Η εμφάνιση του Κεμάλ. ΜΕΡΟΣ 1ο

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2016

Πόντος! Πόντος!  Πόντος! ανεξάρτητος Πόντος!
Πέρασε ο καιρός, η απατηλή ιδέα διαλύθηκε!
Τίποτα ωστόσο δεν μας έδινε την εντύπωση, ότι ζούσαμε σ’ εποχή ασφάλειας και ειρήνης. Αντίθετα, πιστεύαμε ενδόμυχα, ότι κινδυνεύαμε κι ότι έπρεπε μόνοι μας να προστατέψουμε τη ζωή μας. Οι ξένοι προστάτες μας ήταν φανερό, ότι έκλειναν με το μέρος των Τούρκων.
Οι Γάλλοι, οι Άγγλοι, οι Ιταλοί και οι Αμερικανοί, που άλλοτε μεσολαβούσαν, σαν βρισκόμασταν μπλεγμένοι σε διαφορές με τους Τούρκους και βελτίωναν τη θέση μας, τώρα αδιαφορούσαν τελείως και φαινόταν καθαρά, ότι προτιμούσαν να τα έχουν καλά με τους Τούρκους.
Αν κανείς Ρωμιός έπεφτε στην αστυνομία για κανένα παραμικρό σφάλμα ήταν αδύνατο αυτή την εποχή να βρει δίκιο. Οι Τούρκοι, χωρίς να τον αφήσουν ν’ απολογηθεί τον έσπαζαν στο ξύλο. Η αδιάφορη αυτή στάση των ξένων δυνάμεων μας απέλπιζε.
Σκεπτόμασταν, σαν απλοϊκοί που ήμασταν: Χριστιανοί αυτοί, Χριστιανοί και ’μεις και να είναι με το μέρος των απίστων;
Ήταν ακόμη φανερό η αποστροφή και το μίσος, που αισθάνονταν μερικοί προύχοντες, βάρβαροι, παλαιών αρχών, σαν μας τύχαιναν στο δρόμο τους. Η όψη τους γινόταν έξαλλη και μας κοίταζαν με κάτι βλέμματα σαν να έλεγαν: Πολύ σύντομα θα σας εκδικηθούμε, θα σας πιούμε το αίμα, θα σας δείξουμε ποιοι είμαστε παλιογκιαούρηδες!...
Όλα αυτά μας βεβαίωναν πως η κατάσταση άλλαξε στο χειρότερο για μας.
Οι Σενεγαλέζοι, οι μαύροι, εν τω μεταξύ φεύγαν κρυφά τη νύχτα και πήγαιναν να ενισχύσουν την Τουρκιά!
Δεν έβγαινε από το νου μας, ότι προμηνύεται κάποιο μεγάλο κακό και δεν είχαμε άδικο. Οι υποψίες μας δεν άργησαν να γίνουν δραματικά γεγονότα.
Εγώ ήμουν ανήσυχο και ονειροπόλο μυαλό, δεν μπορούσα να ησυχάσω. Γιατί να σβήνουν όλα τα όνειρα της ανεξαρτησίας του Πόντου; Της ελευθερίας; Που είναι τα αθάνατα παλληκάρια της Ελλάδος; Γιατί δεν έρχονται να μας βοηθήσουν;
Αν και ήμουνα 22 χρονών άνδρας, ήταν τέτοια η έξαψή μου για την ελευθερία και την ανεξαρτησία που πίστευα ότι ζούσαν ακόμη στην Ελλάδα ο Πελοπίδας, ο Μιλτιάδης, μια και μας λέγαν οι δάσκαλοί μας πως ήταν αθάνατος. Μας είχαν τόσο βαθιά χαράξει την αγάπη για την ελευθερία στο σχολείο...
Θυμούμαι ένα γέρο δάσκαλο, με τα γυαλιά στην άκρη της μύτης και με το χάρακα στο χέρι, που μας έδειχνε το χάρτη της Ελλάδος και μας έλεγε: «Όποιος από σας πάει στην Αθήνα θα δει το Θησείο!». Άλλες φορές πάλι έλεγε για λευτεριά, για παλληκάρια, για «τριακόσιους», φούντωνε και από πίσω πίσω απόσωνε φανατισμένος, λέγοντας: «Του σουλτάνου το κεφάλι στην Αθήνα θε να πάει!». Αυτά θυμόμουν και δεν μπορούσα πια να κοιμηθώ και να ησυχάσω.
Τα βράδια κοίταγα τον ουρανό, έβλεπα τα άστρα, σαν να περίμενα κάποιο μήνυμα, σαν να ήθελα με κανένα άστρο ή με το φεγγάρι, να παραγγείλω κανενός παλικαριού, να μας βοηθήσει και μέσα μου έλεγε, ο άλλος άνθρωπος, να ξαναβγώ στα βουνά. Εκεί, όχι μονάχα θάμουν ελεύθερος, αλλά θα μπορούσα να εκδικηθώ και τους Τούρκους! Αυτή η ονειροπόληση ήταν η μοναδική μου παρηγοριά, να φύγω στα βουνά! Σιγά σιγά αυτή η ονειροπόληση θέριευε μέσα μου, αλλά τρόπο δεν έβρισκα.
 Ήξερα τις κακοτυχίες, τις δυσκολίες, ήξερα ότι τώρα που δεν ευνοούσε η Ρωσία, που θα βρίσκαμε τα πολεμοφόδια; Ποιος θα μας βοηθούσε; Ποιον άλλο δρόμο όμως να ακολουθήσω, που δεν υπήρχε κανείς; Βασάνιζα γι’ αυτό το μυαλό μου νύχτα μέρα!! Με στενοχωρούσε αυτό το ζήτημά μου... Θάμουν τώρα στην Αμερική, Ελλάδα, σαν ελεύθερος πολίτης!
Από την ύπαιθρο της Τραπεζούντας
Κοντά μου είχα τον αδερφό μου τον Νίκο. Έτσι απελπισμένος  και αναποφάσιστος ήμουν. Ήταν πιο μικρός από μένα δυο χρόνια. Ορφανός ήταν κι αυτός, έρμος ήταν. Άλλον στον κόσμο δεν είχε από εμένα και τον είχα μαζί μου και με βοηθούσε. Δεν είχα αρκετές δουλειές. Το μαγαζί μου ήταν καινούργιο. Μου έδινε καλφαλίκι το αφεντικό μου ο Δημητρός
Ο Δημητρός ήταν καλά εγκατεστημένος, το μαγαζί του ήταν από τα καλύτερα της Αμισού. Δούλευα, έκανα γερά και γουστόζικα παπούτσια, αλλά ήμουν ανήσυχο πνεύμα. Δεν με ξεγελούσε αυτή η ειρηνική τάχα εποχή. Μου άρεσαν  πολύ και τα όπλα. Έπειτα, στον Ευρωπαϊκό Πόλεμο, σχεδόν παιδί ανέβηκα στα βουνά. Εκεί, με το όπλο αγκαλιά κοιμόμουν, με το όπλο αγκαλιά ξυπνούσα. Στο Θεό και ύστερα στο όπλο στήριζα τις ελπίδες μου.
Είχαν βγει αυτό τον καιρό πιστόλια, τα 'λεγαν «μπράουνιγκ», ήταν γερμανικά, παίρναν οχτώ ή δώδεκα σφαίρες δεν θυμούμαι ακριβώς. Είχα αγοράσει ένα από αυτά. Όποτε είχα άδεια το σκάλιζα, το καθάριζα, το λάδωνα και έτσι μέρωνε το κρυφό μεράκι μου, για την ανεξαρτησία και την ελευθερία του Πόντου!
Οι μέρες περνούσαν, η κατάσταση χειροτέρευε, εγώ δεν έβρισκα γαλήνη πουθενά, δεν μπορούσα να δουλέψω. Η φαλτσέτα έτρεμε στα χέρια μου, δεν μου ήταν δυνατόν να χαϊδεύω τα καλαπόδια και να φτιάνω παπούτσια. Ένοιωθα πιο πολύ από τον καθένα, ότι κάθε άλλο παρά ειρήνη μας περίμενε.
Μια μέρα, εκεί που λάδωνα το πιστόλι μου και κοίταγα πως λειτουργούσε, τσακ, έκανε και πήρε φωτιά! Μια σφαίρα απομένει κάποτε στα «μπράουνιγκ», αυτή τυχαίνει να παίρνει φωτιά. Έτσι έγινε και τούτη τη φορά στο δικό μου «μπράουνιγκ» και πήρε τον αδερφό μου ξυστά στα σπλάχνα, κόντεψα να τον σκοτώσω! Τρυπά του μπακάλικου τον τοίχο, τρυπά το τζάμι και πάει και σφηνώνεται απέναντι σε μια πόρτα. Αυτή η πόρτα είχε την υπογραφή «Κουλάρος», ήταν πρακτορείο, για τα καράβια.
Βγήκα στην πόρτα πολύ ταραγμένος, αλλά προσποιήθηκα ότι δεν ήξερα τίποτα και ότι και εγώ άκουσα την πιστολιά και ανησύχησα. Ήθελα να δω αν κανένας το άκουσε και τι εντύπωση έκανε. Και ύστερα είπα του αδερφού μου: «Πιστάρισε το πετσί να κάνει ένα κρότο εφάμιλλο με τον κρότο της μπιστολιάς».
Όλοι είχαν βγει στις πόρτες τους και κοίταγαν, έκανα τον ανήξερο και κοίταγα και ’γω. Ο μπακάλης έλλειπε και μόλις ήρθε, πήγα μέσα στο μπακάλικο, τάχατε πως θ’ αγοράσω κάτι, για να δω από που πήγε η σφαίρα που πέρασε και που σφηνώθηκε. Κατάλαβα πως ο μπακάλης ούτε το πρόσεξε, ήταν μεσόκοπος, τα μάτια του δεν έβλεπαν καλά και έτσι το συμβάν αποσιωπήθηκε.
Αυτό τον καιρό, αν και ήμουν παντρεμένος τίποτε δεν με εμπόδιζε να ζω τη ζωή ενός ελεύθερου και ξέγνοιαστου παλικαριού. Είχα δυο ποδήλατα και έκανα μακρινούς περιπάτους. Πήγαινα στα κέντρα, στα χοροδιδασκαλεία. Κοίταγα και τη δουλειά μου, πολλές φορές έκανα και νυχτέρια.
Μουσταφά Κεμάλ
Μια βραδιά εκεί που δούλευα, ακούστηκε μια φασαρία στο ξενοδοχείο απέναντι. Κάτι αμάξια, κάτι άλογα. Βγήκα όξω να δω τι συμβαίνει, τι γίνεται. Κάποιος Κεμάλ!
Ο Κεμάλ ήρθε και διώχνει αυτούς που ήταν στα δωμάτιά τους κάτω, στο ξενοδοχείο. Μπήκα και γω και τον είδα τον Κεμάλ. Ήταν ψηλός, μελαχροινός, το ένα μάτι του στραβό και είχε τζάμι. Κάναν τόπο για να ανεβεί στο ξενοδοχείο. Θα γυρνούσα πίσω και θα έπαιρνα το πιστόλι και θα τον σκότωνα, αν ήξερα ότι θα γινόταν αυτός η αιτία, να διαδραματιστεί μια τέτοια κατάσταση, μια τέτοια απερίγραπτη τραγωδία! Δεν ήταν τίποτα μέσα σε δυο δευτερόλεπτα να τον εξοντώσω. Το ζήτημα το πήρα επιπόλαια. Δεν φανταζόμουν ποτέ, ότι αυτός ο Κεμάλ θα γινόταν η αναστύλωση του τουρκικού κράτους. Α έτσι, ένας Κεμάλ χωρίς σημασία! Το μόνο που μάθαμε από τον ίδιο τον Μάντικα, τον ξενοδόχο, ήταν ότι ήταν ένας Νεότουρκος βάναυσος και πολύ εναντίον του χριστιανισμού. Και ότι συζητούσε, στο δωμάτιό του με το επιτελείο του. Δεν ήταν στρατιωτικά ντυμένος, ώστε κάτι να καταλάβουμε και μεις!
Πονηρευτήκαμε λιγάκι, αλλά δεν δώσαμε σημασία.
Πέρασαν 2-3 μέρες, όπλισαν κάτι Λαζούς και Μπαζημπουζοίκηδες και πήγαιναν στα καταστήματα τέσσερις-τέσσερις, πέντε-πέντε και μούγκριζαν μέσα από τα δόντια τους: Δώσε! Δώσε! Τα μαγαζιά μόλις είχαν ανοίξει, μόλις είχαν νοικοκυρευτεί, μόλις οι νοικοκυραίοι είχαν περιμαζέψει τις περιουσίες τους. Μερικά απ’ αυτά μάλιστα τα κρατούσαν οι άπραγες χήρες, οι χαροκαμένες μάνες και ανήλικα ακόμα παιδιά, γιατί οι νοικοκυραίοι τους είχαν χαθεί και εξολοθρευτεί στον Ευρωπαϊκό Πόλεμο, από ταλαιπωρίες. Τρώγαν ψωμί με άμμο και από άλλα βασανιστήρια. Εξοντώθηκε ο Ελληνισμός κατά χιλιάδες, γιατί όπως είναι γνωστό στρατολογούσαν τους Ρωμιούς οι Τούρκοι και τους δίνανε όπλα!
Σ’ αυτά τα μαγαζιά μπαίνανε, παίρναν ό,τι θέλαν, τ’ απογύμνωναν και σηκώνονταν και έφευγαν.
Μέρα μεσημέρι αρπαγή και ληστείες. Ουαί και αλλοίμονο σε ’κείνον τον καταστηματάρχη!, η πληρωμή του ήταν να βγάλει το πιστόλι και να τον σκοτώσει. Αυτό γινόταν όλη την ώρα. Και δεν ήταν τίποτα μπροστά στην συστηματική εξόντωση του πληθυσμού που άρχισαν να κάνουν! Πρώτα κατέγραψαν εκείνους που θεωρούσαν υπεύθυνους για την ιδέα της ανεξαρτησίας του Πόντου, τους πρωτοπόρους, τους χρηματοδότες, όλα τα μεγάλα κεφάλια και τους σκότωναν αράδα.
Αν έβρισκαν κανέναν από αυτούς στον δρόμο τον σκότωναν. Αν ήταν στο γραφείο του εκεί τον σκότωναν. Πολλές φορές αν δεν τον έβρισκαν αλλού πουθενά πηγαίνανε τα μεσάνυχτα μέσα στο σπίτι, επάνω στο κρεβάτι, μπροστά στα μάτια των παιδιών του, της γυναίκας του, της μάνας του και τον σκότωναν!
Μετά απ’ αυτούς καλούσαν τους δεσποτάδες, τους παπάδες, τους προύχοντες, τους δικηγόρους, τους γιατρούς, τους πράκτορες και χωρίς δικαιολογία τους ρίχνανε στα μπουντρούμια. Εκεί τους έδερναν, τους άφηναν νηστικούς και δεν άφηναν τους δικούς τους, ούτε μια κουταλιά νερό να τους δώσουν.
Γερμανός Καραβαγγέλης
Ο Δεσπότης μας, ο Γερμανός, κατόρθωσε και ήρθε από ’δω μεριά. Πώς έφυγε δεν το ξέρομε...
Αυτά όλα διαδραματίζονταν μπροστά στα μάτια των πρεσβευτών των ξένων δυνάμεων και αυτοί αδιαφορούσαν! Ποτέ δεν σκέφθηκαν, ότι κάπως έπρεπε να μην ανέχονται αυτή την αδικαιολόγητη εξόντωση του Ελληνισμού, αυτό το συνεχές άγριο δράμα!
Με τα μέσα που διέθεταν μερικοί από μας στις πρεσβείες της Γαλλίας, Αγγλίας, Ιταλίας και Αμερικής εξιστορήσαμε το τι γίνονταν στην πολιτεία και στα χωριά. Ότι καίγανε τον κόσμο μέσα στις εκκλησίες, ότι τους ρίχνανε στα μπουντρούμια. Έκαναν σαν να μην άκουγαν, σαν να μη μας ήξεραν. Αυτό μ’ έβαζε σε συλλογή, πολιτική δεν ξέραμε εμείς...
Πού είναι ο Δεσπότης μας να λάβει τον λόγο; Γιατί άλλοτε με το παραμικρό καθόταν στο χρυσοποίκιλτο αμάξι του, που το τραβούσαν τέσσερα άσπρα άλογα κι ο καβάζος καθόταν δίπλα στον αμαξά με τις ζώνες τους και τα χρυσά και τραβούσε στο Δήμαρχο, τραβούσε στους πρεσβευτές, για να επικαλεσθεί τις δυνάμεις τους και να προστατέψει το ποίμνιό του; Τις πιο πολλές φορές μάλιστα πήγαινε στον πρεσβευτή τον Ρώσο και για το παραμικρό μπορούσε ο κόσμος να χαλάσει, μη τύχει και ενοχληθεί κανένας Έλληνας. Και τώρα αφού κανένας δεν ενδιαφέρονταν για την εξόντωση και το άδικο δράμα μας, γυρίζουμε τα μάτια μας στην παλιά μας προστάτιδα την Ρωσία.
Η ατυχία μας είχε κατακορυφωθεί, είχε μεσολαβήσει η αλλαγή του καθεστώτος!
Μετά τρεις τέσσερις μέρες μάθαμε άτι ο Κεμάλ έφυγε στο εσωτερικό. Τον πυρήνα του όμως για την αναδιοργάνωση της Τουρκίας τον έκανε μέσα στην Αμισό, σε δυο τρεις μέρες που κάθισε.
Έπειτα πήγε σε διάφορες πολιτείες και τις διοργάνωσε κι αυτές, το ίδιο όπως έκανε στην Αμισό.
Αλλού τον δεχτήκανε με ευχαρίστηση και ενθουσιασμό και αλλού τον γιουχάησαν, τον έδιωχναν, όπως στην Ερζερούμ. Τον έδιωξαν με την σκέψη, ότι και εμείς νικηθήκαμε, που ήμασταν μια αυτοκρατορία με στρατό και πλούτο και τώρα που είμαστε εξαθλιωμένοι και φτωχοί είναι δυνατόν να πετύχουμε και να ανασυνταχτούμε; Και τον έδιωχναν. Αυτά τα μέρη είχαν κυριευθεί από τους Ρώσους και με τον κομμουνισμό τα εγκατέλειψαν και έφυγαν.
Οι γηγενείς λοιπόν της περιφέρειας Ερζερούμ είχαν κακή πείρα του πολέμου.
Οι Τούρκοι ως κράτος ηττήθηκαν, πώς είναι λοιπόν δυνατόν ένας Νεότουρκος να τους ξαναβάλει στα αίματα; Τον έδιωχναν από την περιοχή, αλλά αυτός ικανός κατόρθωσε να τους πείσει και να αφήσει εκεί τον Καρακιαζίν, που ήταν το δεύτερο δεξί του χέρι. Αυτήν την περιφέρεια την είχε ταξινομήσει και την έδωσε σ’ αυτόν.
Εν τω μεταξύ η φήμη του ως αναδιοργανωτή και ως καλού κυβερνήτη ξάπλωνε σ’ όλη τη χώρα. Η επιτυχία του αυτή τον εξαγρίωσε πιο πολύ. Στα μέρη που πήγαινε και δεν τον δεχόταν τους απειλούσε ότι θα τους θανατώσει.
Έτσι ακριβώς έγινε στο Ικόνιο. Κρέμασε τριακόσιους Τούρκους σε μια βραδιά και από εκεί ίδρυσε το στρατηγείο του στην Άγκυρα.
Ανάμεσα στους έμπιστους του ήταν και ένας Χασάν Τσαούσης, με τους τέσσερις αδελφούς του. Ήταν λοχίας, αλλ’ είχε τριακόσιους στρατιώτες. Δεν είχε αυτή την περίοδο βαθμούς στον στρατό, ήταν απομεινάρια.
Η Γαλλία, η Αγγλία, και η Ιταλία συνέβαλαν στην ανόρθωση του τουρκικού κράτους, ίσως και η Αμερική! Είχαν μεγάλα συμφέροντα στην Μικρασία.

Δημοσθένης Κελεκίδης

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah