Την επόμενη, 11 Σεπτεμβρίου, ενώ το πρώτο από τα δύο θλιβερά καραβάνια των Σανταίων έπαιρνε τον δρόμο προς την εξορία, ο στρατός με τους ατάκτους επαναλάμβανε την επίθεσή του στο σημείο όπου είχε γίνει η μάχη της προηγούμενης μέρας.
Το ημερολόγιο αναφέρει στην ημερομηνία αυτή:
«... Εμείναμε μεσ’ το δάσος και παρακολουθούσαμε όλην την ημέρα τας κινήσεις του στρατού. Προς τα ξημερώματα άρχισε πάλιν ο στρατός να επιτίθεται και ακούγαμε τους πυροβολισμούς, όταν είδαν όμως ότι δεν είμεθα εκεί, επροχώρησαν μέχρι το λημέρι και το βρήκαν άδειο. Και ανέβηκαν εις Μερτζάν Λιθάρ, όπου βρήκαν τα εφτά μικρά σκοτωμένα και αμέσως ειδοποίησαν τον Μέραρχο (οι αντάρτες είχαν πληροφοριοδότες Τούρκους χωρικούς, τους οποίους ο συγγραφέας του ημερολογίου αναφέρει ονομαστικά σε πολλά σημεία) και ήλθε επί τόπου. Και όταν είδε τα μικρά σκοτωμένα, διέταξε αμέσως τον στρατό να φύγουν πίσω και να μαζευτούν όλοι στην Σάντα, λέγοντας ότι άνθρωποι που έσφαξαν τα παιδιά τους είναι αδύνατον να πιαστούν και ως εκ τούτου είναι περιττόν να μείνωμε».
Και πράγματι, για την ώρα διεκόπη η καταδίωξη των ανταρτών και ο στρατός μαζεύτηκε Σάντα.
Γεγονός είναι, ότι ζωντανούς Σανταίους δεν επρόκειτο να βάλει στο χέρι ο στρατός, μήτε άνδρες μήτε γυναίκες και ο επικεφαλής μέραρχος το κατάλαβε. Αν ωστόσο, συνεχίζονταν η καταδίωξη, με την βοήθεια, μάλιστα των ένοπλων Τούρκων των γύρω χωριών, είναι ζήτημα αν θα γλίτωνε και ένας Σανταίος. Οι οικογένειες που ήσαν μαζί με τους αντάρτες, θα προκαλούσαν αναπόφευκτα την εξόντωση όλων.
Μόλις οι αντάρτες πληροφορήθηκαν την διαταγή της αναστολής των επιχειρήσεων εναντίον των, συγκέντρωσαν όλη τους την δραστηριότητα στην προσπάθεια απαλλαγής από τα γυναικόπαιδα.
Για τον σκοπό αυτό εφαρμόσθηκε ένα σχέδιο «βραδείας αποσυμφορήσεως» όπως θα λέγαμε σήμερα. Σε κάθε ευκαιρία, δηλαδή, διοχετεύονταν μερικές οικογένειες στα ελληνικά χωριά μεταξύ Τραπεζούντας και Σάντας, ώστε το πράγμα να μη γίνεται αντιληπτό.
Ως εδώ η φροντίδα ανήκε στους αντάρτες. Από κει, οι οικογένειες μόνες τους, σε άλλες κατάλληλες ευκαιρίες, διέρρεαν προς την Τραπεζούντα και ιδίως στα χωριά της Γεμουράς, με τα οποία οι Σανταίοι είχαν πάντα οργανικούς —ας πούμε— δεσμούς.
Η αποσυμφόρηση αυτή χρειάσθηκε ενάμιση μήνα. Οι τελευταίες οικογένειες μόλις στις 25 Οκτωβρίου 1921 εγκατέλειψαν τους αντάρτες και κατέφυγαν στην Όλασα.
Αλλά το δράμα των γυναικόπαιδων δεν τελείωσε ακόμα. Όπως εξακριβώθηκε, εκτός από τις συγκροτημένες ομάδες που είχαν καταφύγει στα δάση και βρίσκονταν υπό την προστασία των ανταρτών, σε διάφορα κρησφύγετα που απείχαν ώρες το ένα από το άλλο υπήρχαν σκορπισμένες στα δάση και άλλες, μικρότερες ομάδες, ακόμα και μεμονωμένα άτομα, που είχαν φύγει από τα χωριά την τελευταία στιγμή, υπακούοντας στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης, δίχως να σκεφτούν για τα παραπέρα.
Ευριπίδης Χειμωνίδης
(γιος του Φ. Χειμωνίδη Α' ιστοριογράφου της Σάντας, που πέθανε στην Κωνσταντινούπολη στο περιβόητο στρατόπεδο "Σελιμιέ" τον Μάρτη του 1923 σε ηλικία 46 χρόνων, θύμα και εκείνος των κακουχιών και των στερήσεων από την εξορία που είχε προηγηθεί, στο Ερζερούμ και της αμέσως στη συνέχεια νέας ταλαιπωρίας και του ξεριζωμού τους στην Ελλάδα.)
Προσπαθήσαμε να μην κάνουμε επεμβάσεις στο αρχικό κείμενο , αφού πρόκειται για ένα είδος απομνημονευμάτων, τα οποία δεν μεταβάλλονται "επ' ουδενί λόγω"εντούτοις για την ομαλοποίηση του κειμένου , προβήκαμε στις απαραίτητες διορθώσεις, εκείνες που θεωρήσαμε αναγκαίες.
Το ημερολόγιο αναφέρει στην ημερομηνία αυτή:
«... Εμείναμε μεσ’ το δάσος και παρακολουθούσαμε όλην την ημέρα τας κινήσεις του στρατού. Προς τα ξημερώματα άρχισε πάλιν ο στρατός να επιτίθεται και ακούγαμε τους πυροβολισμούς, όταν είδαν όμως ότι δεν είμεθα εκεί, επροχώρησαν μέχρι το λημέρι και το βρήκαν άδειο. Και ανέβηκαν εις Μερτζάν Λιθάρ, όπου βρήκαν τα εφτά μικρά σκοτωμένα και αμέσως ειδοποίησαν τον Μέραρχο (οι αντάρτες είχαν πληροφοριοδότες Τούρκους χωρικούς, τους οποίους ο συγγραφέας του ημερολογίου αναφέρει ονομαστικά σε πολλά σημεία) και ήλθε επί τόπου. Και όταν είδε τα μικρά σκοτωμένα, διέταξε αμέσως τον στρατό να φύγουν πίσω και να μαζευτούν όλοι στην Σάντα, λέγοντας ότι άνθρωποι που έσφαξαν τα παιδιά τους είναι αδύνατον να πιαστούν και ως εκ τούτου είναι περιττόν να μείνωμε».
Και πράγματι, για την ώρα διεκόπη η καταδίωξη των ανταρτών και ο στρατός μαζεύτηκε Σάντα.
Μόλις οι αντάρτες πληροφορήθηκαν την διαταγή της αναστολής των επιχειρήσεων εναντίον των, συγκέντρωσαν όλη τους την δραστηριότητα στην προσπάθεια απαλλαγής από τα γυναικόπαιδα.
Για τον σκοπό αυτό εφαρμόσθηκε ένα σχέδιο «βραδείας αποσυμφορήσεως» όπως θα λέγαμε σήμερα. Σε κάθε ευκαιρία, δηλαδή, διοχετεύονταν μερικές οικογένειες στα ελληνικά χωριά μεταξύ Τραπεζούντας και Σάντας, ώστε το πράγμα να μη γίνεται αντιληπτό.
Ως εδώ η φροντίδα ανήκε στους αντάρτες. Από κει, οι οικογένειες μόνες τους, σε άλλες κατάλληλες ευκαιρίες, διέρρεαν προς την Τραπεζούντα και ιδίως στα χωριά της Γεμουράς, με τα οποία οι Σανταίοι είχαν πάντα οργανικούς —ας πούμε— δεσμούς.
Η αποσυμφόρηση αυτή χρειάσθηκε ενάμιση μήνα. Οι τελευταίες οικογένειες μόλις στις 25 Οκτωβρίου 1921 εγκατέλειψαν τους αντάρτες και κατέφυγαν στην Όλασα.
Αλλά το δράμα των γυναικόπαιδων δεν τελείωσε ακόμα. Όπως εξακριβώθηκε, εκτός από τις συγκροτημένες ομάδες που είχαν καταφύγει στα δάση και βρίσκονταν υπό την προστασία των ανταρτών, σε διάφορα κρησφύγετα που απείχαν ώρες το ένα από το άλλο υπήρχαν σκορπισμένες στα δάση και άλλες, μικρότερες ομάδες, ακόμα και μεμονωμένα άτομα, που είχαν φύγει από τα χωριά την τελευταία στιγμή, υπακούοντας στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης, δίχως να σκεφτούν για τα παραπέρα.
Ευριπίδης Χειμωνίδης
(γιος του Φ. Χειμωνίδη Α' ιστοριογράφου της Σάντας, που πέθανε στην Κωνσταντινούπολη στο περιβόητο στρατόπεδο "Σελιμιέ" τον Μάρτη του 1923 σε ηλικία 46 χρόνων, θύμα και εκείνος των κακουχιών και των στερήσεων από την εξορία που είχε προηγηθεί, στο Ερζερούμ και της αμέσως στη συνέχεια νέας ταλαιπωρίας και του ξεριζωμού τους στην Ελλάδα.)
Προσπαθήσαμε να μην κάνουμε επεμβάσεις στο αρχικό κείμενο , αφού πρόκειται για ένα είδος απομνημονευμάτων, τα οποία δεν μεταβάλλονται "επ' ουδενί λόγω"εντούτοις για την ομαλοποίηση του κειμένου , προβήκαμε στις απαραίτητες διορθώσεις, εκείνες που θεωρήσαμε αναγκαίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου