ΜΙΑ ΣΚΛΗΡΗ ΑΠΟΦΑΣH

Δευτέρα 17 Αυγούστου 2015

Aς παρακολουθήσουμε τώρα και την τύχη των ανταρτών, που δεν είχαν καμιά δυνατότητα να διαφύγουν σε ασφαλές έδαφος και εκ των προτέρων ήξεραν, ότι ήσαν οπωσδήποτε καταδικασμένοι να πεθάνουν — με την ικανοποίηση όμως, ότι θα πέθαιναν τουλάχιστον με το όπλο στο χέρι, αναπνέοντας ελεύθερον αέρα.
Όταν ο Τούρκος μέραρχος, διέταξε την αναστολή της καταδιώξεως των ανταρτών, έκανε την σκέψη, ότι ευκολότερα θα μπορούσαν να καταβληθούν από την πείνα, αποκλεισμένοι όπως θα ήσαν από παντού. Τα πλήθη των περίοικων Τούρκων που είχαν συρρεύσει σαν τσακάλια γύρω από κάποιο πτώμα, του έδιναν την βεβαιότητα, ότι μέσα σε λίγες μέρες δεν θα έμενε τίποτα πια στη Σάντα, όχι μονάχα πάνω ατό χώμα, αλλά και κάτω από αυτό.
Δεν είναι σχήμα λόγου αυτό. Πράγματι, πριν ακόμα τελειώσει καλά - καλά η λεηλασία και η πυρπόληση των σπιτιών, οι επιδρομείς άρχισαν να ξεριζώνουν και τις λαχανίδες από τους κήπους και να βγάζουν τις πατάτες — μισοώριμες ακόμα στα ύψη εκείνα.
Ανάλογη ήταν και η στάση των ανταρτών. Απηλλαγμένοι από ενοχλήσεις εκ μέρους του στρατού, έστρεψαν την προσοχή τους στην εξασφάλιση του επισιτισμού τους για τούς χειμερινούς μήνες.
Αποφάσισαν λοιπόν να τρομοκρατήσουν τους Τούρκους, που πηγαινοέρχονταν επί ημέρες και κουβαλούσαν ότι έβρισκαν στα χωριά. Η απόφαση ήταν σκληρή, διότι θα χτυπούσαν και γυναίκες και παιδιά, πράγμα που δεν είχαν κάμει ως τη στιγμή εκείνη οι αντάρτες της Σάντας, αλλά σκληρότερη ήταν η ανάγκη. Ίσως  και κάποια διάθεση εκδικήσεως να έπαιξε τον ρόλο της — ανθρώπινη αδυναμία και αυτή.
Στις 19 Σεπτέμβρη, μια ολόκληρη εβδομάδα μετά την ολοκληρωτική εκκένωση των χωριών της Σαντάς, οι αντάρτες έκαμαν έναρξη της τρομοκρατήσεως των περίοικων Τούρκων, που εξακολουθούσαν να πηγαινοέρχονται και να κουβαλούν ότι είχε απομείνει.
Ο Κώστας Κουρτίδης γράφει στην ημερομηνία αυτή:
«Αφήσαμε λίγους με τα γυναικόπαιδα και μεις φύγαμε προς τα χωριά. Κάτω εις τους μύλους Παϊράμ συνελάβαμε τέσσαρας άνδρας και τρεις γυναίκες φορτωμένοι διάφορα πράγματα εκ Σάντας και τους πήγαμε εις το Βαθύν Ορμίν και τους σκοτώσαμε με μαχαίρας.  Την επομένη είχαμε σχέδιον να πιάσωμε πολλούς, ούτως ώστε να τρομοκρατηθούν οι Τούρκοι να μη έρχονται εις Σάντα προς λεηλασίαν, διότι άρχισαν από παχτσέδες (σ.σ. περιβόλια) να βγάζουν τα λάχανα και τις πατάτες, εις τα  οποία είχαμε ελπίδας να περάσωμε όλον τον χειμώνα».
Την ίδια νύχτα, λοιπόν έφτασαν σε μια σπηλιά κοντά στου Ζουρνατσάντων. Το χωριό αυτό προσφέρονταν καλύτερα από όλα τα άλλα για την εκτέλεση του σχεδίου.
Πολύ πρωί έστησαν ενέδρα στο γεφύρι, έξω από το χωριό  και περίμεναν. Και ο Κ. Κ. συνεχίζει:
«Έν τω μεταξύ βλέπομε πολλούς άνδρας και γυναίκας φορτωμένους να έρχονται από τα χωριά, πριν φθάσουν όμως κοντά μας κατέβηκαν και άλλοι από  Κουφολείβαδον ερχόμενοι εκ των γύρω χωρίων προς λεηλασίαν, διότι αυτό εγίνετο καθημερινώς. Αυτοί μας αντελήφθησαν και άρχισαν να φεύγουν φωνάζοντες. Αμέσως δεν χάνομε καιρό, ανοίγουμε πυρά εναντίον τους και σκοτώνονται πολλοί, καθώς και εκ Σάντας  ερχόμενοι . . . Εσκοτώθηκαν τριάκοντα δύο άτομα, με τους οποίους κατά κακή σύμπτωση ευρίσκετο και η θυγατέρα του Αλή παντρεμένη εις Χάρουξαν και το οποίον μάθαμε αργότερα».

ΕΠΙΔΡΟΜΗ ΣΕ ΤΟΥΡΚΙΚΟ XΩPIO

Το επισιτιστικό πρόβλημα πρόβαλλε οξύτατο για τους αντάρτες  και λύση του προβλήματος αυτού, έστω και προσωρινή, δεν υπήρχε, τουλάχιστον κατά τον Σεπτέμβριο του 1921 που ο τουρκικός στρατός βρίσκονταν ακόμα στη Σάντα.
Στο διάστημα αυτό, με πολύ κόπο και δυσκολία γίνονταν προμήθειες τροφίμων, συνήθως απλού ψωμιού, από τα ελληνικά χωριά, από την Γαλλίανα ιδίως, την Καφούρα, το Τσουπανόϊ κλπ.
Αυτό επέβαλλε αναγκαστικά κατάτμηση της δυνάμεώς των σε  ομάδες και συνεχείς και κοπιώδεις μετακινήσεις τους.
Κάποτε, μια από τις ομάδες αυτές, πιεζόμενη υπερβολικά από την ανάγκη, μπήκε μέρα μεσημέρι στο τουρκικό χωριό Iσχάν, πράγμα που θα μπορούσε να έχει απρόβλεπτες συνέπειες. Ωστόσο όλα πήγαν καλά. Οι αντάρτες, αποφασισμένοι να μη δυσχεράνουν την δική τους θέση, αλλά και την θέση των εξόριστων γυναικόπαιδων (που δεν είχαν προωθηθεί ακόμα πέρα από την Αργυρούπολη) , απέφυγαν κάθε βιαιοπραγία και περιορίστηκαν μόνο να ζητήσουν ψωμί.
Οι Τούρκοι χωρικοί, τρομοκρατημένοι, προθυμοποιήθηκαν να δώσουν με το παραπάνω ότι τους βρίσκονταν: ψωμί, πατάτες μυζήθρα κλπ. Τι σημασία όμως μπορούσε να έχει αυτή η βοήθεια: Στόματα πολλά και πηγές εφοδιασμού καμιά.


Ευριπίδης Χειμωνίδης

(γιος του Φ. Χειμωνίδη Α' ιστοριογράφου της Σάντας, που πέθανε στην Κωνσταντινούπολη στο  περιβόητο στρατόπεδο "Σελιμιέ" τον Μάρτη του 1923 σε ηλικία 46 χρόνων, θύμα και εκείνος των κακουχιών και των στερήσεων από την  εξορία που είχε προηγηθεί, στο Ερζερούμ και της αμέσως στη συνέχεια νέας ταλαιπωρίας και του ξεριζωμού τους στην Ελλάδα.)



Προσπαθήσαμε να μην κάνουμε επεμβάσεις στο αρχικό κείμενο , αφού πρόκειται για ένα είδος απομνημονευμάτων, τα οποία δεν μεταβάλλονται "επ' ουδενί λόγω"εντούτοις για την ομαλοποίηση του κειμένου , προβήκαμε στις απαραίτητες διορθώσεις, εκείνες που θεωρήσαμε αναγκαίες.


(Σ. Σ. Ο Αλής, του οποίου κάνει μνεία παραπάνω ο συντάκτης του ημερολογίου, ήταν πληροφοριοδότης των ανταρτών και τους είχε προσφέρει πολλές υπηρεσίες. Γι’ αυτό, ήταν επόμενο να τους λυπήσει  φόνος της κόρης του).
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah