Οι Ανταλλάξιμοι Έλληνες πρόσφυγες, ακόμη και στις μέρες μας, πιστεύουν ότι η Ανταλλάξιμη Μουσουλμανική Περιουσία (Α.Μ.Π.) τους ανήκει, είναι δική τους.
Άλλωστε στο ίδιο άρθρο της Σύμβασης, ρητά αναφέρεται ότι ο Ανταλλάξιμος πρόσφυγας, δικαιούται, στη χώρα όπου «μεταναστεύει» να πάρει ακίνητη περιουσία «ίσης αξίας και της αυτής φύσεως, οία η παρ’ αυτού εγκαταληφθείσα». (Αποκατάσταση ΙΝ NATURA).
Αρνούνται και αμφισβητούν το δικαίωμα του Ελληνικού Κράτους πάνω στην περιουσία αυτή.
Ελληνική αντιπροσωπεία στη Λοζάνη |
Η πεποίθηση αυτή των προσφύγων στηρίζεται στην ίδια τη Σύμβαση Υποχρεωτικής Ανταλλαγής των Ελληνοτουρκικών πληθυσμών της Λωζάνης της 30.1.1923 από το ερμηνευτικό πνεύμα της οποίας προκύπτει ότι οι Ανταλλάξιμοι (Έλληνες και Τούρκοι)χάνουν μεν τις ακίνητες περιουσίες τους στις παλιές πατρίδες, παίρνουνε όμως άλλες ακίνητες περιουσίες στις νέες πατρίδες.
Κατά τη διάταξη του άρθ. 14 της Σύμβασης, η εγκαταληφθείσα περιουσία «παραμένει εις την διάθεσιν της Κυβερνήσεως επί του εδάφους της οποίας κείται». Όχι βέβαια για να την κάνει ότι θέλει (η Κυβέρνηση) αλλά για να την παραχωρήσει στους Ανταλλάξιμους πρόσφυγες, μόλις πατήσουν το πόδι τους στη χώρα για την στεγαστική και αγροτική τους αποκατάσταση.
Παραπέρα σύμφωνα με το άρθρο 5 της Σύμβασης «τα δικαιώματα ιδιοκτησίας και αι απαιτήσεις των εν Τουρκία Ελλήνων ή των εν Ελλάδι Μουσουλμάνων ουδόλως θέλουσι θιγή, συνεπεία της γεννησομένης, δυνάμει της παρούσης συμβάσεως ανταλλαγής».
Διευκρινίζεται όμως ότι τα δικαιώματα ιδιοκτησίας επί της εγκαταληφθείσης περιουσίας θα ισχύουν μόνο αν ο πρόσφυγας δεν ικανοποιηθεί πλήρως στη νέα του πατρίδα (επιφυλάξεις αρθ. 9 και 10).
Πέρα όμως από την παραπάνω Διεθνή Σύμβαση που έχει αυξημένο κύρος, διότι λογίσθηκε ότι εμπεριέχεται στη Συνθήκη της Λωζάνης της 24.7.1923 (αρ. 19 Σύμβασης) το Ελληνικό Κράτος με σωρεία διατάξεων και Νόμων, αναγνώρισε ότι η περιουσία αυτή ανήκει στους Ανταλλάξιμους πρόσφυγες από την Αν. Θράκη, τη Μικρά Ασία και τον Πόντο και ότι αυτό Διαχείριση μόνο ασκεί πάνω σ’ αυτήν.
Από τις πρώτες Συντακτικές πράξεις, μέχρι τα ύστερα Ν.Δ, ΒΔ., Π.Δ., και Νόμους, το Ελληνικό κράτος σταθερά αναφέρεται σε διαχείριση Ανταλλάξιμων Μουσουλμανικών Κτημάτων. Άλλοτε διαχειρίζεται το ίδιο την περιουσία αυτή και άλλοτε αναθέτει την διαχείριση σε άλλους φορείς, όπως την Εθνική Τράπεζα, στην ΥΔΑΜΚ και τελευταία στην ΚΕΔ. Γνωστό επίσης είναι ότι μεγάλο μέρος της περιουσίας αυτής παραχώρησε στην Ε.Α.Π., στο Υπουργείο Υγιεινής και στο Υπουργείο Γεωργίας, προκειμένου με αναποζημίωτες παραχωρήσεις να καλυφθούν στεγαστικές και επαγγελματικές ανάγκες των προσφύγων.
Εύλογα λοιπόν το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο και η κρατική συμπεριφορά, δημιούργησαν στους πρόσφυγες την πεποίθηση, ότι όλη η Α.Μ.Π. είναι δική τους και τους ανήκει.
Η περιουσία όμως αυτή, αποτελούσε μόλις το 1/10 της αντίστοιχης που άφησαν οι Έλληνες στην Τουρκία κι επομένως ολόκληρη να δινόταν στους πρόσφυγες πάλι δεν θα έφτανε για να ικανοποιήσει πλήρως τις αξιώσεις τους.
Αυτό εξαρχής ήτανε γνωστό στους συμβαλλόμενους και γι’ αυτό τα μέρη προέβλεψαν ότι την διαφορά θα την καλύψει το υπόχρεο κράτος με χρηματική αποζημίωση.
Συγκεκριμένα το κράτος «οφειλέτης» θα κατέβαλε στο κράτος «δανειστή», το συνολικό ποσό της αποζημίωσης κι εκείνο θα το μοίραζε στους πρόσφυγες αναλογικά. Δηλαδή σύμφωνα με τις εγκαταληφθείσες (στην Τουρκία) και ληφθείσες (στην Ελλάδα) περιουσίες.
Όμως εκτός από τις ορθές, δίκαιες και ιδανικές παραπάνω προβλέψεις, υπήρχε και η σκληρή πραγματικότητα.
Ποιος ήξερε ποια ήταν η πραγματική περιουσία που άφησαν οι Ανταλλάξιμοι και ιδιαίτερα οι Έλληνες, στις πατρίδες τους;
Η προβλεπόμενη από τη Σύμβαση, Μικτή Επιτροπή (Μ.Ε) είχε αναλάβει το ρόλο της καταγραφής και εκκαθάρισης των περιουσιών. Κάτω όμως από τις δραματικές συνθήκες που έφυγαν οι Έλληνες από τη Μ. Ασία και Αν. Θράκη ποιος πρόσφυγας και ποιος αρμόδιος της Μ.Ε, θα καθόταν να συμπληρώσει γραπτές δηλώσεις της εγκαταληφθείσης περιουσίας; Οι περισσότεροι άνδρες (αρμόδιοι κατά τις ελληνικές παραδόσεις να χειρισθούν περιουσιακά θέματα), είχαν πεθάνει στα βουνά, τις εξορίες, τα τάγματα εργασίας και τις φυλακές και αρκετοί άλλοι ήρθαν στην Ελλάδα από λιμάνια της Ρωσίας ή του Λιβάνου.
Και όσοι ήρθαν κανονικά από τα λιμάνια της Μ. Ασίας και του Πόντου, αυτό που τους ένοιαζε ήταν η προστασία της ζωής και όχι της περιουσίας τους.
Η Μ.Ε, εντεταλμένη να διασφαλίσει την ασφαλή αναχώρηση των προσφύγων, δεν μπορούσε να προστατέψει ούτε τη ζωή τους (Μπρος στα μάτια εκπροσώπων της Επιτροπής, οι Τουρκικές αρχές άφηναν όποιον ήθελαν να ανέβει στο πλοίο για αναχώρηση από Σαμψούντα και σκότωναν επιτόπου όποιον ήθελαν (ομολογία καπετάν Λαζίκ, βιβλίο μου ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΥΤ. ΠΟΝΤΟΥ).
Μ’ αυτές τις συνθήκες ποια αξιοπιστία είχε η Μ.Ε στα μάτια των προσφύγων και ποιος νοιαζόταν εκείνη τη στιγμή για την καταγραφή της εγκαταληφθείσας περιουσίας του; Η Μ.Ε περάτωσε τις εργασίες της το 1933 και καταργήθηκε με την από 9.12.1933 Ελληνοτουρκική Σύμβαση η οποία κυρώθηκε με το Ν 6018/1934.
Από την άλλη μεριά ούτε το ίδιο το κράτος με τις τόσες παραχωρήσεις και καταπατήσεις, θα μπορούσε να γνωρίζει πόση ακριβώς είναι η Α.Μ.Π. στην Ελλάδα. Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμη και σήμερα το Ελληνικό κράτος αναζητεί Ανταλλάξιμα Μουσουλμανικά Κτήματα, τα οποία και όταν βρει, είναι αμφίβολο αν τα καταχωρεί στα βιβλία Ανταλλαξίμων Κτημάτων ή στα βιβλία Δημοσίων κτημάτων, τα οποία προτιμά.
Ο Βενιζέλος με τον Ισμέτ Ινονού |
Οι πρόσφυγες γνωρίζουν τις δυσκολίες αυτές, όπως γνωρίζουν και το από 10.6.1930 Οικονομικό Σύμφωνο το οποίο συνυπέγραψαν οι Κυβερνήσεις Ελλάδος (Ελ. Βενιζέλος) και Τουρκίας (Ισμέτ Ινονού).
Με το παραπάνω Σύμφωνο το οποίο κυρώθηκε με το Ν. 4793/1930, αποσβέσθηκαν οριστικά όλες οι εκατέρωθεν αξιώσεις των δύο κρατών από τις ανταλλάξιμες περιουσίες.
Έτσι αποσβέσθηκε συμψηφιστικά ή περιουσία των 100 δισεκ. Δραχμών (σταθεροποιημένων σε τιμές του 1924) που είχε να εισπράξει η Ελλάδα, με τα 12,5 δις δραχμών που είχε να εισπράξει η Τουρκία (όπως θα έλεγαν σήμερα κάποιοι στην μπακάλικη γλώσσα: «Από δω και πέρα ούτε σου χρωστάω ούτε μου χρωστάς») .
Και φυσικά το Σύμφωνο αυτό, κλόνισε τον προσφυγικό ελληνισμό, γιατί παρά το λεγόμενο, την εξουσία δεν την ασκεί ο Λαός αλλά οι Κυβερνήσεις. Και το Σύμφωνο αυτό δεν το υπέγραψε ο Λαός, αλλά η Κυβέρνηση.
Κατά την Ιφιγένεια Αναστασιάδου, η προστασία των Ελλήνων Κωνσταντινουπολιτών (ζωής και περιουσίας τους) η επίσημη και δημόσια αναγνώριση των συνόρων της Ελλάδος από την Τουρκία και η εμπέδωση της Ειρήνης στην περιοχή, οδήγησαν τον Βενιζέλο στην υπογραφή αυτού του Συμφώνου.
Μπορεί η υπογραφή του Συμφώνου να είχε νόμιμη βάση, στερείτο όμως οπωσδήποτε, ηθικής βάσης.
Για πρώτη φορά οι πρόσφυγες συνειδητοποίησαν ότι έχασαν οριστικά τις περιουσίες που άφησαν στις πατρίδες και εξ αιτίας τούτου, έχασαν τις ίδιες τις πατρίδες.
Ο Βενιζέλος, που αισθάνθηκε την πίεση των προσφύγων (άλλωστε η συντριπτική τους πλειοψηφία, μέχρι τότε ήτανε οπαδοί του) δήλωσε χαρακτηριστικά: «Κατανοώ την πικρία των προσφύγων, αλλά αντί της ολοκληρωτικής αποζημιώσεως τους παρέχω την ολοκληρωτική αποκατάστασιν». Είναι δηλαδή σαν έλεγε στους πρόσφυγες – « Τι σας νοιάζει για τις χρηματικές αποζημιώσεις που χάσατε; Ήδη σας έχω δώσει αρκετά Α.Μ.Κ. και θα σας δώσω κι άλλα (ανταλλάξιμα ή του Δημοσίου δεν έχει σημασία) για τη στεγαστική σας αποκατάσταση.
Η αλήθεια είναι ότι ποσώς οι πρόσφυγες θα διαφωνούσαν με το Οικονομικό Σύμφωνο, αν το Ελληνικό κράτος τους έδινε αυτά που εδικαιούντο. Άλλωστε δεν ενομιμοποιούντο να συμφωνήσουν ή όχι με το Σύμφωνο. Το Σύμφωνο αφορούσε την Ελλάδα και την Τουρκία (ως κράτη). Από την ώρα όμως που το Ελληνικό κράτος δεν μπορούσε να τους αποζημιώσει, εύλογα οι πρόσφυγες έχουν αξιώσεις σε βάρος του, διότι έκανε μνημόσυνο με ξένα κόλλυβα. Δικαίωμα του κράτους να συνομολογήσει Διεθνή Σύμβαση σε βάρος των πολιτών του. Έχει υποχρέωση όμως το κράτος αυτό να αποζημιώσει τους θιγέντες πολίτες του.
Είναι προφανές ότι οι πρόσφυγες κατ’ αρχήν διεκδικούν αυτούσια τα Α.Μ.Κ. και μόνο εφόσον αυτά δεν καλύψουν τις πραγματικές τους απαιτήσεις, θα ζητήσουν τη διαφορά σε χρηματική αποζημίωση.
Όπως όμως και να’ χει το θέμα, η νομική βάση της διεκδίκησης είναι το ζητούμενο. Η αλήθεια είναι ότι πολιτικές δεσμεύσεις και υποσχέσεις, δεν μπορούν να αποτελέσουν έρεισμα για νομική διεκδίκηση. Για γη μιλάμε (Α.Μ.Κ.) και οι όποιες διεκδικήσεις προϋποθέτουν δικαιώματα κυριότητος, νομής ή νόμιμης κατοχής του διεκδικούντος.
Οι πρόσφυγες, δεν φαίνεται να έχουν επί των ΑΜΚ κάποια από τα παραπάνω προσόντα. Ούτε θα μπορούσαν να έχουν γιατί δεν διαθέτουν τους τίτλους που θα μπορούσαν να τους νομιμοποιήσουν.
Οικονομικές μόνο αξιώσεις, αμφιβόλου ηθικής τάξης θα μπορούσαν να έχουν κατά του ελληνικού κράτους, το οποίο μονομερώς, γραπτά και δημόσια, αναγνώρισε σχετικές υποχρεώσεις του.
Είναι όμως το Δημόσιο κύριο της Ανταλλάξιμης Μουσουλμανικής περιουσίας;
Τουλάχιστον από την ίδια την Σύμβαση Υποχρεωτικής Ανταλλαγής των Ελληνοτουρκικών πληθυσμών της Λωζάνης της 30.1.1923 δεν προκύπτει ρητά κάτι τέτοιο. Αντιθέτως από τις γραμματικές διατυπώσεις της Συμβάσεως, αλλά και το πνεύμα αυτής, προκύπτει ότι η Α.Μ.Π. προορίζεται για τους Ανταλλάξιμους πρόσφυγες και ότι το Ελληνικό Δημόσιο έχει την ευθύνη μόνο διαχείρισης αυτής. Ορθότερα μάλιστα θα έλεγε κανείς όχι της διαχείρισης προς κάθε κατεύθυνση, αλλά μόνο προς την κατεύθυνση απόδοσης της στους δικαιούχους πρόσφυγες. Είναι ξεκάθαρη η διατύπωση της Σύμβασης. Η ανταλλάξιμη περιουσία θα παραμείνει στη δ ι ά θ ε σ η της κυβέρνησης «επί του εδάφους της οποίας αυτή κείται». Δεν τίθεται δηλαδή ζήτημα κυριότητος του κράτους.
Θα μπορούσαν τα μέρη να συμφωνήσουν εξαρχής με τη Σύμβαση, ότι το κάθε κράτος (Ελλάς – Τουρκία) παίρνει κατά κυριότητα όλη την περιουσία (κινητή και ακίνητη) των προσφύγων που φεύγουν από τη χώρα του. Με πρόσθετο όρο, λόγω της άνισης αξίας των περιουσιών θα αποσαφήνιζαν ότι το «οφειλόν» κράτος, θα κατέβαλε την ανάλογη χρηματική αποζημίωση για τη διαφορά στο «δικαιούχο» κράτος.
Από κει και πέρα, το ζήτημα της αποζημίωσης των προσφύγων για τις περιουσίες που έχασαν, θα παρέμενε ζήτημα πολιτικής που θα εφάρμοζε το κάθε κράτος ανάλογα με τις ευαισθησίες του ως κράτος Πρόνοιας και Δικαίου.
Δεν το έπραξαν όμως. Αντιθέτως συμφώνησαν οι τοπικές περιουσίες να παραμείνουν στη «διάθεση» των δυο κρατών, όχι βέβαια για να τις οικειοποιηθούν αλλά για να τις διαθέσουν σ’ αυτούς που πράγματι τις εδικαιούντο. Για διαχείριση λοιπόν συμφώνησαν τα μέρη και όχι για κυριότητα.
Τουρκική αντιπροσωπεία στη Λοζάνη |
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι το Ελληνικό κράτος ακόμη και μετά το οικονομικό Σύμφωνο της 10.6.1930, αναγνώριζε εαυτό απλό νομέα (και όχι κύριο) των ΑΜΚ. Στο αρθ. 1§7 του ΒΔ 34.31/Οκτ. 1940 ρητά αναγράφεται ότι «επί των δυνάμει του παρόντος υπαγομένων εις την διαχείρισιν της ΥΔΑΜΚ κτημάτων (παραδοθέντων αυτή, είτε μη,
νομεύς θεωρείται μόνο το Δημόσιο, έστω και εάν ουδεμίαν πράξιν νομής ενήργησεν επ’ αυτών….. Τα επί των ακινήτων τούτων δικαιώματα του Δημοσίου, εις ουδεμίαν υπόκεινται παραγραφήν»
Αυτή η τελευταία παράγραφος περί παραγραφής αποδεικνύει την ανασφάλεια του κράτους για τη δύναμη των δικαίων του και θεσπίζει την ένσταση της παραγραφής προκειμένου να την αντιτάξει έναντι τρίτου με ισχυρότερα δίκαια, στα ακίνητα αυτά. Κι αυτός ο τρίτος, δεν μπορεί παρά να είναι ο προσφυγικός κόσμος, ο οποίος έτσι κι αλλιώς ανέκαθεν προτείνει την δική του ένσταση «ιδίας κυριότητος» που είναι πιο ισχυρή.
Μετά το 1940, πεισθέν το Ελληνικό Δημόσιο ότι είναι «κύριο» των ΑΜΚ, δεν ισχυρίζεται μόνο ότι τα δίκαια του επ’ αυτών δεν παραγράφονται (αρθ. 1§7 άνω ΒΔ) αλλά ισχυρίζεται ότι και τυχόν δικαιώματα τρίτων επ’ αυτών (όρα προσφύγων) παραγράφονται.
Πράγματα με τον από 22/23 Ιανουαρίου 1936. Αναγκαστικό Νόμο «Περί παραγραφής αξιώσεων αποζημιώσεως των Ανταλλάξιμων προσφύγων και περί ρυθμίσεως διαφόρων ζητημάτων Δημοσίου χρέους» η τότε Κυβέρνηση «απεφάνθη» ότι παραγράφηκαν οι αξιώσεις αποζημιώσεως των προσφύγων.
Ειδικότερα «αποφάσισε» το κράτος να παραγραφούν τα δίκαια των προσφύγων όχι επί των ΑΜΚ (αυτά τα θεωρεί τελειωμένη ιστορία από το 1930) αλλά επί των αποζημιώσεων που δικαιούνται οι πρόσφυγες.
Τα ζητήματα όμως αυτά δεν λύνονται με αποφάσεις και Νόμους, ιδιαιτέρα όταν είναι αναγκαστικοί οι οποίοι από τη φύση τους έχουν αυθαίρετο χαρακτήρα και στερούνται νομιμότητος.
Τα ζητήματα αυτά, είναι ζητήματα δικαίου και μπορούν να επιλυθούν από τα δικαστήρια, τα οποία κρίνοντας με βάση την Ελληνική και Ευρωπαϊκή νομοθεσία μπορούν να πετάξουν το καλάθι των αχρήστων παρόμοιους Νόμους και διατάγματα.
Γι’ αυτό και προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι σε νόμους, διατάγματα, εισηγητικές εκθέσεις και δημόσια έγγραφα σταθερά αναφέρεται ο ανέρειστος ισχυρισμός ότι το Ελληνικό Κράτος απέκτησε την κυριότητα επί των Α.Μ.Κ. δυνάμει της από 30.1.1923 Σύμβασης Υποχρεωτικής Ανταλλαγής των πληθυσμών της Λωζάνης .
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να λεχθεί και τούτο. Ελληνικό κράτος και πρόσφυγες, επιχειρούν να θεμελιώσουν δίκαια πάνω στις ανταλλάξιμες περιουσίες με νομικά επιχειρήματα. Η άποψη αυτή πάσχει σοβαρότητος γιατί η ίδια η Σύμβαση πάσχει στη βάση της, ουσία και νόμω.
Διότι σε ποια νομική βάση μπορεί να στηριχτεί η συμφωνία δύο κρατών με την οποία αυτά ρυθμίζουν την τύχη της ζωής και της περιουσίας ανθρώπων που δεν είναι καν πολίτες τους;
Πως μπορεί να θεωρείται μια σύμβαση νόμιμη όταν αφορά τρίτους και κατά το ουσιαστικό της περιεχόμενο είναι σε βάρος των συμφερόντων τους;
Η όλη υπόθεση υπερβαίνει τα όρια της εσωτερικής έννομης τάξης των κρατών και άπτεται ευρύτερων διεθνών δικαστικών δικαιοδοσιών.
Γι’ αυτό και ίσως το Ελληνικό κράτος ύστερα από χρόνια ταλαντεύσεων και αμφισβητήσεων, έταμε οριστικά το ζήτημα της κυριότητος επί των Α.Μ.Κ. με το Οικονομικό Σύμφωνο της 10.6.1930 το οποίο ως ελέχθη κυρώθηκε με το Ν. 4793/1930.
Πράγματι, μετά το 1930, το Ελληνικό Κράτος άρχισε δημόσια να ισχυρίζεται ότι είναι «κύριο» της Α.Μ.Π. κι επομένως έχει το κυριαρχικό δικαίωμα να τη διαχειρίζεται όπως θέλει (να την πουλάει ή να την παραχωρεί ατελώς).
Και σήμερα το Ελληνικό Κράτος ξεχωρίζει την Ανταλλάξιμη περιουσία από τη Δημόσια περιουσία, διατηρώντας ξεχωριστές Διευθύνσεις στο Γ. Λ. Κράτους (Δ/νση Δημόσιων Κτημάτων και Δ/νση Ανταλλάξιμων Κτημάτων). Ωστόσο, την διαχείριση των Α.Μ.Κ. δεν την κάνει σήμερα επ’ ωφέλεια των προσφύγων, αλλά για τα δικά του συμφέροντα. Διότι κι όταν ακόμη παραχωρήσει σε κάποιον πρόσφυγα, κάποιο ανταλλάξιμο κτήμα «κατά τας διατάξεις της περί αποκατάστασεως των ανταλλαξίμων προσφύγων νομοθεσίας» το κάνει επί ανταλλάγματι. Δηλαδή το πουλάει εισπράττοντας χρήμα (έστω και ήσσονος αξίας). Μυστήριο αποτελεί γιατί το ελληνικό κράτος, από την Ανταλλάξιμη περιουσία του (αυτή που απέμεινε) αποκαθιστά μόνο αστούς πρόσφυγες και αποκλείει τους γεωργούς.
Ίσως γιατί δεν απέμεινε ελεύθερη Α.Μ.Π. στην ύπαιθρο και ίσως γιατί αυτούς τους αποκαθιστά αγροτικά από δική του, μη ανταλλάξιμη, δημόσια εποικιστική γη.
Κάτι τέτοιο όμως δεν αποδεικνύεται από πουθενά και οι διεκδικήσεις των μη αστών προσφύγων θα πρέπει να παραμένουν ολόκληρες. Η αποκατάσταση αυξημένων καλλιεργειών σε εποικιστικές (δημόσιες) γαίες, δεν έχει καμία σχέση με τις ΑΜΠ τις οποίες δικαιούνται να διεκδικήσουν στο ακέραιο οι πρόσφυγες, έστω και αν ως ακτήμονες αποκαταστάθηκαν από το Δημόσιο αγροτικά.
Τι ορίζουν όμως το από 10.6.1930 οικονομικό Σύμφωνο και ο κυρωτικός του Νόμος, ώστε να δίδουν το δικαίωμα στο Δημόσιο να ισχυρίζεται ότι πλέον είναι ιδιοκτήτης (κύριο) των Α.Μ.Κ.;
Η Ιφιγένεια Αναστασιάδου η οποία στο γνωστό βιβλίο της ανέδειξε συνολικά τη Συνθήκη ελληνοτουρκικής Φιλίας του 1930, γράφει ότι σύμφωνα με το Σύμφωνο αυτό «Η Ελλάδα κρατά τα ακίνητα των Μουσουλμάνων (αστικά κτήματα, δάση, λιβάδια) ενώ η Τουρκία κρατά όλα τα ακίνητα που ανήκουν σε ανταλλάξιμους Έλληνες».
Ο όρος «κρατά» δεν είναι νομικός όρος και δεν μπορεί κανείς να αχθεί σε ασφαλές συμπέρασμα σχετικά με την κυριότητα των ακινήτων που αφορά το Σύμφωνο. Θα μπορούσε η διατύπωση της συγγραφέως να ερμηνευθεί ότι η Ελλάδα «κρατά» κατά κυριότητα όλα τα Ανταλλάξιμα Κτήματα των Μουσουλμάνων, είτε ότι η Ελλάδα «κρατά» όλα τα Α.Μ.Κ.. για να τα διαχειρισθεί όπως και προηγούμενα, προκειμένου να τα παραχωρήσει στους Ανταλλάξιμους πρόσφυγες.
Δυστυχώς δεν είναι εύκολο να ευρεθούν τα κείμενα τόσο του Συμφώνου, όσο και της Συνθήκης. Ακόμη και στον Διαρκή Κώδικά Νομοθεσίας που διαθέτω οι τίτλοι μόνο των Συμφωνιών αναφέρονται χωρίς τα κείμενα τους.
Έτσι έμμεση μόνο πηγή πληροφόρησης για την σπουδαιότητα αυτών των κειμένων αναφορικά με το ζήτημα της κυριότητος βρήκα σε γνωμοδότηση του καθηγητή του Α.Π.Θ. Κων. Βαβούσκου που δημοσιεύθηκε σε νομικό περιοδικό .
Κωνσταντίνος Βαβούσκος |
Ο Κων. Βαβούσκος (που υπήρξε και καθηγητής μου) αναφορικά με το ζήτημα της κυριότητος επί των Α.Μ.Κ. γράφει τα ακόλουθα.
«Τα άρθρα 1 και 7 του Ν. 4793/3/3 Ιουλίου 1930 «Περί κυρώσεως της μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας Συμφωνίας περί τρόπου εφαρμογής της εν Λωζάνη υπογραφείσης Συμβάσεως περί (υποχρεωτικής) Ανταλλαγής Ελληνοτουρκικών πληθυσμών και της υπ’ αριθμ. 9 Δηλώσεως ορίζουν αντιστοίχως:
Αρθ. 1: περιέρχεται κατά πλήρη κυριότητα εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν, η κινητή και ακίνητος περιουσία η εγκαταληφθείσα εν Ελλάδι υπό των Ανταλλαξίμων Μουσουλμάνων. Αρθ.7: Περιέρχονται κατά πλήρη κυριότητα εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν τα ακίνητα τα ανήκοντα εις τους μουσουλμάνους Τούρκους υπηκόους και κείμενα εν Ελλάδι».
Παρακάτω ο καθηγητής μνημονεύει και το αρθ.33 της Συνθήκης σύμφωνα με το όποιο «νόμοι, διατάγματα, κανονισμοί, νομικαί και αυθεντικαί ερμηνείαι ή διαταγαί και εγκύκλιοι παντός είδους, αντικείμεναι εις τας εν τη παρούση συμβάσει περιεχόμενας διατάξεις ή παρακωλύοντες καθ’ οιονδήποτε τρόπον την ολοκληρωτικήν εκτέλεσιν της, καταργούνται αυτοδικαίως εις αμφοτέρας τας χώρας».
Τέλος ο καθηγητής αναφέρεται και στην εισηγητική έκθεση του Ν. 4793/1930 στην οποία με σαφήνεια ορίζεται ότι με το νόμο αυτό «επεδιώχθη η οριστική ρύθμισις των σχετικών ζητημάτων»
Έτσι αν μέχρι το 1930 σφάλλουν τα πολιτικά πρόσωπα και οι καρεκλοκένταυροι των δημόσιων υπηρεσιών ισχυριζόμενοι ότι το ελληνικό κράτος είναι κύριο των Α.Μ.Κ. δυνάμει της Σύμβασης Ανταλλαγής (1923), μετά το 1930 τα πράγματα είναι ολοκάθαρα. «Αφεντικό» των Α.Μ.Κ. είναι το Ελληνικό Δημόσιο και κάθε περί αυτού αντίθετος ισχυρισμός, δεν έχει καμία νομική αξία.
Άλλωστε και σε σωρεία αποφάσεων των Ελληνικών δικαστηρίων ρητά αναγνωρίζεται ότι «διαφορές που δημιουργούνται ανάμεσα στο Δημόσιο και σε όσους αξιώνουν δικαίωμα κυριότητος επί ακινήτου που κατελήφθη, ως ανήκον στην ανταλλάξιμη περιουσία, οι όποιες (διαφορές) αφορούν όχι στην παραχώρηση ή μη δικαιώματος επί ανταλλαξίμου ακινήτου με μονομερή πράξη της διοικήσεως, κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί ανταλλάξιμων, αλλά σε αμφισβήτηση δικαιώματος κυριότητος επί τέτοιου ακινήτου, η οποία ανακύπτει, είτε από την απόρριψη αιτήματος αναγνωρίσεως κυριότητος είτε από την ανάκληση αποφάσεως που ικανοποιεί το αίτημα, εμπίπτουν στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, τα οποία επιλαμβάνονται μετά την εξάντληση της προαναφερόμενης διοικητικής διαδικασίας και κρίνουν ουσιαστικά τη διαφορά καθώς και τη νομιμότητα της διοικητικής ενέργειας (Τρ. Δ. Πρ. Αθ. 14008/1988 Αρμ. 47,50)23.
Γι’ αυτούς που δεν είναι νομικοί, η παραπάνω απόφαση ορίζει ότι η Α.Μ.Π. είναι της κυριότητος του Ελληνικού κράτους κι επομένως όποιος πρόσφυγας έχει διεκδίκηση σε βάρος του (που ν' αφορά όχι παραχώρηση για προσφυγική αποκατάσταση, αλλά αμφισβήτηση του δικαιώματος του κράτους επί του ακινήτου αυτού) η διαφορά δεν εκδικάζεται από τα διοικητικά, αλλά από τα πολιτικά δικαστήρια. Η διάκριση είναι σημαντική γιατί θεωρεί ότι τα Α.Μ.Κ. υπάγονται στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου και εκδικάζονται από τα πολιτικά δικαστήρια σε αντίθεση με τα Δημόσια Κτήματα που εκδικάζονται από τα Διοικητικά δικαστήρια.
Σήμερα την διαχείριση εφ’ όλων των Α.Μ.Κ., επί της κυριότητος των οποίων δεν υπάρχει πλέον αμφισβήτηση, το Ελληνικό Κράτος με το Ν. 973/1979 την ανέθεσε στην Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου (ΚΕΔ). Αυτή πλέον διαχειρίζεται, αξιοποιεί, διοικεί και εκκαθαρίζει τα Α.Μ.Κ. μαζί με τα κτήματα του Δημοσίου.
Τα έσοδα από την διοίκηση και διαχείριση των Α.Μ.Κ. κάποτε πήγαιναν σε ειδικό λογαριασμό του καταργηθέντος ήδη Ταμείου Ανταλλαξίμων περιουσιών και Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΤΑΠΑΠ). Σήμερα, σύμφωνα με το αρθ. 7§3 του ιδρυτικού Νόμου της ΚΕΔ. «Εις ειδικό Λογαριασμόν παρά τη Τραπέζι της Ελλάδος, κατατίθεται και το προϊόν εκ της εκποιήσεως και διαχειρίσεως εν γένει της Ανταλλαξίμου περιουσίας και διατίθεται αποκλειστικώς δια την αποκατάστασιν των αστών προσφύγων των προερχόμενων εξ Ανταλλαγής των Ελληνοτουρκικών Πληθυσμών».
Δηλαδή το Ελληνικό κράτος, παρά την αδιαμφισβήτητη κυριότητά του επί της Α.Μ.Π., χάρη κάνει στους πρόσφυγες και μάλιστα μόνο στους αστούς που τα έσοδα από την εκποίηση και διαχείριση της ανταλλάξιμης περιουσίας τα διαθέτει για την στεγαστική αποκατάστασή τους (αν και υπάρχουν αμφιβολίες περί αυτού).
Ύστερα από όλα τα παραπάνω ερωτάται : Ματαιοπονεί ο προσφυγικός κόσμος όταν στις μέρες μας διαμαρτύρεται και ζητάει από το κράτος την «απόδοση της περιουσίας του»;
Κατά τη γνώμη μου, ζήτημα ατομικής αποκατάστασης των προσφύγων (ως φ.π.) τόσο από την Α.Μ.Π., όσο και από το ποσό της αποζημίωσης που εδικαιούντο από τη διαφορά της χαμένης περιουσίας τους, δεν υπάρχει.
Τόσο γιατί εξέλειπαν οι πρόσφυγες (πρώτη γενιά) όσο και γιατί δεν υπάρχουν στοιχεία για την εγκαταληφθείσα περιουσία και την ληφθείσα αντίστοιχα στην Ελλάδα.
Αλλά και αντικειμενικά ελλείπει η βούληση διεκδίκησης παρόμοιας περιουσίας από τους κληρονόμους των προσφύγων.
Εν όψει όμως των αδυναμιών που ουσία και νόμω παρουσιάζουν η Σύμβαση Ανταλλαγής και οι Συμφωνίες που την ακολούθησαν, δικαστική διεκδίκηση, όχι ατομικά των προσφύγων , αλλά των νόμιμων φορέων που τους εκπροσωπούν, έχει τη σημασία της.
Το πιθανότερο είναι η Ελληνική Δικαιοσύνη να απέρριπτε κάθε σχετικό αίτημα. Η προσφυγή όμως στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια, θα είχε πολύ ενδιαφέρον.
Αλλά και κάτι ακόμη. Το Ελληνικό κράτος, δεν αξίζει διασυρμού στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια. Θα πρέπει να αφήσει το δήθεν ενδιαφέρον του «για την αποκατάσταση των αστών (ανταλλαξίμων) προσφύγων» και να κάτσει στο τραπέζι διαλόγου με τους εκπροσώπους των προσφυγικών Σωματείων. Να συζητήσει εκεί σοβαρά τη δυνατότητα παραχώρησης των Α.Μ.Κ. στους προσφυγικούς φορείς ή τουλάχιστον σημαντικό τμήμα αυτών.
Να παρουσιάσει για πρώτη φορά επίσημα όλους τους κτηματολογικούς καταλόγους που περιέχονται στα αρχεία της ΕΑΠ. ΕΤΕ, ΔΑΠ, ΥΔΑΜΚ, ΥΑΠ, ΚΥΔ και ΚΕΔΕ όπου είναι καταγεγραμμένα τα εν λόγω κτήματα και να γίνει εκκαθάριση και υπεύθυνη συζήτηση ποια από αυτά τα κτήματα θα μπορούσαν να παραχωρηθούν στους πρόσφυγες για επωφελή αξιοποίηση.
Σήμερα ο προσφυγικός κόσμος παρουσιάζει σημαντικές ανάγκες. Έχει ανάγκη αυτών των κτημάτων για να στεγάσει πρόσφυγες, να χτίσει Νοσοκομεία να φτιάξει γήπεδα, να σπουδάσει προσφυγόπουλα να συστήσει ιδρύματα και φορείς που θα διασώσουν την ιστορική και πολιτισμική του κληρονομιά. Ναι, οι πρόσφυγες έχουν όλες τις δυνατότητες ορθής διαχείρισης και αξιοποίησης αυτής της περιουσίας, την οποία ουδέποτε είχαν οι φορείς διαχείρισης τους οποίους σύστησε το κράτος. Γι’ αυτό και ο τελευταίος φορέας του πέρα από την ανικανότητά του, λέγεται ότι υπήρξε και αμαρτωλός. Ήδη με αναμενόμενο νόμο, σχεδιάζεται η κατάργησή του.
Είναι θλιβερό η περιουσία αυτή των προσφύγων να βρίσκεται στα χέρια απαράδεκτων γραφειοκρατών οι οποίοι είναι ανίκανοι να απαντήσουν με ουσιαστική σαφήνεια, λεκτική καθαρότητα και νομική βασιμότητα ακόμη και σε ένα απλό έγγραφο ερώτησης Ελλήνων βουλευτών. Άλλως, οι γραφειοκράτες αυτοί σκοπίμως συσκοτίζουν το όλο θέμα, απέναντι σε βουλευτές που υποβάλουν γραπτή ερώτηση για την ερώτηση, χωρίς να τους πολυαπασχολεί η απάντηση επί της ερωτήσεώς τους. Γιατί αν πράγματι τους απασχολούσε θα φρόντιζαν ο εν λόγω γραφειοκράτης και κάθε όμοιός του να αλλάξει θέση ή επάγγελμα.
Διότι δεν μπορεί ο συντάκτης του γραφείου κοινοβουλευτικού ελέγχου (ΥΠΟΙΚ) να απαντά σε συγκεκριμένο ερώτημα βουλευτών για την τύχη των Α.Μ.Κ. ότι «Η ανταλλάξιμη περιουσία διέπεται από Ειδική νομοθεσία (ποια;) και σε περίπτωση που θεσμοθετηθεί διαφορετικά, αυτό θα γίνει με γνώμονα το Δημόσιο συμφέρον και την συνταγματική νομιμότητα». Αυτό έλειπε δηλαδή. Θα μπορούσε να γίνει και με γνώμονα αντίθετο προς τα συμφέροντα του Δημοσίου ή την Συνταγματική τάξη.
Παραπέρα ο «αρμόδιος» υπάλληλος απαντά ότι «η σημερινή αξία (της ανταλλάξιμης περιουσίας) δεν είναι εφικτό να καθορισθεί» διαφωτίζοντας πλήρως τους ερωτώντες βουλευτές.
Ωστόσο γνωρίζουμε ότι στις 11.9.1939 όταν ψηφίστηκε ο Ν 1984/1939 τα ΑΜΚ ήταν 72.904 και η κτηματολογική τους αξία ανερχότανε στα 2.246.183,530 δραχμές. (πηγή Στεφανίδης υποσ.5). Το 1973 κατά δήλωση του Υπουργού Οικονομικών της Χούντας, η αξία των ΑΜΚ ήτανε 3 δις 300 εκατ. Δρχ. (πηγή Γ. Λαμψίδης υποσ.29). Τέλος κατά τον Λαμψίδη τον Μάιο του 1976 τα αστικά και αγροτικά ΑΜΚ ήτανε 29.000 περίπου, συνολικής αξίας 2.500.000.000 δραχμών.
Τέλος ο συντάκτης της απάντησης, ερμηνεύοντας αυθεντικά τη Συνθήκη της Λωζάνης, αποφαίνεται ότι σύμφωνα με αυτήν «δεν είναι δυνατή η αποκατάσταση των παλιννοστούντων από την πρώην Σοβιετική Ένωση».
Κάνει όμως και κάτι σωστό, ο «παράξενος» αυτός υπάλληλος. Γνωρίζει στους ερωτώντες βουλευτές ότι τα έσοδα της ΚΕΔ από τη διαχείριση και ενοποίηση (νέος όρος κι αυτός) της ανταλλάξιμης περιουσίας για το διάστημα Ιανουαρίου – Ιουνίου 2011, ανέρχονται στο ποσό των 519.617,, 47 ευρώ. Με άλλα λόγια από την εκμετάλλευση της Α.Μ.Π. (εκποιήσεις – μισθώσεις) το κράτος εισπράττει το χρόνο πάνω από ένα (1) εκατομμύριο ευρώ.
Σε κάθε λοιπόν περίπτωση και μέχρι να φανούν τα αποτελέσματα μια εγγύτερης προσέγγισης προσφύγων – κράτους, επίμονη αξίωση του προσφυγικού κόσμου θα πρέπει να παραμείνει η απαίτηση του τουλάχιστον τα ετήσια έσοδα από την εκμετάλλευση των ΑΜΚ να περιέρχονται σε δικό του φορέα.
Όσον αφορά την πληροφορία που παρέχει στο άρθρο του ο Βλ. Αγτζίδης για τον ορισμό μελών του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων κτημάτων και Ανταλλάξιμης Περιουσίας, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών στις 9.2.2011, αποτελεί όντως σημάδι κινητικότητος. Και προάγγελο σημαντικών εξελίξεων, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας. Δεν γνωρίζουμε όμως προς ποια κατεύθυνση, αφού δεν γνωρίζουμε καν την αιτία ανασύστασης αυτού του οργάνου.
Συμπερασματικά καταλήγω στη διαπίστωση, ότι οι αξιώσεις των προσφύγων πάνω στην Α.Μ.Π. μπορούν να ικανοποιηθούν, με πολιτική λύση. Κράτος και πρόσφυγες πρέπει να βρουν σημείο επαφής, ώστε να προκύψει λύση που να ικανοποιεί και τα δύο μέρη.
Σύμφωνα με απαντήσεις Υπουργών, σε σχετικές επερωτήσεις βουλευτών, η σημερινή αξία (συνολικά) της ΑΜΠ είναι γύρω στα 3 δις ευρώ. Τα «ελεύθερα» όμως ΑΜΚ, δηλαδή αυτά που διαχειρίζεται η ΚΕΔ ( μη καταπατημένα, μη διεκδικούμενα) είναι πολύ μικρότερης αξίας.
Έστω και την περίοδο αυτής της οικονομικής κρίσης για την πατρίδα μας, η παραχώρηση σε προσφυγικούς φορείς παρόμοιων κτημάτων αφενός θα ικανοποιούσε την προσφυγική συνείδηση και αφετέρου θα συνέβαλε στην οικονομική ανάπτυξη.
Σε διαφορετική περίπτωση, ο προσφυγικός κόσμος θα πρέπει να στηρίξει τις ελπίδες δικαίωσης του στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια. Και μάλιστα με ταχύτητα καθόσον κατά τον Βλ. Αγτζίδη «στα πλαίσια του Μνημονίου το σύνολο της Δημόσιας περιουσίας είναι δεσμευμένο και ελέγχεται από τους δανειστές μας, τις χώρες της Ευρωζώνης και του ΔΝΤ».
Επ’ αυτού μάλιστα θα πρότεινα ο προσφυγικός μας κόσμος να συνεργαστεί με τους Ανταλλάξιμους πρόσφυγες της Τουρκίας ο φορέας των οποίων (Lozan, Mübadeleri Vakfi, ίδρυμα Ανταλλάξιμων Λωζάνης) ως πληροφορήθηκα, στρέφεται ήδη προς την κατεύθυνση αυτή.
Θεόδωρος Ε. Παυλίδης
Δικηγόρος
Προέδρος του Συλλόγου Δυτικοποντίων
Ν. Κιλκίς “ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΚΑΡΑΒΑΓΓΕΛΗΣ”
Ν. Κιλκίς “ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΚΑΡΑΒΑΓΓΕΛΗΣ”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου