Ο ελληνικός στρατός ήταν χωρισμένος σε δύο τμήματα: ένα υπό
το διάδοχο Κωνσταντίνο, το οποίο κινήθηκε από τη Θεσσαλία προς τη Μακεδονία,
και ένα άλλο υπό την ηγεσία του στρατηγού Σαπουντζάκη, το οποίο όφειλε να
διεξαγάγει αμυντικό αγώνα στον ποταμό Άραχθο σε περίπτωση τουρκικής επίθεσης.
Πριν από την επίσημη έναρξη του πολέμου στην Ήπειρο, το
βράδυ μεταξύ 3 και 4 Οκτωβρίου, οι δύο κανονιοφόροι Α
και Δ του στόλου του Ιονίου εισήλθαν στον Αμβρακικό
Κόλπο από το στενό της Πρέβεζας χωρίς να γίνουν αντιληπτές από τα τουρκικά
πυροβολεία της Πρέβεζας. Αποστολή τους ήταν να φτάσουν στην Αμφιλοχία και να
προστατέψουν τις μεταφορές του ελληνικού στρατού από την περιοχή αυτή προς την
Αρτα, οι οποίες απειλούνταν άμεσα από δύο τουρκικά πλοία, το Αντάλεια
και το Τοκάτ, που βρίσκονταν στην Πρέβεζα. [...]
Το μεσημέρι της 6ης Οκτωβρίου δύο τάγματα πέρασαν το
θρυλικό γεφύρι της Αρτας και μπήκαν στο τουρκικό έδαφος μέχρι το Γκρίμποβο,
όπου τελικά σχημάτισαν προφυλακές.
Έπειτα από σφοδρές μάχες και
επανειλημμένες προωθήσεις και οπισθοχωρήσεις οι ελληνικές δυνάμεις κατέλαβαν
ολόκληρη την περιοχή μέχρι τη Φιλιππιάδα. Αποτέλεσμα ήταν η αποκοπή των
τουρκικών στρατευμάτων που βρίσκονταν στην Πρέβεζα από τον κορμό του τουρκικού
στρατού, που υποχώρησε προς τα Γιάννενα αφήνοντας πολλά λάφυρα στους Έλληνες.
Στη συνέχεια συμπτύχθηκαν στο Χάνι του Εμίν Αγά.
Τμήμα του ελληνικού στρατού προωθήθηκε προς την Πρέβεζα και
η πρώτη σύγκρουση με τα τουρκικά στρατεύματα έγινε στην αρχαία Νικόπολη.
Παράλληλα, μεταφέρθηκε διά θαλάσσης στρατός και η Πρέβεζα δέχτηκε πυρά
πυροβολικού τόσο από τις χερσαίες όσο και από τις θαλάσσιες δυνάμεις. Το
τουρκικό πλοίο Τοκάτ κυριεύτηκε, ενώ το Αντάλεια
αυτοπυρπολήθηκε και βυθίστηκε. Αργότερα έγινε η ανέλκυσή του, επισκευάστηκε και
αποτέλεσε μονάδα του ελληνικού στόλου με το όνομα Νικόπολις.
Από τις πρώτες μέρες του
πολέμου διεξήχθησαν επιχειρήσεις στο μέτωπο της Ηπείρου, οι οποίες μπορεί να
είχαν ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση της Φιλιππιάδας, της Πρέβεζας και άλλων περιοχών, έδειξαν όμως πόσο δύσκολη
ήταν η κατάληψη των Ιωαννίνων, που προστατεύονταν από μια σειρά οχυρών θέσεων,
με σημαντικότερη το Μπιζάνι, του οποίου τα οχυρά είχαν σχεδιάσει Γερμανοί. Από
το σημείο αυτό οι τουρκικές δυνάμεις είχαν σχεδόν πλήρη εποπτεία της εισόδου
των Ιωαννίνων. Έτσι, ο ελληνικός στρατός είχε εγκλωβιστεί στη θέση Εμίν Αγά.
Στο μεταξύ οι καιρικές συνθήκες στην περιοχή είχαν
επιδεινωθεί και η ελληνική ηγεσία αποφάσισε τη μεταφορά στρατιωτικών δυνάμεων
από τη Μακεδονία. Αυτές πριν από την αναχώρηση παρέλασαν ενώπιον του Κωνσταντίνου,
που ανέλαβε τη διοίκηση του στρατού της Ηπείρου αντικαθιστώντας το στρατηγό
Σαπουντζάκη.
Έτσι, στις 14 Δεκεμβρίου άρχισαν να αποβιβάζονται στην
Πρέβεζα ενισχύσεις και ο Κωνσταντίνος μετακινήθηκε από τη Φιλιππιάδα προς το
Χάνι του Εμίν Αγά, όπου και εγκατέστησε το στρατηγείο του. Ακολούθησαν διάφορες
επιθετικές κινήσεις, που οδήγησαν στην περικύκλωση και στην απομόνωση του
Μπιζανίου, το πυροβολικό του οποίου είχε εξουδετερωθεί από το ελληνικό. Ως
αποτέλεσμα οι Τούρκοι υπερασπιστές του παραδόθηκαν και ο αρχηγός των
τουρκικών δυνάμεων Εσάτ πασάς, ο οποίος είχε εγκατασταθεί στο κτίριο που σήμερα
αποτελεί την έδρα της μεραρχίας, συνθηκολόγησε. Στις 21 Φεβρουάριου ο ελληνικός
στρατός εισήλθε θριαμβευτής στην πόλη των Ιωαννίνων, στην οποία ακολούθησε
δοξολογία. Το ελληνικό στρατηγείο εγκαταστάθηκε στο κτίριο όπου σήμερα στεγάζεται
το Δημοτικό Ωδείο.
Ο ελληνικός στρατός δεν σταμάτησε στη Θεσσαλονίκη. Επιθυμία
της ελληνικής ηγεσίας ήταν να εκπληρώσει στο ακέραιο τις υποχρεώσεις της προς
τους Σέρβους, γι’ αυτό άρχισε μια ταχεία πορεία προς το Μοναστήρι, ώστε οι
τουρκικές δυνάμεις να βρεθούν μεταξύ δύο πυρών. Οι επιχειρήσεις του Οστρόβου,
όπως είναι περισσότερο γνωστές, οδήγησαν στην κατάληψη της Φλώρινας και η
παρουσία ισχυρών ελληνικών δυνάμεων στην περιοχή έπεισε τους Τούρκους να
παραδώσουν το Μοναστήρι στους Σέρβους, ενώ οι ίδιοι κατέφευγαν στην Κορυτσά για
να εμποδίσουν κίνηση των Ελλήνων προς τα Ιωάννινα μέσω Λεσκοβικίου. Σύντομα η
Κορυτσά καταλήφθηκε (7 Δεκεμβρίου) από τρεις ελληνικές μεραρχίες.Έτσι,
απελευθερώθηκε και η δίοδος προς την πρωτεύουσα της Ηπείρου.
Στις 21 Φεβρουαρίου ο
ελληνικός στρατός μπήκε στην πόλη των Ιωαννίνων. Λίγες μέρες αργότερα
απελευθερώθηκε και το Αργυρόκαστρο.
Τις πραγματικά μοναδικές στιγμές
που ζούσε εκείνη τη στιγμή ο ελληνισμός συντάραξε η δολοφονία στη Θεσσαλονίκη
(5 Μαρτίου του 1913) του έμπειρου περί τα πολιτικά και συνετού βασιλιά
Γεωργίου Α' από ένα ανισόρροπο, σύμφωνα με τις δηλώσεις των επίσημων αρχών,
άτομο, τον Αλέξανδρο Σχινά. Ο τελευταίος αυτοκτόνησε πέφτοντας από το Λευκό
Πύργο, συσκοτίζοντας έτσι ακόμη περισσότερο τα πράγματα, ενώ σενάρια
συνωμοσίας κατέκλυζαν την ελληνική κοινή γνώμη.
Οι Σέρβοι, από την άλλη, νίκησαν τους Τούρκους στο
Κουμάνοβο, κατέλαβαν τα Σκόπια, το Μοναστήρι, το Δυρράχιο, το Κοσσυφοπέδιο και
στη συνέχεια κινήθηκαν προς το Νόβι Παζάρ για να βοηθήσουν τους Μαυροβούνιους
που δεν μπορούσαν να καταλάβουν τη Σκόδρα.
Σοβαρή απειλή για τους Τούρκους αποτέλεσε η επίθεση οκτώ
βουλγαρικών μεραρχιών στη Θράκη με αντικειμενικό στόχο την ίδια την
Κωνσταντινούπολη. Εν τω μεταξύ είχαν προχωρήσει στην κατάληψη των Σερρών, της
Δράμας καθώς και της Καβάλας.
Η συνθήκη ανάμεσα στους νικητές Έλληνες, Βούλγαρους,
Σέρβους και Μαυροβούνιους με την ηττημένη στα πεδία των μαχών Οθωμανική
Αυτοκρατορία υπογράφηκε στο Λονδίνο στις 17/30 Μαΐου του 1913. Οι όροι της
συνθήκης, που ήταν αρκετά ασαφείς στο σύνολό τους σχεδόν, πρόβλεπαν στο άρθρο
2 ότι ο σουλτάνος εκχωρούσε στους συμμάχους «πάσας τας επί της ευρωπαϊκής
ηπείρου εδαφικής εκτάσεις της αυτοκρατορίας του προς δυσμάς γραμμής αρχομένης
από της Αιγαίου Πελάγους Αίνου μέχρι της επί του Ευξείνου Πόντου Μηδείας,
εξαιρουμένης της Αλβανίας». Με το άρθρο 4 ο σουλτάνος παραιτούνταν υπέρ των
συμμάχων από κάθε δικαίωμα πάνω στην Κρήτη, ενώ με το άρθρο 5 ανέθετε στις
Μεγάλες Δυνάμεις τον καθορισμό της τύχης των νησιών του Αιγαίου, πλην της
Κρήτης και της Χερσονήσου του Άθω.
Πριν από την υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου είχε
διαφανεί μια σημαντική διάσταση απόψεων κυρίως ανάμεσα στην Ελλάδα και τη
Βουλγαρία σε ζητήματα τα οποία άπτονταν της διευθέτησης των συνόρων στο χώρο
της Μακεδονίας. Οι Βούλγαροι πρόβαλαν με εμφατικό τρόπο τη συμμετοχή τους στον
πόλεμο, θεωρώντας την απόλυτα καθοριστική για την τελική νίκη των συμμάχων. Σε
ενίσχυση όλων αυτών των αξιώσεων και ενώ ακόμη διαρκούσε ο πόλεμος με την
Τουρκία, εξακολουθούσαν να δημιουργούν συνεχώς προστριβές με τις ελληνικές δυνάμεις.
Η κατάσταση επιδεινωνόταν συνεχώς και η σύγκρουση ανάμεσα στους πρώην, όπως
ήταν πλέον, συμμάχους φαινόταν αναπόφευκτη.
Το Μάιο του 1913 η Ελλάδα και η Σερβία, μπροστά στο
διαφαινόμενο βουλγαρικό κίνδυνο, υπέγραψαν πρωτόκολλο συνεργασίας, με την
ελπίδα να μετατραπεί σε συνθήκη το συντομότερο δυνατό. Αν η Σόφια δεν
αποδεχόταν τις προτάσεις τους, οι δύο σύμμαχοι θα κατέφευγαν σε κοινή
στρατιωτική δράση προκειμένου να επιβάλουν την εκτέλεση όσων συμφωνήθηκαν.
Η Συνθήκη της 1ης Ιουνίου του 1913 είχε αμυντικό χαρακτήρα
και ο Βενιζέλος φαινόταν πως ήταν έτοιμος να κάνει, όπως δήλωσε, «ό,τι ήτο
ανθρωπίνως δυνατόν διά να φθάση εις ειρηνικόν και επιεική διακανονισμόν των
ζητημάτων μετά της Βουλγαρίας».
Ίσως να το είχε επιτύχει, εάν στο μεταξύ ο μετριοπαθής
πρωθυπουργός Γκέσωφ δεν εξαναγκαζόταν από τον αδιάλλακτο βασιλιά Φερδινάνδο και
το στρατιωτικό κατεστημένο της Σόφιας σε παραίτηση υπέρ του φιλοπόλεμου
Ντάνεφ. Η επίθεση των στρατευμάτων της Βουλγαρίας στο σημείο επαφής των
ελληνικών και των σερβικών στρατευμάτων στη Γευγελή (16 προς 17 Ιουνίου του
1913) έδωσε την αφορμή για την έκρηξη του Β' Βαλκανικού Πολέμου.
Οι ελληνικές
δυνάμεις κινήθηκαν προς δύο κατευθύνσεις: προς Στρωμνίτσα και προς
Σέρρες-Σιδηρόκαστρο, καταδιώκοντας τις βουλγαρικές δυνάμεις που υποχωρούσαν με
πλήρη συνοχή. Απελευθερώθηκαν οι Σέρρες και η Δράμα. Στην περιοχή της
τελευταίας, και ιδιαίτερα στο Δοξάτο, βουλγαρικά στρατεύματα κατά την υποχώρησή
τους είχαν εκτελέσει μεγάλο αριθμό Ελλήνων.
Η στάση της
Βουλγαρίας στις ειρηνευτικές συνομιλίες χαρακτηριζόταν από τη διάθεσή της να
ρυθμίσει τις σχέσεις της με τη Σερβία και τη Ρουμανία κάνοντας τις
απαιτούμενες παραχωρήσεις. Απέναντι στην Ελλάδα όμως ακολουθούσε σκληρή
διαπραγματευτική γραμμή, προσπαθώντας να διασφαλίσει τη μεγαλύτερη δυνατή
έξοδο στο Αιγαίο. Ο διεθνής παράγοντας δεν ευνοούσε εκείνη τη στιγμή επέκταση
των ελληνικών συνόρων ανάλογη του χώρου στον οποίο είχε επιβληθεί η ελληνική
κατοχή. Αντίθετες στις ελληνικές διεκδικήσεις ήταν η Ρωσία και η Αυστρία, η
Αγγλία εμφανιζόταν έκδηλα επιφυλακτική, ενώ η Γαλλία ήταν μάλλον θετική.
Ο ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΣΤΗΝ ΠΡΕΒΕΖΑ ΣΥΝΟΜΙΛΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ. [ΠΗΓΗ: ΙΔΡΥΜΑ ΑΚΤΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΙΣ] |
Ο πόλεμος κράτησε ένα μήνα
ακριβώς και στη διάρκειά του διεξήχθησαν πολλές σημαντικές μάχες στο ελληνο-
βουλγαρικό μέτωπο.
Την αρχιστρατηγία του
ελληνικού στρατού συνολικής δυνάμεως εννέα μεραρχιών διατήρησε ο βασιλιάς
Κωνσταντίνος Α', ενώ οι Βούλγαροι αντιπαρέταξαν εναντίον των συμμάχων 15
μεραρχίες. Στο ελληνικό μέτωπο ο στρατηγός Ιβάνωφ διέθετε 59 τάγματα πεζικού
και ικανό αριθμό πυροβόλων (II Βουλγαρική Στρατιά). Με την έναρξη των
επιχειρήσεων σχεδίαζε να αναλάβει δράση εναντίον της Θεσσαλονίκης, η αστραπιαία
όμως αντίδραση των ελληνικών δυνάμεων οδήγησε στην αιχμαλωσία δύο βουλγαρικών
ταγμάτων μέσα στην πόλη, καθώς και στην καθήλωση των δυνάμεων
του στην περιοχή Κιλκίς-Λαχανά. Κατόπιν, με συνεχείς επιθέσεις κάμφθηκε η
βουλγαρική αντίσταση πρώτα στο Κιλκίς και μετά στο Λαχανά (19-21 Ιουνίου). Η
ήττα τους απέδειξε πως δεν ήταν ανίκητοι.
Τώρα πλέον το ελληνικό σχέδιο
απέβλεπε στην από νότο προς βορρά καταδίωξη διαμέσου της Κοιλάδας του Στρυμόνα
και από εκεί στην προέλαση στην πεδιάδα της Σόφιας. Στις 10 Ιουλίου ο ελληνικός
στρατός κατέλαβε τα Στενά της Κρέσνας. Η αδράνεια την οποία επέδειξε κάποια
στιγμή ο σέρβικός στρατός επέτρεψε στους Βούλγαρους να μεταφέρουν ισχυρές
δυνάμεις απέναντι από τους Έλληνες. Έτσι, οι Έλληνες βρέθηκαν αντιμέτωποι με το
σύνολο των βουλγαρικών δυνάμεων. Στη μάχη της Τζουμαγιάς ο ελληνικός στρατός
αντιμετώπισε με θάρρος και αποφασιστικότητα τις βουλγαρικές επιθέσεις και η ανακωχή
της 18ης Ιουλίου τον βρήκε να κατέχει θέσεις μέσα στην Παλαιά Βουλγαρία.
Παράλληλα με τις χερσαίες
επιχειρήσεις ο ελληνικός στόλος απελευθέρωσε την Καβάλα και το Δεδέ Αγάτς, ενώ
η VIII Ελληνική Μεραρχία που είχε αποβιβαστεί στην Καβάλα απελευθέρωσε την Ξάνθη
και την Κομοτηνή.
Προσεκτική ανάλυση των
επιχειρήσεων σε όλα τα μέτωπα καταδεικνύει πως οι Βούλγαροι είχαν αξιολογήσει
το ελληνικό μέτωπο ως το πλέον ενδιαφέρον γι’ αυτούς και για τις εδαφικές και
πολιτικές τους επιδιώξεις. Είχαν, ωστόσο, υποτιμήσει το αξιόμαχο των ελληνικών
δυνάμεων, καθώς και την επιτελική επάρκεια του ελληνικού στρατηγείου. Η μάχη
όμως στο Κιλκίς-Λαχανά τους έπεισε για το αντίθετο, ενώ η επική προέλαση του
ελληνικού στρατού μέσα από τα Στενά της Κρέσνας με κατεύθυνση την Τζουμαγιά, με
αγώνες εκ του συστάδην και με εφ’ όπλου λόγχη, είχε ως αποτέλεσμα την ήττα τους.
Η συνθήκη ανάμεσα στην
ηττημένη Βουλγαρία και τους νικητές, στους οποίους είχαν παρεισφρήσει και οι
Ρουμάνοι, υπογράφηκε στο Βουκουρέστι στις 28 Ιουλίου του 1913 (Π.Η.), ενώ
οι Τούρκοι υπέγραψαν ξεχωριστή συνθήκη στα μέσα Σεπτεμβρίου.
Ιωάννινα. «Η πλατεία». Στο
βάθος δεξιά, πίσω από τον εβραίο, διακρίνονται η πριγκήπισσα Μαρία και ο πρίγκηπας Γεώργιος.
Η απρόσμενα ευνοϊκή για την Ελλάδα παρέμβαση του Γερμανού
κάιζερ, η οποία δεν οφειλόταν στη συγγενική του σχέση με τον Κωνσταντίνο, αλλά
στα σχέδιά του για σύμπτυξη φιλογερμανικού μετώπου Ελλάδας-Τουρκίας-Ρουμανίας,
οδήγησε τελικά στην επιδίκαση της Καβάλας στην Ελλάδα, τα σύνορα της οποίας
έφταναν πλέον μέχρι τις εκβολές του ποταμού Νέστου. Προς βορρά η συνοριακή
γραμμή άρχιζε ανάμεσα στο Μοναστήρι και τη Φλώρινα, περνούσε νότια από τη
Γευγελή και κατέληγε βορειοανατολικά της Δράμας.
Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου, χωρίς να αποτελεί την απόλυτη
δικαίωση των ελληνικών διεκδικήσεων, υπήρξε ένα σπουδαίο βήμα στην πορεία για
την εκπλήρωση των εθνικών προσδοκιών. Η τύχη της Β. Ηπείρου και των νησιών του
ανατολικού Αιγαίου δεν είχε ακόμη καθοριστεί, ενώ μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες
του ελληνισμού έμεναν εκτός των συνόρων του ελληνικού κράτους, του οποίου η
έκταση είχε φτάσει, μέσα σε δέκα μήνες (Οκτώβριος 1912- Ιούλιος 1913) τα
120.308 τετρ. χλμ. από τα 63.211 τετρ. χλμ. της Ελλάδας της Μελούνας.
Η χώρα απαλλασσόταν από την εδαφική καχεξία και την
οικονομική στενότητα του 19ου αιώνα, ενώ ο ατυχής πόλεμος του 1897 ήταν πια
μια πολύ μακρινή ανάμνηση. Η Ελλάδα αναδεικνυόταν, όχι μόνο στρατιωτικά αλλά
και πολιτικά, σε υπολογίσιμη δύναμη στην περιοχή των Βαλκανίων. Μια εικόνα
αισιοδοξίας, δύναμης, ομόνοιας και ομοψυχίας στο επίπεδο της ηγεσίας και του
λαού δημιουργούσε την ελπίδα ότι η υλοποίηση των εθνικών επιδιώξεων ήταν
κοντά.
National Geographic Magazine
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου