Πράγματι, κατά τις 2-3 βλέπομε βουνά, να μαυρίζουν στο
βάθος της θάλασσας. Όπως τα είχαμε αποχωριστεί από την Τουρκία, τα βλέπουμε
τώρα στην Ρωσία. Η χαρά μας ήταν απερίγραπτη. Πηγαίνοντας στην Ρωσία, η
φαντασία μου πάλι δούλευε, πίστευα ότι θα ’ρθει ο αδελφός μου να με πάρει.
Ήμουν δεκαοχτώ χρονών και μ’ όλα αυτά (χαιρόμουν σαν παιδάκι, όσο) σκεφτόμουνα
ότι θα δω τη Ρωσία, που άκουγα από την παιδική μου ηλικία. Οι θείοι μου, που φύγαν μικροί, θα χαρούν πάρα πολύ, σαν θα με δούνε. Θα τους πω τα παράπονά μου,
που νόμιζαν ότι καλοζούσαμε στην πατρίδα. Θα πω την κατάσταση της μάνας μου και
του σπιτιού στον αδελφό μου. Έλπιζα, ότι ο αδελφός μου θα είχε πολλά λεφτά και
ότι θα μου πάρει καλά ρούχα, καλά παπούτσια, γιατί το είχα παράπονο, που ήμουνα
κουρελιασμένος.
Εν τω μεταξύ το καράβι κοντεύει να ζυγώσει την ακροθαλασσιά.
Η ώρα ήταν δέκα βράδυ, σκοτείνιασε, βλέπαμε τις ακροθαλασσιές της Ρωσίας,
βλέπαμε τα καλλιεργημένα χωράφια, κάτι χωριά αραιοκατοικημένα, κάτι φυτεμένα
σαν αμπέλια, ολόκληρες εκτάσεις και βλέπαμε κάτι κρημνούς, κάτι απότομα μέρη,
όπως τα Γεβρέντια της Τουρκίας, που λέγαμε θα βρούμε ένα μονοπάτι;
Η ώρα ήταν δώδεκα τα μεσάνυχτα, χτύπησε πια το καράβι στην
αμμουδιά, άλλο δεν πήγαινε. Πεταχτήκαμε δυο τρεις θαλασσινοί με το σκοινί που
μας ρίξανε και ένας ένας βγήκαμε στη στεριά. Αφού περιμέναμε μισή ώρα και ξεζαλιστήκαμε,
ακούγαμε κάτι μακρινά σκυλιά, κάτι κοκόρια, υπόκωφα να ακούγονται. Και αρχίνησα εγώ και έλεγα: «Χωριά
υπάρχουν!» Πού να ’ξερα, ότι αυτά που ακούγαμε δεν ήταν δέκα λεπτά μακρυά αλλά
δυο ώρες; Εγώ, το ανήσυχο πνεύμα, με άλλους δυο της ηλικίας μου, πήγα στην
ακροθαλασσιά, προς τα κείθε και κοιτάζω.
Ξαναγυρίζω και τους λέω: «Βρε παιδιά, δεν υπάρχει μονοπάτι, ούτε μέρος να
γαντζώσεις, ν’ ανέβεις, είναι απότομοι κρημνοί». Πάω πάλι, δέκα λεπτά, από την
άλλη πλευρά και από κείθε βρίσκω μονοπάτι.
Εν τω μεταξύ, επειδή η απόσταση της αμμουδιάς (από τα
βράχια) ήταν μικρή, σκεφτήκαμε, να φύγουμε απ’ αυτό το μέρος, μη γίνει καμιά
τρικυμία και μας τσακίσει στα βράχια. Σκεφτήκαμε αν δεν βρούμε (βολικό μέρος),
να μπούμε (πάλι) στο καράβι να πάμε από άλλη περιφέρεια να μπούμε. Παίρνει τότε
τον λόγο ένας γεροντότερος και μου λέει: «Οι πολλές
μετακινήσεις δεν είναι καλό πράγμα, γιατί βρισκόμαστε σε εμπόλεμη κατάσταση.
Επόμενο είναι, στο κεφάλι μας, να είναι φρουρά και να μας πυροβολήσει. Γι’
αυτό, πρέπει να υπομένουμε, να ξημερώσει ο Θεός τη μέρα και κάτι θα γίνει».
Αφού κάθισα, κάπου μια ώρα
εκεί κάτω, άρχισα με τους δυο φίλους μου να μιλούμε και οι άλλοι μιλούσαν τα
δικά τους. Όσο άκουγα τα κοκόρια και τα σκυλιά, από μέσα μου έλεγα: «μπας και
βγήκαμε σε τούρκικο μέρος κατά λάθος; Τώρα που είναι νύχτα, πρέπει να το
εξιχνιάσουμε». «Πάμε, Δήμο;» λένε οι άλλοι δυο. Προχωρήσαμε αρκετά στην ακροθαλασσιά.
Βρήκαμε μια ρεματιά, ένα μονοπάτι και ανεβήκαμε στο ίσωμα, δεν ήταν πολύ ψηλό,
όσο ένα σπίτι, ύστερα ήταν πεδιάδα, όλο αμπέλια φυτεμένη. Μέσα από τα αμπέλια,
απάνω στην φωνή του κόκορα και των σκυλιών, πηγαίναμε.
Ο δρόμος ήταν ατέλειωτος, μια ώρα δρόμο και παραπάνω, θα είχαμε
περπατήσει. Σε μια στιγμή ήρθε μπροστά μας ένας βασιλικός, φαρδύς, ωραίος
δρόμος, που ασπρογυάλιζε (κάτω) από την αστροφεγγιά. Βλέπομε σε μια κολώνα, το
είδα εγώ και λέω στα παιδιά: «κάντε μου ράχη να φθάσω, να δω, στην κολώνα
είναι γράμματα ρωσικά ή τουρκικά;» για να βεβαιωθώ, ότι ήμασταν στην Ρωσία. Με
βοήθησαν και έφτασα και είδα καλά καλά, δεν ήταν τουρκικά, «στη Ρωσία είμαστε
παιδιά», βεβαιώθηκα
και απ’ αυτό. Η κολώνα θα έγραφε τα χιλιόμετρα, αλλά εμείς τότε δεν ξέραμε,
αφού δεν ήταν τουρκικά.
Δρόμο χωρίς φόβο. Δρόμο, δρόμο, για νερό. Τα σκώτια μας
κολλήσανε από την πείνα και τη δίψα. Φθάσαμε σ’ ένα σπίτι, αυτό το σπίτι είχε
και τον κόκορα που ακούγαμε. Ήταν μαγευτική τοποθεσία, είχε πηγάδι, δέντρα, ένα
μεγάλο αμπέλι κι ένα σπιτάκι, με ξύλα φτιαγμένο. Δίπλα στην πόρτα ήταν ένα παράθυρο, μακρόστενο
(και) από πάνω (αντί) για κεραμίδια, είχε ψάθα.
Αρχίσαμε να χτυπάμε την πόρτα άφοβα (και) απαιτητικά, ότι
Χριστιανοί ήρθαν, να μας ανοίξουν, να μας βάλουν μέσα, να μας πλύνουν τα πόδια,
όπως κάναν στο χωριό μας.
Σε λίγο, ακούμε από μέσα μια χοντρή φωνή: «κτο ταμ... κτο
ταμ...», αργότερα έμαθα, ότι θα πει στα ρωσικά, «ποιος είσαι». Το έλεγε,
τρομοκρατημένος, φοβισμένος, συρτά. Του είπαμε και μεις, ότι είμαστε
Χριστιανοί, Έλληνες (αλλά) ούτε εμείς, ούτε αυτός καταλάβαινε τι λέγαμε.
Ήταν ξημερώματα, τέσσερις ή τεσσεράμισι και ήθελε μιά ώρα
να φέξει. Του λέγαμε λοιπόν, ψωμί, νερό, μα πού να καταλάβει, του τα λέγαμε
τουρκικά: «σου. εκμέκ». Σε λίγο, από μέσα ακούω: «κρι... κρι... κρι...» έβαλε
τη σφαίρα στο μακάρισμα και ήταν έτοιμος να πυροβολήσει. Μίλησε ρωσικά σε
κάποιον. Σε λίγο μια γυναίκα άνοιξε την πόρτα και αυτός κρατούσε από μέσα το
όπλο. Η γυναίκα ήταν 38-40 ετών, ντυμένη ρωσικά.
Ήμασταν, ο ένας σε απόσταση από τον άλλο, χωρίς όπλο στο
χέρι, αφού είπαμε, πως είμαστε Χριστιανοί και λοιπά. Γνέψαμε τι θέλαμε, μας
έφερε η γυναίκα ένα κουβά με το σκοινί, το έριξε στο πηγάδι και μας έβγαλε
νερό. Μόλις έφτασε το παρχάτσι στο χείλος, το άρπαξα, το ’βαλα μπροστά μου και
σαν άλογο έπινα, οι άλλοι περίμεναν τη σειρά τους.
Το νερό, όπως το ’πινα, με γαργαλούσε, έφερνε βόλτα στα
άντερά μου και έπαθα (κάτι) σαν σκοτοδίνη και ξάπλωσα.
Τα μάτια
μου ήταν ανοιχτά, αλλά δεν μπορούσα να σηκωθώ. Ήπιανε και οι άλλοι νερό και σε
μισή ώρα, είπε πάλι ο άντρας της, ως φάνηκε, «δώσε τους ψωμί». Ένα ψωμί τρεις
οκάδες, είναι το μικρότερο ψωμί στην Ρωσία. Το μοιράσαμε και τρώγοντας
πηγαίναμε στους φίλους μας. Ο άνθρωπος ήθελε
να μας μιλήσει και κάτι να κάνει, το μόνο που του λέγαμε (ήταν) «Χριστός»,
«Χριστός». Είδε και στο λαιμό μου το σταυρό και κατάλαβε, πως ήμασταν
Χριστιανοί. Μουρμούρισε κάτι ρωσικές λέξεις, μας κοίταξε, ήμασταν οπλισμένοι,
ρακένδυτοι, πεινασμένοι και σκεφτόταν, τι να είμαστε και πώς πέσαμε στη Ρωσία;
Δημοσθένης Κελεκίδης
Απόσπασμα από το βιβλίο: "Το αντάρτικο του Πόντου"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου