Οι ομάδες αυτές ήταν αδύνατο να αποκτήσουν επαφή η μία με τις άλλες, μέσα στην απεραντοσύνη των πυκνών δασών, που κάθε τόσο αναταράζονταν από πυροβολισμούς, εξ αιτίας των συχνών συμπλοκών, κυρίως όμως επειδή δεν είχαν ιδέα για το τι γινόταν και ήσαν τρομοκρατημένες μέχρις αλλοφροσύνης, όπως θα καταλάβει ο αναγνώστης από τα παρακάτω.
Κανένας δεν έμαθε πόσες ήσαν και ποιο ήταν το τέλος τους. Ποιος ξέρει με ποιόν τρόπο χάθηκαν μέσα στην ερημιά. . .
Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω περιστατικό, που αναφέρει ο Κώστας Κουρτίδης στο ημερολόγιό του, με ημερομηνία 19 Νοεμβρίου 1921 .
Το παίρνω αυτολεξεί:
«Σήμερα μας έτυχε ένα παράδοξον και λυπηρόν γεγονός: Ο Γιάννης Ξανθόπουλος και τρεις - τέσσαρες άλλοι πήγαιναν δια Ασιάν (τουρκικό χωριό) προς τρόφιμα. Εις Χαντζάρ μόλις έφτασαν διακρίνουν δύο γυναίκες κάτω από μίαν αχλαδιά να γυρεύουν αχλάδια. Και επειδή ήσαν ρακένδυτες, στην αρχή δεν τις ανεγνώρισαν και επλησίασαν σιγά - σιγά. Μόλις όμως τους αντελήφθησαν αυτές, αμέσως έβαλαν τις φωνές και άρχισαν να φεύγουν προς τα κάτω.
»Αμέσως ο Ξανθόπουλος, αναγνωρίζων αυτές, τις φώναξε να μη φύγουν, διότι δεν είμεθα Τούρκοι. Αλλ’ αυτές από τον φόβον τους ούτε άκουγαν και ούτε γύριζαν να δουν και έτρεχαν εις ένα παρακείμενον υψηλόν βράχον να πέσουν να κομματιασθούν, ίνα μη πέσουσι στα χέρια των. Και θα έπεφταν ασφαλώς, αν δεν ήσαν επί ημέρας νηστικές και είχαν λίγες τις δυνάμεις των. Εξαντληθείσαι όμως και ως φαντάσματα, και επειδή το μέρος ήτο θαμνώδες, περιεπλάκησαν εις βάτα και έμειναν λιπόθυμες όταν έφθασαν κοντά τους τα παιδιά (οι αντάρτες) και τις ανεγνώρισαν.
»Ενηγκαλίσθησαν αυτούς κλαίοντες και οι δυό τους. Ήσαν η Ελένη Γραμματικοπούλου και Ελένη Τεριά, σύζυγος του Χρυσάνθου, όστις επί εβδομάδας γυρεύων αυτήν εις τα δάση της Σάντας και μη ευρών αυτήν, απελπισθείς έφυγεν εις Τραπεζούντα όπου και διέμενε.
»Αυτές, από την ήμερα που κατεστράφη η Σάντα, δηλαδή δύο και πλέον μήνας, ζούσαν μέσα στο δάσος παρά το χωρίον Τερζάντων και νύκτα πηγαίνοντας στους κήπους του χωρίου έπαιρναν λάχανα και πατάτες έτρωγαν δίχως ψωμί και δίχως αλάτι. Αν και πολλές φορές μας έβλεπαν δεν τολμούσαν να πλησιάσουν, φοβούμενες μη τυχόν γελασθούν και ανταμώσουν Τούρκους. Και έτσι ήλθαν στο λημέρι όπου τους δώσαμε ψωμί και φαγί από λίγο μερικές ημέρες και αργότερα όσο ήθελαν, δια να συνέλθουν ολίγον».
Εδώ θα κλείσουμε το κεφάλαιο αυτό. Το παραπάνω περιστατικό είναι αρκετό και μόνο αυτό, για να κατανοηθεί πόσο τραγική ήταν και η μοίρα των γυναικών που δεν γνώρισαν την εξορία στο Ερζερούμ και στο Χούνους.
Κανένας δεν έμαθε πόσες ήσαν και ποιο ήταν το τέλος τους. Ποιος ξέρει με ποιόν τρόπο χάθηκαν μέσα στην ερημιά. . .
Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω περιστατικό, που αναφέρει ο Κώστας Κουρτίδης στο ημερολόγιό του, με ημερομηνία 19 Νοεμβρίου 1921 .
Η κηδεία του καπετάν Ευκλείδη (11-02-1937) |
«Σήμερα μας έτυχε ένα παράδοξον και λυπηρόν γεγονός: Ο Γιάννης Ξανθόπουλος και τρεις - τέσσαρες άλλοι πήγαιναν δια Ασιάν (τουρκικό χωριό) προς τρόφιμα. Εις Χαντζάρ μόλις έφτασαν διακρίνουν δύο γυναίκες κάτω από μίαν αχλαδιά να γυρεύουν αχλάδια. Και επειδή ήσαν ρακένδυτες, στην αρχή δεν τις ανεγνώρισαν και επλησίασαν σιγά - σιγά. Μόλις όμως τους αντελήφθησαν αυτές, αμέσως έβαλαν τις φωνές και άρχισαν να φεύγουν προς τα κάτω.
»Αμέσως ο Ξανθόπουλος, αναγνωρίζων αυτές, τις φώναξε να μη φύγουν, διότι δεν είμεθα Τούρκοι. Αλλ’ αυτές από τον φόβον τους ούτε άκουγαν και ούτε γύριζαν να δουν και έτρεχαν εις ένα παρακείμενον υψηλόν βράχον να πέσουν να κομματιασθούν, ίνα μη πέσουσι στα χέρια των. Και θα έπεφταν ασφαλώς, αν δεν ήσαν επί ημέρας νηστικές και είχαν λίγες τις δυνάμεις των. Εξαντληθείσαι όμως και ως φαντάσματα, και επειδή το μέρος ήτο θαμνώδες, περιεπλάκησαν εις βάτα και έμειναν λιπόθυμες όταν έφθασαν κοντά τους τα παιδιά (οι αντάρτες) και τις ανεγνώρισαν.
»Ενηγκαλίσθησαν αυτούς κλαίοντες και οι δυό τους. Ήσαν η Ελένη Γραμματικοπούλου και Ελένη Τεριά, σύζυγος του Χρυσάνθου, όστις επί εβδομάδας γυρεύων αυτήν εις τα δάση της Σάντας και μη ευρών αυτήν, απελπισθείς έφυγεν εις Τραπεζούντα όπου και διέμενε.
»Αυτές, από την ήμερα που κατεστράφη η Σάντα, δηλαδή δύο και πλέον μήνας, ζούσαν μέσα στο δάσος παρά το χωρίον Τερζάντων και νύκτα πηγαίνοντας στους κήπους του χωρίου έπαιρναν λάχανα και πατάτες έτρωγαν δίχως ψωμί και δίχως αλάτι. Αν και πολλές φορές μας έβλεπαν δεν τολμούσαν να πλησιάσουν, φοβούμενες μη τυχόν γελασθούν και ανταμώσουν Τούρκους. Και έτσι ήλθαν στο λημέρι όπου τους δώσαμε ψωμί και φαγί από λίγο μερικές ημέρες και αργότερα όσο ήθελαν, δια να συνέλθουν ολίγον».
Εδώ θα κλείσουμε το κεφάλαιο αυτό. Το παραπάνω περιστατικό είναι αρκετό και μόνο αυτό, για να κατανοηθεί πόσο τραγική ήταν και η μοίρα των γυναικών που δεν γνώρισαν την εξορία στο Ερζερούμ και στο Χούνους.
Ευριπίδης Χειμωνίδης
(γιος του Φ. Χειμωνίδη Α' ιστοριογράφου της Σάντας, που πέθανε στην Κωνσταντινούπολη στο περιβόητο στρατόπεδο "Σελιμιέ" τον Μάρτη του 1923 σε ηλικία 46 χρόνων, θύμα και εκείνος των κακουχιών και των στερήσεων από την εξορία που είχε προηγηθεί, στο Ερζερούμ και της αμέσως στη συνέχεια νέας ταλαιπωρίας και του ξεριζωμού τους στην Ελλάδα.)
(γιος του Φ. Χειμωνίδη Α' ιστοριογράφου της Σάντας, που πέθανε στην Κωνσταντινούπολη στο περιβόητο στρατόπεδο "Σελιμιέ" τον Μάρτη του 1923 σε ηλικία 46 χρόνων, θύμα και εκείνος των κακουχιών και των στερήσεων από την εξορία που είχε προηγηθεί, στο Ερζερούμ και της αμέσως στη συνέχεια νέας ταλαιπωρίας και του ξεριζωμού τους στην Ελλάδα.)
Προσπαθήσαμε να μην κάνουμε επεμβάσεις στο αρχικό κείμενο , αφού πρόκειται για ένα είδος απομνημονευμάτων, τα οποία δεν μεταβάλλονται "επ' ουδενί λόγω"εντούτοις για την ομαλοποίηση του κειμένου , προβήκαμε στις απαραίτητες διορθώσεις, εκείνες που θεωρήσαμε αναγκαίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου