλων του, άρπαζε ο νέος την ερωμένη του και την πήγαινε στο δάσος. Την άλλη μέρα, παρουσιάζονταν κι οι δύο στις αρχές του τόπου, δήλωναν ότι αγαπιούνται και θέλουν να παντρευτούν, κι όλα τελείωναν σύμφωνα με την παροιμία που λέει: «Όταν θέλει η νύφη κι ο γαμβρός, τύφλα να ’χει ο πεθερός».
Μαζί με τ’ άλλα τραγούδια του γάμου που τραγουδούσαν, τραγουδούσαν και τούτο:
’ς σην Παναΐα Σουμελά θα πάω στεφανούμαι.
Και, πραγματικά, οι πιο πολλοί πήγαιναν και στεφανώνονταν εκεί.
Κώστας Καραπατάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου