Η ΤΥΧΗ ΤΩΝ ΑΝΤΑΡΤΩΝ ΤΗΣ ΣΑΝΤΑΣ (ΜΕΡΟΣ 1ο)

Κυριακή 16 Αυγούστου 2015

Υπάρχει και η δεύτερη πτυχή του δράματος, άγνωστη στους πολλούς, ακόμα και στις χοντρές γραμμές της.
Είναι το κεφάλαιο που γράφηκε από αυτούς που έμειναν στην Σάντα, σκορπισμένους στα δάση της, δηλαδή από τους εκατό περίπου ένοπλους που δεν βρέθηκαν στα σπίτια τους, κατά την αιφνιδιαστική κατάληψη των χωριών από τον τουρκικό στρατό και από τα τετρακόσια και πλέον γυναικόπαιδα, που είχαν κατορθώσει να διαρρεύσουν στις δασώδεις περιοχές και να τεθούν υπό την προστασία των ανταρτών.
Δεύτερο δράμα, λοιπόν, έχει εξελιχτεί στα δάση της Σάντας, συντομότερο στη διάρκειά του, αλλά όχι λιγότερο τραγικό στις φάσεις του.
1930: Οικογενειακή φωτογραφία αδελφών Ε. & Κ. Κουρτίδη

Για το δράμα αυτό υπάρχουν αφηγήσεις εκείνων που επέζησαν, κομματιαστές όμως και δίχως συνοχή, ανάλογα με ότι έζησαν ατομικά οι αφηγούμενοι. Γενική εικόνα δίνει μόνο ένα πολύτιμο ημερολόγιο, κρατημένο με κάθε λεπτομέρεια από τον Κώστα Κουρτίδη, αδελφό του οπλαρχηγού Ευκλείδη Κουρτίδη. Είναι πεθαμένοι και οι δύο, όμως εξακολουθούν πάντα να ζουν στην ανάμνηση όλων όσοι τους γνώρισαν από κοντά, ιδιαίτερα εκείνων που έζησαν μαζί τους τις τραγικές μέρες του χαλασμού.
Το ημερολόγιο αυτό, που αναδίνει μέσα από τις σελίδες του όλη την καυτή ουσία του νωπού βιώματος, ετέθη στη διάθεση του γράφοντος από τους γιους του συντάκτη του, για να ολο-κληρωθεί η εξιστόρηση των τελευταίων ημερών της Σάντας και του αποδεκατισμού του πληθυσμού της.
Το ημερολόγιο αυτό, συμπληρωμένο με τις ζωντανές αφηγήσεις που συνέλεξε ο γράφων, αλλά και με τις προσωπικές συνομιλίες του με τον Ευκλείδη, εδώ στην Ελλάδα, πριν από τον θάνατό του, θα μας δώσει την πιστότερη εικόνα του δράματος που έχει εξελιχτεί στα δάση της Σάντας.

Πηλείδης Γεώργιος απο την ενορία
Ζουρνατσάντων
(1891-14/4/1972)

Η «ΤΡΟΜΕΡΩΤΕΡΗ ΝYXΤΑ»
Μόλις τα γυναικόπαιδα και των εφτά χωριών της Σάντας συγκεντρώθηκαν σ’ ένα από αυτά, για να γίνει από εκεί η αποστολή των στην εξορία, ο διοικητής της στρατιωτικής δυνάμεως (ελέγετο ότι ήτο μέραρχος) είχε πλέον λυμένα τα χέρια. Τώρα μπορούσε να διαθέσει τον κύριο όγκο της δυνάμεως του εναντίον των ανταρτών, έχοντας πολύτιμους βοηθούς και οδηγούς τους ένοπλους κατσικοκλέφτες των γειτονικών χωριών, που δεν τρόμαζαν τα δάση και ήσαν αρκετά κατατοπισμένοι στα μονοπάτια.
«Η νύχτα της 10ης προς την 11ην Σεπτεμβρίου ήταν η τρομερωτέρα νύχτα που έζησα στην ζωή μου», γράφει ο Κώστας Κουρτίδης στο ημερολόγιό του.
Απλά λόγια, λακωνικά, που εκφράζουν στην πυκνότητά τους κάτι το ανείπωτο και το αφάνταστο.
Είχε προηγηθεί ολοήμερη μάχη — η πρώτη επαφή — μεταξύ των ανταρτών και του στρατού, στην θέση Ομάλ.
«Κάνοντας πρόχειρα προχώματα — συνεχίζει — παρετάχθημεν εις μάχην. Γυναίκες και παιδιά εμαζεύθησαν λίγο άνωθεν, μέσα σε σπήλαιον, τριακόσιοι τον αριθμόν και φυλάγοντες αυτούς κάπου εκατόν είκοσι παιδιά . .»
Αυτοί, τους οποίους ονομάζει παιδιά, ήσαν μάχιμοι νέοι, χωρίς οπλισμό όμως, που «εφύλαγαν» τα γυναικόπαιδα - - δηλαδή απλώς ευρίσκοντο κοντά τους και τους έδιναν θάρρος.
Και συνεχίζει ο Κώστας Κουρτίδης:
«... Επί εννέα συνεχείς ώρας επολεμούσαμε ένα άνισον αγώνα, διότι εκτός του τακτικού στρατού μας επετέθησαν και οκτακόσιοι τσέτες, περικυκλώσαντες ημάς πανταχόθεν, εκτός μιας στενής διόδου, προς το δάσος Βαϊδά - Ντερέ την οποίαν εφύλαγαν τρεις άνδρες εις το σημείον Μερτζάν Λιθάρ, δια να έχωμεν διέξοδον την τελευταίαν στιγμήν.
»Κατά κύματα μας επετίθεντο, αλλά υπερανθρώπως αμυνόμενοι τους απεκρούσαμε. Αλλά ούτε την παραμικράν ελπίδα είχαμε να γλυτώσωμε, διότι ο όγκος που αντικρίζαμε ήτο μεγάλος και δεν ετελείωναν. Δια μίαν στιγμήν ο Ιωάννης Ξανθόπουλος, φεύγων της θέσεώς του, έφθασε κοντά στα γυναικόπαιδα, τα οποία εν τη απελπισία του έκλαιαν και εσταυροκοπούντο».
Ο Ξανθόπουλος τους έδωσε θάρρος και κατώπτευσε την έξω από το δάσος περιοχή, επιστρέφοντας δε κοντά στους μαχομένους συντρόφους του έφερε την πληροφορία, ότι ομάς ατάκτων περνούσε από τα νώτα τους, οδηγούσα αριθμόν ζώων που είχαν μείνει αδέσποτα. Ήταν το πρώτο μήνυμα του χαλασμού, που έρχονταν από τα ερημωμένα χωριά — πράγμα που ήταν ως τη στιγμή εκείνη άγνωστο στους αντάρτες.
Η μάχη αυτή — η πρώτη— έμεινε δίχως αποτέλεσμα για τον στρατό. Οι Σανταίοι είχαν το πλεονέκτημα να βρίσκονται καλά προφυλαγμένοι πίσω από πέτρες και μεγάλα δέντρα, ενώ ο στρατός ούτε βαρέα όπλα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ούτε βαθύτερα στο δάσος τολμούσε να εισχωρήσει, υπερτιμώντας πάντα την αριθμητική δύναμη των αντιπάλων.
Ο τερματισμός της, με την επέλευση της νύχτας, βρήκε τους Σανταίους κατά ένα πολεμιστή λιγότερους — τον γερο -Δημήτρη Τσιρίπ, με την νεανική καρδιά και το παράτολμο θάρρος.

Θόδωρος Ι. Κουρτίδης 
ΛΙΠΟΤΑΚΤΟΥΝ ΟΙ ΑΡΜΕΝΙΟΙ
Οι Σανταίοι δεν ήταν δυνατόν να κρατήσουν την θέση εκείνη που είχε επισημανθεί πια και θα μπορούσε να βληθεί από τις απέναντι βουνοπλαγιές με πολυβόλο, αλλά και να χτυπηθεί την επομένη με μεγαλύτερες δυνάμεις και ίσως και από άλλη κατεύθυνση.
Αυτή η νύχτα είναι εκείνη, την οποία ο Κώστας Κουρτίδης χαρακτηρίζει ως την «φοβερώτερη νύχτα» της ζωής του.
Οι φυγάδες — αντάρτες και γυναικόπαιδα — απεσύρθησαν στην θέση Μερτζάν Λιθάρ και εκεί, αφού μελέτησαν την κατάσταση, απεφάσισαν να αποστείλουν τις γυναίκες και τα παιδιά στα απάτητα φαράγγια της Βαϊβάντερε και οι ίδιοι να σπεύσουν να καταλάβουν κατάλληλες θέσεις στην τοποθεσία Ουζούν Σύρτ, όπου θα γινόταν και πάλι εν συνεχεία η συγκέντρωσις όλων, για να καταφύγουν μόνιμα πια στο δάσος Πογιά Χανέ, το ασφαλέστερο από όλα.
Η απόφαση όμως προσέκρουσε στην κατηγορηματική άρνηση μεγάλου μέρους των γυναικόπαιδων να στερηθούν, έστω προσωρινά, την προστασία των ανταρτών.
Θρήνος και οδυρμός επακολουθεί, και οι ώρες περνούν, δίχως να δοθεί καμιά λύση.
 Κατά τα μεσάνυχτα λιποτακτούν οι τρεις Αρμένιοι αντάρτες που είχαν ζήσει χρόνια με τους Σανταίους, συμβουλεύοντας μάλιστα τους τελευταίους να εγκαταλείψουν τις οικογένειες και να φύγουν και αυτοί, για να σωθούν.
Η κατάσταση είναι τώρα περισσότερο από τραγική.
Το δυσκίνητο τμήμα των αμάχων δεν εννοεί να δεχθεί το λογικότατο και καλύτερο για την ώρα σχέδιο, αποδίδοντας την απαραίτητη ελευθερία κινήσεων στους αντάρτες, για το καλό όλων. Κάποιο φάσμα φαίνεται να πλανάται επάνω από όλους, που σφίγγει τις ψυχές και θολώνει το μυαλό, ενώ η πείνα θερίζει τα σπλάχνα και οι κλάψες των μικρών παιδιών επιτείνουν τον γενικό εκνευρισμό.

ΕΝΑ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ ΔΡΑΜΑ
Τα παιδιά!. . . Τα μικρά!. . . Δεν έχουν συναίσθηση του κινδύνου που προκαλούν με την ασίγαστη γρίνια τους. Και οι ώρες κυλούν ασταμάτητα.
Τα μεσάνυχτα έχουν περάσει, προ πολλού, κάποια λύση πρέπει να βρεθεί, μια οποιαδήποτε λύση που θα επιτρέψει την αθόρυβη —την εντελώς αθόρυβη— απομάκρυνση από τη θέση εκείνη, για να μη γίνει κοινός τάφος μικρών και μεγάλων, ένοπλων και αόπλων.
Και βρίσκεται η λύση.
Ας μη την κρίνουμε..... Οι Σανταίοι την ξέρουν όλοι, ίσως και πολλοί άλλοι. Ο συγγραφέας του ημερολογίου την αναφέρει κατάξερα:
«. . . Πολλά παιδιά τότες (Σημ. του γράφοντος: Με τον χαρακτηρισμό «παιδιά» ο Κ. Κουρτίδης εννοεί τους αντάρτες,  επειδή οι γυναίκες των δεν μπορούσαν να σταματήσουν τις φωνές των παιδιών τους (δηλαδή των μικρών παιδιών)  θέλοντας να χωρισθούν εξ ημών, τα σκότωσαν και τα άφησαν επί τόπου. . .»
Ούτε λέξη παραπάνω ούτε κρίση καμιά ούτε όνομα κανένα. Ας ευλαβηθούμε τον απέραντο, βουβό πόνο που κρύβουν οι λίγες αυτές γραμμές και ας κλείσουμε ασχολίαστο το κεφάλαιο τούτο. . .
Κατά τις 3 το πρωί ξεκίνησαν επί τέλους οι αντάρτες, μαζί με τους άοπλους και όσες γυναίκες έμειναν (ένα μέρος είχε δεχθεί να ξεχωρίσει από την μεγάλη ομάδα και να αναχωρήσει για το υποδειχθέν μέρος) , ανέβηκαν στο Ουζούν Σύρτ, υποχρεωτικά, παρ’ όλον ότι και εκεί υπήρχε κατασκηνωμένος στρατός, πέρασαν σε μικρή απόσταση χωρίς να γίνουν αντιληπτοί (γι’ αυτό ακριβώς θυσιάστηκαν τα μικρά παιδιά) και έφτασαν στο δάσος Πογιά Χανέ, κατά το σχέδιο.


Ευριπίδης Χειμωνίδης
(γιος του Φ. Χειμωνίδη Α' ιστοριογράφου της Σάντας, που πέθανε στην Κωνσταντινούπολη στο  περιβόητο στρατόπεδο "Σελιμιέ" τον Μάρτη του 1923 σε ηλικία 46 χρόνων, θύμα και εκείνος των κακουχιών και των στερήσεων από την  εξορία που είχε προηγηθεί, στο Ερζερούμ και της αμέσως στη συνέχεια νέας ταλαιπωρίας και του ξεριζωμού τους στην Ελλάδα.)


Προσπαθήσαμε να μην κάνουμε επεμβάσεις στο αρχικό κείμενο , αφού πρόκειται για ένα είδος απομνημονευμάτων, τα οποία δεν μεταβάλλονται "επ' ουδενί λόγω"εντούτοις για την ομαλοποίηση του κειμένου , προβήκαμε στις απαραίτητες διορθώσεις, εκείνες που θεωρήσαμε αναγκαίες.

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah