Χωρίς ιστορικό προηγούμενο η φυγή προς την Ελλάδα

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015

Τι ήταν αυτή η χώρα; Στην Παλιά Ελλάδα του 1912 περισσότερα από τα τρία πέμπτα της συνολικής της έκτασης ήταν ακαλλιέργητα, ανεκμετάλλευτα εδάφη. Στο μεταξύ, ως αποτέλεσμα των Βαλκανικών Πολέμων κυρίως, η έκτασή της αυξήθηκε σε 137.270 τετρ. χλμ. Το 1923 μόνο το ένα πέμπτο ήταν καλλιεργημένα χωράφια ή βοσκοτόπια.
Εξαιτίας των ορεινών ή ελωδών περιοχών της, το μεγαλύτερο κομμάτι της γης της Ελλάδας ήταν ανεκμετάλλευτο - ή, τουλάχιστον, όταν άρχισε η εισροή των προσφύγων, όχι ακόμα εκμεταλλεύσιμο. Η μικρή αυτή χώρα εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από άλλες χώρες για τα σιτηρά της, ενώ η συνολική παραγωγή της σε δημητριακά μόλις και μετά βίας κάλυπτε το μισό των αναγκών της το 1923.
Δεν υπάρχει κατάλληλο μέτρο σύγκρισης ή ιστορικό προηγούμενο με βάση το οποίο να μπορούμε να περιγράφουμε, έστω αμυδρά, το χάλι της Ελλάδας το 1923. Φανταστείτε την πολιτεία του Άρκανσο ή της Βόρειας Καρολίνα, που καθεμία έχει περίπου ίδια έκταση με την Ελλάδα, να βουλιάξουν ξαφνικά από τη συρροή 1.250.000 ανθρώπων. Ή φανταστείτε τις Ηνωμένες Πολιτείες να κατακλύζονται από 26.000.000 άπορους μετανάστες. Στο τελευταίο παράδειγμα, αν υποθέσουμε ότι έφταναν με το υψηλότερο ετήσιο ποσοστό της μεταναστευτικής μας ιστορίας, η εισροή αυτή θα διαρκούσε είκοσι χρόνια. Αν όμως, όπως συνέβη στην Ελλάδα, η μετανάστευση ολοκληρωνόταν μέσα σ’ ένα χρόνο -αν, δηλαδή, στη Νέα Υόρκη, στο Σικάγο και στο Σαν Φρανσίσκο κάθε δύο πολίτες υποχρεώνονταν με νόμο να προσφέρουν στέγη σ’ έναν πρόσφυγα-, η κρίση αυτής της κατά 25% πληθυσμιακής αύξησης θα ήταν σίγουρα ολοφάνερη.
Τώρα πια η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη περιβάλλονταν από κάμπους γεμάτους αντίσκηνα. Θύμιζαν κλασικές γκραβούρες πολιορκημένων πόλεων. Πολιορκητής, όμως, εδώ ήταν η πείνα. Καθημερινά μέσα απ’ αυτές τις φτωχογειτονιές κάτω από την Ακρόπολη με τις σκηνές από καραβόπανο ξεπρόβαλλαν γυναίκες για να πουλήσουν τα μικρής αξίας κοσμήματά τους, τα χράμια και τις ραπτομηχανές τους, μέχρις ότου όλα όσα είχαν περισώσει απ’ τη Μικρά Ασία να γίνουν μερικές χούφτες χονδρόκοκκο στάρι. Ώσπου να γραφτούν κι αυτές στους καταλόγους των 800.000 ανέργων της χώρας.
Υπαίθριο κουρείο για πρόσφυγες στη Ραιδεστό

Τύφος και ευλογιά κάνουν θραύση
Απέναντι σε ένα ποσοστό γεννητικότητας που είχε πέσει στο μηδέν, ο τύφος σε 36 κέντρα και η ευλογιά σε άλλα 60, ανάμεσα στις 800 προσφυγικές κοινότητες της χώρας, είχαν ως αποτέλεσμα το ποσοστό θνησιμότητας να φτάσει τους χίλιους ανθρώπους την ημέρα μέχρι τον Ιανουάριο του 1923.
Για να αποσοβηθεί ο κίνδυνος της εξάπλωσης των επιδημιών στην Ελλάδα, μια αμερικανική οργάνωση δημιούργησε υγειονομικό σταθμό (καραντίνα) στη Μακρόνησο για τον έλεγχο όλων των εισερχόμενων πλοίων.
Και άλλα ακόμη αμερικανικά γραφεία βρίσκονταν σε ετοιμότητα για την ανακούφιση των προσφύγων, παρέχοντας είδη διατροφής, φάρμακα, ιατρική περίθαλψη και βοήθεια στα ορφανά. Γιατί τώρα πια όλος ο πλανήτης είχε συγκινηθεί απ’ αυτό τον κατακλυσμό προσφύγων. Επτά αμερικανικές και πέντε ευρωπαϊκές οργανώσεις αλληλεγγύης είχαν συσταθεί και συνεργάζονταν στενά με την ελληνική κυβέρνηση.
Η ίδια η ελληνική κυβέρνηση μέχρι το Νοέμβριο του 1923, οπότε η Κοινωνία των Εθνών παραδέχτηκε το πρόβλημα, είχε βοηθήσει 72.000 προσφυγικές οικογένειες να εγκατασταθούν προσωρινά στη Μακεδονία, παρέχοντας τους ζώα και σπόρους δημητριακών. Στο μεταξύ, τα υπόλοιπα τρία τέταρτα των νεοφερμένων στην Ελλάδα συνέχιζαν να επιβιώνουν όπως μυστηριωδώς το καταφέρνουν όλοι οι πρόσφυγες, βοηθώντας ο ένας τον άλλο.
Αντί να μαντρώνονται σε αντίσκηνα, σχολεία, εκκλησίες και θέατρα, οι πρόσφυγες άρχισαν να χτίζουν μόνοι τους τις γειτονιές και τα προάστιά τους. Στην Αθήνα, μόλις γινόταν γνωστό ότι υπήρχαν κάπου παλιά πλινθόκτιστα διαμερίσματα που θα μπορούσαν να καταληφθούν, 3.000 γυναίκες, παιδιά και γέροι άφηναν τα καταλύματά τους στην περιοχή του Θησείου και στ’ άλλα αρχαία κλασικά ερείπια και σαν σμάρι από μέλισσες έτρεχαν να φτιάξουν τη γειτονιά τους.
Όσοι είχαν γεννηθεί στη Μικρά Ασία γνώριζαν καλά να χρησιμοποιούν τον πηλό. Εδώ, λοιπόν, υπήρχε σε αφθονία. Οι γέροι μάζευαν τα άχυρα, οι γυναίκες τα ανακάτευαν με τον πηλό, που τον έκοβαν μετά σε πλίνθους, ενώ τα παιδιά κουβαλούσαν τα πηλοφόρια. Οι τοίχοι σιγά σιγά υψώνονταν χάρη στη βασική προσφυγική αρχή «ο ένας βοηθά τον άλλο και όλοι τον έναν». Ο καυτός ήλιος αποτελείωνε τη δουλειά.
Σύντομα άνοιξαν και μικρομάγαζα τα οποία πουλούσαν καρύδια και ξερά σύκα, μαγαζάκια όπου οι τσαγκάρηδες δούλευαν σκυμμένοι πάνω από απελέκητους πάγκους, ενώ οι κοπέλες έφτιαχναν χράμια. Μέσα σε λίγους μήνες η μετακίνηση από τα ερείπια των αρχαίων κλασικών ναών στις νέες πλινθόκτιστες κατοικίες είχε ολοκληρωθεί. Τα άφθαρτα ερείπια του Παρθενώνα κοίταζαν αγέρωχα πάνω απ’ αυτόν το συνοικισμό με τις πλινθόκτιστες καλύβες.


National Geographic Magazine

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah