Ένας λαός ξεριζώνεται.... Μέρος 1ο

Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2015

Τον Σεπτέμβρη του 1922 συνήλθε η συνδιάσκεψη της Λωζάνης κι αποφασίστηκε ανάμεσα στ' άλλα η ανταλλαγή των πληθυσμών. Οι Τούρκοι που βρισκόντουσαν στην Ελλάδα θάπρεπε να πάνε στην Τουρκιά κι οι Έλληνες της Τουρκιάς ν’ αφήσουν την γη τους και νάρθουν για να εγκατασταθούν οριστικά στην χώρα των αρχαίων προγόνων.
Ποιοι Έλληνες, όμως; 
Πόσοι είχαν μείνει απ’ το μακελειό του προγραμματισμένου αφανισμού τους και που βρισκόντουσαν;
Ξεριζωμός

 Λίγοι περισώθηκαν στις πόλεις κι άλλοι, ανθρώπινα κουρέλια, κυλούσαν τις βασανισμένες μέρες τους στα βάθη της Ανατολής, απομεινάρια των καραβανιών που σπρώχτηκαν κατά δεκάδες κι εκατοντάδες χιλιάδες προς τους ατέλειωτους δρόμους του χαμού. Ήσαν μόνο εκείνοι που είχαν την «τύχη» να γλυτώσουν απ’ τη σφαγή, απ’ την αρρώστια, απ’ την πείνα, απ’ την φυλακή, απ’ την κρεμάλα, απ’ τα χίλια δυο δεινά που τους εξασφάλισε ο τούρκικος πολιτισμός με την βοήθεια της ευρωπαϊκής διπλωματίας.
Είναι το μέρος της ελληνικής τραγωδίας που λιγότερο αναφέρεται στην σύγχρονη Ιστορία μας, συνήθως με τις φράσεις «τουρκικές ωμότητες» και «ανταλλαγή των πληθυσμών», όχι όμως το μικρότερο.
Πίσω απ’ αυτές τις φράσεις κρύβεται το απέραντο δράμα ενός ολόκληρου λαού ελληνικού, με ιστορία 25 αιώνων που είχε δοκιμαστεί στο σίδερο και την φωτιά της τούρκικης βαρβαρότητας, άντεξε, αγωνίστηκε, έγινε η κύρια οικονομική δύναμη της οθωμανικής αυτοκρατορίας και τώρα ξεριζωνόταν βίαια, οριστικά και τελεσίδικα, για πάντα.
Στην αρχή το μήνυμα φάνηκε απίστευτο. Να πάνε στην Ελλάδα; Αχνό χαμόγελο χάραξε τα ρημαγμένα πρόσωπα, γιατί η Ελλάδα φεγγοβολούσε στην ψυχή τους σαν ένας τόπος μαγικός, σαν όνειρο. Πόσο, όμως, ακριβά πληρωμένο εκείνο το άγγιγμα του ονείρου!...Έπρεπε ν’ αφήσουν τα προγονικά τους χώματα, τη γη που πότισαν με δάκρυα και ιδρώτα αιώνων. Αλλά δεν είχαν το δικαίωμα της εκλογής.
Έτσι ξεσηκώθηκαν τ’ απομεινάρια του πληθυσμού, από τους μακρινούς τόπους της εξορίας, ερείπια ανθρώπων, άντρες που είχαν χάσει τις γυναίκες τους, γυναίκες που είχαν χάσει τους άντρες, παιδιά που είχαν χάσει τις μανάδες και τους πατεράδες, χιλιάδες ορφανά, πλήθος σκελετωμένο απ’ τις κακουχίες και τα βάσανα, σκιές ανθρώπων τυραννισμένων, που ανασχηματιζόντουσαν ξανά σε καραβάνια εξαθλιωμένα για να πάρουν και πάλι με τα πόδια τους ατέλειωτους, πολυήμερους δρόμους του γυρισμού.
Απ’ την Τοκάτη, απ’ το Ερζερούμ, απ’ το Ερζιγκιάν, απ’ το Διαρεβερκίρ απ’ το Χούνους, απ’την Κασταμονή, από τα Άδανα, απ’ την Σεβάστεια, απ’ το Ικόνιο, απ’ όλα τα μακρινά χωριά της ενδοχώρας της Τουρκιάς, από τις πόλεις και τις κωμοπόλεις, όπου επιζούσαν οι σκιές των εξόριστων, κρυμμένες και χαμένες πίσω απ’ τα πανύψηλα βουνά, βλέπαν και πάλι τους τζανταρμάδες να τους ξεσηκώνουν.
Χαμένα τα σπίτια τους. Καμμένα τα χωριά τους. Κλεμμένο το βιός τους. Σπαρμένα τα κόκαλα των αγαπημένων τους στα βουνά, στις λαγκαδιές, στις στράτες, στα ποτάμια. Έπρεπε, όμως, να ξεκινήσουν όσοι μείναν, μανάδες με τα παιδιά τους, γυναίκες με τους άντρες τους, κι άλλοι έρημοι και μόνοι. Συχνά από τους δέκα μιας οικογένειας είχε απομείνει μόνο ένας. Και όχι σπάνια, κανένας.
Πολλές περιγραφές υπάρχουν για την τραγωδία της επιστροφής. {...}
Αλλά ας δούμε την επιστροφή των Σανταίων από την εξορία τους  η περιγραφή είναι αντιπροσωπευτική για ό,τι άρχισε και συνεχιζόταν εκείνη την εποχή σ’ ολόκληρο τον Πόντο.
«Τον Νοέμβρη του 1922 ειδοποίησαν οι τούρκικες αρχές τους εξόριστους ότι είναι ελεύθεροι να επιστρέφουν στην Τραπεζούντα ή όπου αλλού θέλουν, αρκεί να υποβάλουν δηλώσεις για τον τόπο της προτίμησής τους. Όλοι οι Σανταίοι έκαναν δηλώσεις για την Τραπεζούντα κι έτσι η επιστροφή τους έγινε ομαδική. Τα περισσότερα γυναικόπαιδα της Σάντας βρισκόντουσαν στο Ερζιγκιάν, κι άλλα στο Χούνους. Αυτά είχαν τις περισσότερες περιπέτειες στον γυρισμό.
Την πρώτη μέρα που ξεκίνησαν πέρασαν απ’ τα μνήματα των νεκρών τους. Τα περισσότερα ήσαν αδειανά γιατί οι λύκοι ξέθαψαν τα πτώματα. Η κάθε γυναίκα γονάτιζε στο μνήμα των αγαπημένων της νεκρών και άρχιζε τα μοιρολόγια... Επί τέλους η συνοδεία προχώρησε. Το κρύο φοβερό. Έπεφτε πυκνό χιόνι. Ανάμεσα στο πλήθος υπήρχαν και 8 αξιολύπητα παιδιά από το Ζουρνατσάντων, 8-10 χρόνων, που είχαν μείνει τελείως ορφανά. Μερικοί εξόριστοι απ’ το Χούνους δήλωσαν ότι είναι πατεράδες των παιδιών αυτών και έτσι τα ορφανά βρήκαν κοντά τους προστασία κι όσες φορές δεν μπορούσαν να προχωρήσουν τα βοηθούσαν.
Διωγμοί
Το βράδυ έφτασαν σ’ ένα Κιζιλμπάσικο χωριό και αποφάσισαν να διανυκτερεύσουν εκεί. Εκείνη τη νύχτα έπεσε χιόνι 50 πόντους και το πρωί που ήθελαν να εξακολουθήσουν την πορεία πάλι χιόνιζε. Πήραν, παρ’ όλα αυτά, τον ανήφορο όλα τα γυναικόπαιδα, βουτηγμένα ως τον λαιμό στο χιόνι και κάνοντας ολόκληρη την μέρα 15 χιλιόμετρα κατάφεραν να φτάσουν μόλις στην κορυφή του βουνού. Χρειαζόταν να πεζοπορήσουν άλλα 20 χιλιόμετρα στην αντίθετη πλευρά του βουνού για να βρουν χωριά. Όλη τη νύχτα πάλευαν με το χιόνι περπατώντας. Κατά τα μεσάνυχτα η πένθιμη συνοδεία άφησε κοντά σ’ ένα γεφύρι έναν τρελό από το Πιστοφάντων. 
Αυτόν τον φορτώθηκε ως εκεί η μητέρα του, αλλά παράλυσαν οι δυνάμεις της... Τέλος κατά τα ξημερώματα έφτασαν σ’ ένα μικρό χωριό.Ήταν περίπου 1000 οι εξόριστοι και τους τακτοποίησαν οι χωροφύλακες στα εκατό σπίτια του χωριού... Μισοπεθαμένο απ’ το κρύο το πλήθος συνέχισε το πρωί την πορεία του κι ύστερα από δυο άλλες εξαντλητικές ημέρες έφτασε σ’ ένα άλλο χωριό αντίκρυ στο Χασάν Καλέ. Την άλλη μέρα άρχισαν ν’ ανεβαίνουν το βουνό με τις ατέλειωτες στροφές κι απ’ την κορφή του αντίκρυσαν το Ερζερούμ σκεπασμένο με παχύ στρώμα χιονιού. Η χαρά τους ήταν μεγάλη γιατί ξέραν ότι εκεί θα έβλεπαν τους γνωστούς και συγγενείς τους. Πράγματι όταν κατέβηκαν στο Ερζερούμ μερικοί αντάμωσαν τα παιδιά τους, άλλοι τις γυναίκες τους. Τους περίμενε, όμως, ακόμα η σκληρότερη πορεία 15-20 ημερών για να φτάσουν μέχρι την Τραπεζούντα. Μια μέρα μείναν ελεύθεροι στο Ερζερούμ και την άλλη πάλι δρόμος, μέσα στα χιόνια και την παγωνιά. Ύστερα από λίγες μέρες έφτασαν στην Βαϊβούρτη. Πέρα απ’ την Βαϊβούρτη οι χωροφύλακες αντικαταστάθηκαν με άλλους ασυνείδητους και άσπλαχνους που ζητούσαν αφορμή να βασανίσουν τους εξόριστους στον δρόμο.Ύστερα από ταλαιπωρίες 10 ημερών έφτασαν στο Τζεβιζλήκ, όπου μέσα σε λίγες μέρες συγκεντρώθηκαν όλα τα γυναικόπαιδα της Σάντας. Στο Τζεβιζλήκ έριξαν τους άντρες στους στρατώνες που ήσαν τελείως ακατάλληλοι για την διαμονή ανθρωπίνων υπάρξεων. Εκεί ταλαιπωρήθηκαν άλλες 5 ημέρες και τέλος κατέβηκαν στην Τραπεζούντα και σκόρπισαν στα ελληνικά σπίτια της Δαφνούντας».
Η ίδια αυτή εικόνα ολούθε - να σέρνωνται χιλιάδες άνθρωποι προς τις παραθαλάσσιες πόλεις όπου θα ερχόντουσαν τα καράβια απ’ την Ελλάδα για να τους παραλάβουν. Κι αυτό κρατούσε επί μήνες - μέχρι και το 1924 ακόμα συνεχιζόταν το μαρτύριο γιατί ήταν να μεταφερθεί κοντά ενάμιση εκατομμύριο κόσμος σκορπισμένος σ’ όλη τη Μικρασία.
Συγχρόνως απ’ την Ελλάδα φεύγαν οι Τούρκοι της ανταλλαγής με όλες τις τιμές και μ’ όλα τα συμπράγκαλά τους, δίχως να πειραχτεί τρίχα της κεφαλής τους. Φτάνοντας, όμως, πέφταν με μανία κι αυτοί επάνω στους Ρωμιούς και προ πάντων στις περιουσίες και τα σπίτια τους, απ’ όπου τους βγάζαν μ’ απειλές και με βρισιές, έτσι που ολόκληρα πλήθη βρισκόντουσαν άστεγα, στις αποβάθρες καρτερώντας. Σ’ όλα τα λιμάνια της Μαύρης θάλασσας το ίδιο.

Δημήτρης Ψαθάς
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah