Εξαιτίας του διαφορετικού ρυθμού ανάπτυξης ανάμεσα στους πληθυσμούς του δυτικού Πόντου και αυτούς που κατοικούσαν στην ενδοχώρα, οι Πόντιοι από περιοχή σε περιοχή ανέπτυξαν ιδιομορφίες όσον αφορά τα κοινωνικά και πολιτιστικά τους χαρακτηριστικά.
Κάθε πόλη, κωμόπολη και χωριό αποτελούσε ανεξάρτητη κοινότητα και διοικούσε τα τοπικά θέματά του χωρίς παρέμβαση της τουρκικής εξουσίας.
Έτσι, κάποιες κοινότητες ήταν πιο κλειστές και επομένως πιο προσκολλημένες στην παράδοση, ενώ κάποιες άλλες δέχονταν ευκολότερα επιρροές και επομένως ήταν περισσότερο ευπροσάρμοστες στις αλλαγές.
Βασικό όμως στοιχείο της κοινωνικής ζωής στον Πόντο, με κυριαρχική σημασία, ήταν η οικογένεια, οργανωμένη με βάση το πατριαρχικό-ανδροκρατικό σύστημα. Επειδή μάλιστα σε πολλά σπίτια ζούσαν μαζί δύο και τρεις πολυμελείς οικογένειες, τον πρώτο λόγο τον είχαν πάντοτε οι «μειζοτέρ’», οι πρεσβύτεροι.
Κάθε πόλη, κωμόπολη και χωριό αποτελούσε ανεξάρτητη κοινότητα και διοικούσε τα τοπικά θέματά του χωρίς παρέμβαση της τουρκικής εξουσίας.
Έτσι, κάποιες κοινότητες ήταν πιο κλειστές και επομένως πιο προσκολλημένες στην παράδοση, ενώ κάποιες άλλες δέχονταν ευκολότερα επιρροές και επομένως ήταν περισσότερο ευπροσάρμοστες στις αλλαγές.
Βασικό όμως στοιχείο της κοινωνικής ζωής στον Πόντο, με κυριαρχική σημασία, ήταν η οικογένεια, οργανωμένη με βάση το πατριαρχικό-ανδροκρατικό σύστημα. Επειδή μάλιστα σε πολλά σπίτια ζούσαν μαζί δύο και τρεις πολυμελείς οικογένειες, τον πρώτο λόγο τον είχαν πάντοτε οι «μειζοτέρ’», οι πρεσβύτεροι.
Ο αρχηγός της ποντιακής οικογένειας ασκούσε σχεδόν απολυταρχική εξουσία, παρόλο που μέσα στο σπίτι την ευθύνη και την «εξουσία» για όλα τα θέματα -από την παρασκευή και την αποθήκευση των απαραίτητων αγαθών για το βαρύ χειμώνα μέχρι την ανατροφή των παιδιών- τις είχε η μητέρα, η οποία, σύμφωνα με την ποντιακή παράδοση, έπρεπε να είναι καλή νοικοκυρά, πιστή σύζυγος και άξια μητέρα.
Σε ότι αφορά το κληρονομικό και οικογενειακό δίκαιο, νομοτελειακό στοιχείο ήταν η οικογένεια από την πλευρά του άνδρα. Αυτός ήταν ο αρχηγός της οικογένειας και ο εκπρόσωπός της στις δημόσιες σχέσεις. Είχε, μεν, κυριαρχικά δικαιώματα, αλλά και πολλές ευθύνες.
Η πειθαρχία και η υπακοή των μελών της οικογένειας στις αποφάσεις που παίρνονταν ή στις εντολές που δίνονταν αποτελούσαν τη βάση για την ομαλή λειτουργία της, την οικονομική σταθερότητα αλλά και την παραγωγική ανάπτυξή της. Μεταξύ των μελών της υπήρχε κατανομή εργασίας, τόσο στις αγροτικές δουλειές όσο και στις εσωτερικές απασχολήσεις.
Τυχόν έριδες και διαφορές διευθετούνταν στο τελευταίο στάδιο από τον αρχηγό της οικογένειας, ενώ αυτές που αφορούσαν υποθέσεις ανάμεσα στις οικογένειες ή την κοινότητα από τη Δημογεροντία. Η τελευταία προσπαθούσε να μη φτάσουν οι υποθέσεις αυτές στα τουρκικά δικαστήρια.
Στον Πόντο, εξαιτίας των δυσκολιών που αντιμετώπιζαν λόγω της φύσης της δουλειάς των ανδρών, υπήρχε σχεδόν σε κάθε οικογένεια και κάποιος που ξενιτευόταν, συνήθως στη Ρωσία. Όμως, με το «μπουλούκι» στο οποίο εργάζονταν συχνά ήταν αναγκασμένοι να μετακινούνται σε διαφορετικές περιοχές ανάλογα με τις εργασίες τους. Άλλη ήταν η μετακίνηση των εμπόρων και άλλη των τεχνιτών.
Έτσι, διάφορες εποχές του χρόνου, και ιδιαίτερα τις μεγάλες γιορτές, όπως τα Χριστούγεννα, τα χωριά στον Πόντο γίνονταν η Ιθάκη που καρτερούσε δεκάδες Οδυσσείς να γυρίσουν στα σπίτια τους. Έχοντας υπόψη και την ευμάρεια που χαρακτήριζε αρκετούς κατοίκους του Πόντου, ειδικά οι έμποροι έκαναν σημαντικότατες ευεργεσίες για φιλανθρωπικά, εκπαιδευτικά και κοινοτικά έργα. Ιδιαίτερα οι οικονομικά ισχυρότεροι συνήθιζαν να προσφέρουν μεγάλα ποσά από τα κέρδη τους υπέρ της κοινότητας, του σχολείου, της εκκλησίας και των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων.
Ειδικά την περίοδο μετά το 1856 (χρόνος έκδοσης του Χάτι Χουμαγιουν) και μέχρι το 1914 σημαντικό ρόλο στον προγραμματισμό και την ολοκλήρωση των ευεργεσιών έπαιξαν και οι εκατό περίπου Σύλλογοι που δημιούργησαν οι Έλληνες του Πόντου σε διάφορες περιοχές του. Οι σκοποί και η λειτουργία τους είχαν μορφωτικό, φιλανθρωπικό, καλλιτεχνικό, πολιτιστικό, αλλά και πνευματικό χαρακτήρα. Θα μπορούσαμε ενδεικτικά να αναφέρουμε τους Συλλόγους: «Διογένης» στη Σινώπη, «Αγάπη» στη Χάτση Χαλδίας, «Αναγέννησης» στην Αμισό, «Ανατολή» στην Τραπεζούντα, «Αργοναύται» στην Κέρασούντα, «Ευαγγελισμός» στην Οινόη, «Ηλιος», «Φως» και «Πλάτων» στα Σούρμενα, «Ηρακλής» στη Χαψίκιοι της Ματσούκας, «Θήχης» στη Σάντα, «Μεταλλεύς» και «Κυριακίδης» στη Σαμψούντα, «Σωκράτης» στην Αργυρούπολη, «Κυψέλη» στον Όφη και στα Λιβερά της Ματσούκας, «Μιθριδάτης» στη Σινώπη, «Μέλισσα», «Ξενοφών», «Προμηθέας», «Πρόοδος» στην Τραπεζούντα, «Ορθοδοξία» και «Περικλής» στην Άνω Αμισό, «Φιλόπτωχος Αδελφότης Ιμεραίων» στην 'Ιμερα κ.ά.
Η ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΣΤΟΝ ΠΟΝΤΟ
Η ανδρική ενδυμασία των Ελλήνων του Πόντου διαφέρει πολύ από τις άλλες ενδυμασίες της Ελλάδας. Κύριο χαρακτηριστικό της ανδρικής στολής είναι η βράκα ή ζίπκα, ενώ στα πόδια φορούσαν μπότες χρώματος μαύρου ή τσάπουλες (ξεχωριστό δέρμα μαύρου χρώματος που κάλυπτε την κνήμη και δενόταν στο κάτω μέρος του παπουτσιού).
Η γυναικεία στολή είναι σχετικά απλή. Κι εδώ συναντάμε τη βράκα, που φοριόταν κάτω από τη ζιπούνα. Ασφαλώς όμως έχει επηρεαστεί αρκετά από την τουρκική ενδυμασία, έχει ανατολίτικο χαρακτήρα αλλά αστική πολυτέλεια, γι’ αυτό πολλά ενδύματα έχουν διπλή ονομασία, ελληνική και τουρκική, ενώ αρκετά μόνο τουρκική. Η ανδρική στολή έχει δεχτεί περισσότερες επιρροές μια και οι άνδρες συναναστρέφονταν άμεσα με τους Τούρκους, ενώ οι γυναίκες ήταν δύσκολο να συναναστρέφονται με γυναίκες Τούρκων. Τα υφάσματα ιδιαίτερα της γυναικείας φορεσιάς, όπως και τα εξαρτήματά της είναι πολύτιμα, αναδεικνύουν το γυναικείο σώμα και προσδίδουν σεβάσμια και ευγενική όψη.
Ακόμη παρατηρούμε ότι οι φορεσιές των κατοίκων των πόλεων (Κοτυώρων, Σαμψούντας, Τραπεζούντας κ,λπ.) διέφεραν από τις ενδυμασίες των χωρικών.
Οι ενδυμασίες των πόλεων κατά το 18ο και το 19ο αιώνα ακολούθησαν ευρωπαϊκή τάση και, λόγω του εμπορίου και των συχνών επαφών που είχαν με χώρες όπως η Γαλλία, η Μολδαβία κ,λπ. και τους πολίτες τους, δέχτηκαν σχετικές επιδράσεις. Οι στολές που έχουν μεταφερθεί στην Ελλάδα και φορούν νέοι και νέες στις εκδηλώσεις που οργανώνουν οι ποντιακές οργανώσεις, και οι οποίες θα περιγραφούν παρακάτω, είναι στολές χωρικών και μάλιστα αυτές που φορούσαν στις γιορτές, ενώ για τις δουλειές χρησιμοποιούσαν πολύ πιο απλά ενδύματα.
Οι ανδρικές και οι γυναικείες φορεσιές στον Πόντο, παρόλο που είχαν πολλά κοινά στοιχεία, όπως στο παντελόνι, το πουκάμισο, το γιλέκο, το πανωφόρι, τη μακριά φούστα κ.λπ„ δεν ήταν ομοιόμορφες σε όλο τον Πόντο, αφού η οικονομική δυνατότητα της κάθε οικογένειας πολλές φορές καθόριζε την ποιότητα των υφασμάτων αλλά και τα στολίδια που συνόδευαν το ντύσιμο.
Διέφεραν όχι μόνο από περιοχή σε περιοχή, αλλά και μέσα στις τοπικές κοινωνίες, τις κοινότητες και τα χωριά, από πόλη σε πόλη, αφού, όπως ήταν φυσικό, πολλές φορές διαμορφώνονταν ανάλογα και με τις κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούσαν σε μια περιοχή, τη γενικότερη οικονομική κατάσταση της κοινότητας, την κοινωνική θέση που κατείχε ο καθένας από τους κατοίκους, αλλά και ανάλογα με τις ασχολίες τους.
Ασφαλώς όμως δεν πρέπει να παραλειφθεί το γεγονός ότι σοβαροί παράγοντες της ενδυματολογικής εμφάνισης των Ποντίων υπήρξαν οι επιρροές από γειτονικούς λαούς που ζούσαν κοντά τους, αλλά και από όσα τους επέβαλαν σε διάφορες χρονικές περιόδους σι κατακτητές τους Τούρκοι.
Στα χωριά, τα περισσότερα από τα οποία βρίσκονται σε υψόμετρα από 600 έως 2.000 μέτρα, οι κακές καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν εκεί για έξι ή για επτά μήνες το χρόνο, η έφιππη δραστηριότητα των νεότερων σε συνδυασμό με την οικονομική κατάσταση της κοινότητας, αλλά και η ανάγκη ενιαίας γι’ αυτούς και ξεχωριστής από τους Τούρκους εμφάνισης είχαν ως αποτέλεσμα να υπάρχουν δύο τύποι ενδυμασίας, η αγροτική και η αστική.
Η ανδρική φορεσιά, Ζίπκα
Οι άνδρες της υπαίθρου φορούσαν τα «ζίπκας», που χωρίζονταν σε εσωτερική και εξωτερική φορεσιά.
Η εσωτερική φορεσιά περιλάμβανε το καμίς, το πουκάμισο, που ήταν κατασκευασμένο από άσπρο ύφασμα, είχε στενό γιακά και μακριά μανίκια, και συνήθως δεν είχε κουμπιά.
Η εξωτερική περιλάμβανε ένα είδος παντελονιού από χοντρό συνήθως μαύρου χρώματος ύφασμα, με στενά σκέλη και φαρδιά σούρα στο πίσω μέρος, που έφτανε από τη μέση ως τους αστραγάλους. Μπροστά δεν είχε άνοιγμα και δενόταν με πλατύ ζωνάρι στη μέση. Ήταν αρκετά φαρδύ, για να είναι άνετο και έτσι σχημάτιζε μπροστά αλλά και πίσω πολλές πτυχές. Από τη μέση και κάτω στένευε σταδιακά μέχρι τα γόνατα και από εκεί τόσο όσο να περνούν μόνο τα πόδια.
Η ζίπκα είχε δύο ανοίγματα στο πάνω μέρος του ποδιού που χρησίμευαν για τσέπες, ενώ είχε και δίοδο (το ζουζάκ’) μέσα από το οποίο περνούσε η βρακοζώνη, που κατασκευαζόταν από λεπτό ύφασμα.
Πολλές φορές θέλοντας να δώσουν χρώμα στη φορεσιά τους, οι Πόντιοι έραβαν στην εξωτερική πλευρά κάθε σκέλους έξι σειρές μεταξωτά ή μάλλινα γαϊτάνια.
Στο σώμα φορούσαν τη ζιπούνα, που άρχιζε από το λαιμό και έφτανε ως τη μέση.Ήταν βαμβακερή ή μάλλινη, σε χρώμα μαύρο ή γαλάζιο και κούμπωνε στο πάνω μέρος κοντά στους ώμους.
Η ζιπούνα ραβόταν σε δύο σχέδια. Το πρώτο είχε διπλό στήθος και το ένα μέρος έμπαινε μέσα στο άλλο. Το δεύτερο σχέδιο άφηνε ανοιχτό το στήθος, από το λαιμό μέχρι κάτω. Το άνοιγμα αυτό στένευε λίγο πάνω από τη μέση, όπου ενώνονταν οι δύο πλευρές του και κούμπωναν με βαμβακερά κουμπιά. Αυτό το είδος, που άφηνε ανοιχτό το στήθος, φοριόταν πάνω από το γελέκο.
Στο εξωτερικό δεξί πάνω μέρος της η ζιπούνα είχε μια τσέπη.
Η φορεσιά συμπληρωνόταν συνήθως με καρό πουκάμισο, γελέκο, σακάκι, ζωνάρι, τσάπουλας και διάφορα άλλα χρηστικά εξαρτήματα, αλλά και ελαφρύ οπλισμό, για να εντυπωσιάζει. Επίσης έδεναν ένα ιδιόμορφο κάλυμμα στο κεφάλι τους από το ίδιο ύφασμα, την «κουκούλα» ή «πασλούκ» και φορούσαν μαύρες δερμάτινες μπότες.
Η ενδυμασία αυτή, με ορισμένες παραλλαγές, στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε και από τους Λαζούς του Καυκάσου.
Κοπέλες ποντιακής καταγωγής ντυμένες με ποντιακές φορεσιές στη Β. Καρολίνα των ΗΠΑ |
Η γυναικεία φορεσιά, Ζουπούνα
Η γυναικεία αγροτική φορεσιά έχει βυζαντινή προέλευση και χρησιμοποιούνταν με μικρές παραλλαγές σε όλη την περιοχή του Πόντου. Συνήθως οι καθημερινές φορεσιές ράβονταν από τις ίδιες τις νοικοκυρές, ενώ οι επίσημες φορεσιές τους ετοιμάζονταν από εξειδικευμένους ράφτες και μοδίστρες. Η φορεσιά αποτελείται από τη «ζουπούνα», ένα μακρύ χειριδωτό επενδυτή με απλό κόψιμο, που αξιοποιεί πλήρως το ύφασμα που χρησιμοποιείται για την κατασκευή της, το πουκάμισο και το σαλβάρι, μια φαρδιά βράκα. Στη μέση φορούσαν ποδιά, τη «φοτά».
Η φορεσιά περιλαμβάνει ακόμη μια κοντή ζακέτα για το πάνω μέρος του σώματος. Στις πόλεις το σαλβάρι είναι πολύ φαρδύ, ενώ η ζουπούνα, μακριά, από μεταξωτό βελούδο, συνοδεύεται από κοσμήματα και το «τεπελίκ (ιν)» ή «τάπλα», ένα μικρό κάλυμμα της κεφαλής. Χαρακτηριστικό επίσης είναι το «σπαλέρ (ιν)» ή « σπαρέλ(ιν)», μια τραχηλιά στο στέρνο και το στήθος πάνω από τη ζουπούνα.
Όσον αφορά τουλάχιστον τις γυναίκες, η ενδυμασία όπως και αυτή που βλέπουμε σήμερα στις αντίστοιχες περιοχές της Τουρκίας, είναι η παραδοσιακή ποντιακή γυναικεία φορεσιά που φορούσαν επί αιώνες οι Πόντιες μάνες, κόρες και καλομάνες. Στα μεγάλα αστικά κέντρα στα τέλη του 19ου αιώνα και πριν από τον ξεριζωμό οι Έλληνες αστοί, έμποροι, δάσκαλοι, επιχειρηματίες καθώς και οι χωρικοί ακολουθούσαν κυρίως το δυτικοευρωπαϊκό τρόπο ένδυσης.
Για χρόνια οι ποντιακές οργανώσεις προσπάθησαν να ενταχθούν στην ελληνική πολιτεία, όπως και η ποντιακή φορεσιά στις παραδοσιακές ελληνικές ενδυμασίες. Το 1994 ύστερα από παρεμβάσεις της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ποντιακών Σωματείων στην Κυβέρνηση και στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο, με απόφαση του τελευταίου, συμπεριλήφθηκε στις φορεσιές της προεδρικής φρουράς του προεδρικού μεγάρου και η ποντιακή ενδυμασία.
Στέφανος Τανιμανίδης
Επίτιμος Πρόεδρος Π.Ο.Π.Σ.
(την επιμέλεια του κειμένου έκανε η Κασσιανή Τανιμανίδου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου