Ο Κεμάλ καλούσε τον Τοπάλ Οσμάν στην Άγκυρα για να τον στείλει στο μέτωπο — καιρός ήταν να δείξει την αξιοσύνη των ανδρών του σε μάχες με στρατό κι’ όχι με γυναικόπαιδα.Ώσπου να φτάσει, όμως, είχε πολλές φορές ακόμα την ευκαιρία να μαζέψει κι’ άλλες δάφνες στο είδος τούτο των κατορθωμάτων. Αλλά δεν ήταν ο μόνος που δίδαξε την Τουρκιά καίγοντας τα χωριά και σφάζοντας τον άοπλο κι’ ανυπεράσπιστο λαό. Υπήρχαν κι’ άλλοι άξιοι του, οπαδοί και συνεργάτες του Κεμάλ, που εφάρμοζαν πιστά το πρόγραμμα του «μεγάλου αναμορφωτή» της Άγκυρας.
Πέρα για πέρα σ’ όλη την Τουρκιά απλώθηκε ο κατατρεγμός, πολύ πιο άγριος από πρώτα. Έκλεισαν οι εκκλησιές και τα σχολειά, φούντωσε ο φανατισμός, σφαζόταν και ληστευόταν ο κόσμος, ριχνόντουσαν στις φυλακές οι πρόκριτοι κι’ όλοι οι άντρες, άπ’ τα 15 κι’ απάνω σερνόντουσαν στο εσωτερικό της χώρας. Με ιδιαίτερη, όμως, μανία ξεσπούσαν οι Τούρκοι στις περιοχές Αμισού, Πάφρας και Αλατσάμ γιατί στα γύρω βουνά δρούσαν οι Έλληνες αντάρτες, που αγωνιζόντουσαν τον αγώνα της ζωής και του θανάτου για την τιμή της ρωμιοσύνης και την σωτηρία των γυναικόπαιδων, που κατάφευγαν σ’ αυτούς, ζητώντας προστασία.
Τις πιο έγκυρες πληροφορίες για την περιοχή αυτή θα μας τις δώσει ο καπνέμπορος της Πάφρας Αντώνιος I. Γαβριηλίδης, που είχε την τύχη να σωθεί άπ’ τα μαρτύρια και τις εξορίες κι’ ύστερα κατάγραψε με κάθε λεπτομέρεια τα όσα είδε κι’ έπαθε ή άκουσε από άλλους αυτόπτες μάρτυρες, στο βιβλίο του «Η μαύρη συμφορά του Πόντου».
Και πρώτα - πρώτα, ο συγγραφέας μας δίνει κι αυτός μια ιδέα του τρόπου που φανάτιζαν οι Τούρκοι τον λαό τους, κάνοντας πέρα απ’ τ’ άλλα εκμετάλλευση στον ανώτατο βαθμό των θυμάτων που είχαν στις μάχες με τους Έλληνες αντάρτες. Όταν έξαφνα στην προκεμαλική περίοδο, πριν απ’ την ανακωχή, σκοτώθηκαν 8 Τούρκοι αξιωματικοί σε μια σύγκρουση με τα παλληκάρια του οπλαρχηγού Δημήτρη Χαραλαμπίδη, μετέφεραν τους νεκρούς στην Αμισό και τους άφησαν στον αυλόγυρο της ελληνικής εκκλησίας Αγίας Τριάδας, μέσα σε φέρετρα στολισμένα με κόκκινες και πράσινες σημαίες, τυλιγμένα σε μαύρα κρέπια. Εκεί μαζεύτηκε πολύς τούρκικος όχλος κι’ οι ρήτορες έβγαζαν λόγους φαρμακερούς, ονόμαζαν τους νεκρούς «γαζήδες» — νικητές — κι ύστερα με μεγάλη πομπή, μαύρες σημαίες και παράταξη στρατού, περιέφεραν τα φέρετρα στην ελληνική και τουρκική συνοικία, ενώ ακουγόντουσαν θρήνοι, φωνές και κατάρες του όχλου κατά των γκιαούρηδων:
-Κάχρ όλσούν, Γιουνανληλάρ!
«Ανάθεμα στους Έλληνες».
- Τινσήζ, Εμανσίζ, γκιαουρλάρ!
«Άπιστοι και άθρησκοι».
-Τουσμανλαρίν γκιοζί κιόρ όλσούν!
«Να τυφλωθούν τα μάτια των έχθρών».
Φυσικά, για τους χιλιάδες «γκιαούρηδες» που εξόντωναν πέρα για πέρα στο δοβλέτι, δεν γινόταν λόγος.
Απ’ τον Γενάρη του 1921 - μας λέει ο Γαβριηλίδης — άρχισαν οι συλλήψεις μέσα στην πόλη της Αμισού: «Το μεσονύκτιον της 22ας Ιανουαρίου συνελήφθησαν εις την ιεράν μητρόπολιν ο μητροπολίτης Ζήλων ο βοηθός επίσκοπος του Αγίου Αμασείας, και όλο το προσωπικόν της μητροπόλεως. Επίσης όλοι οι επιστήμονες, ιατροί, φαρμακοποιοί, δικηγόροι, καθηγηταί, διδάσκαλοι, ανώτεροι υπάλληλοι της Οθωμανικής Τραπέζης και του Μονοπωλίου των Καπνών, τραπεζίται, καπνέμποροι και ιδιοκτήται διαφόρων καταστημάτων ή διευθυνταί επιχειρήσεων».
Τις συλλήψεις ακολούθησαν γρήγορα οι φόνοι: «Το κακούργον επιτελείον της κεμαλικής θηριωδίας ήρξατο να οργιάζη. Τα όργανα τούτου Μιράδζ, ο αστυνόμος Αράπ Γιουσούφ και πολλοί Λαζοί -ο συγγραφέας τους αναφέρει όλους — εντός της Αμισού, εις την κεντρικωτέραν οδόν της εκκλησίας και προ της οικίας του διοικητού Σεζαΐ, εν πλήρει μεσημβρία φονεύουσι τους ατυχείς Ανέστην Δζινέκογλου και Νικόλαον Καπουτανίδην (10 Μαΐου 1921), τον Ιορδ. Στεφανίδην, παντοπώλην, απέναντι του Διοικητηρίου, και τον Οινοέα Ανέστην υπάλληλον του καφενείου όπου συνεδρίαζαν. Παρά δε των διαφόρων άλλων, Σωκράτους Ανταβάλογλου, τραπεζίτου, Αντωνίου Χουρζαμάνογλου, καπνεμπόρου, Θεοδώρου Κηρεμλή, εμπόρου, Νεοφύτου Παπαδοπούλου, αντιπροσώπου του καπνεμπορικού οίκου Δρέσδης, Αχιλ. Κενάνογλου, υφασματεμπόρου και άλλων, ελάμβανον λύτρα επί ποινή θανάτου».
Αλλά γρήγορα αρχίζει η διαδικασία της συστηματικότερης κι’ ομαδικής εξόντωσης. «Αποφράδα ημέραν» χαρακτηρίζει ο Γαβριηλίδης την 3) 16 Ιουνίου 1921 και ιστορεί: «Περί ώραν 9 π.μ. περικυκλούται υπό αστυνομικών η ελληνική συνοικία, η αγορά, το Πεζεστένιον, κέντρον των καπνεμπόρων, τα γραφεία και τα εργοστάσια του Μονοπωλίου Καπνών, συλλαμβάνονται υπέρ τους 1.300 ομογενείς, από 13—70 ετών, και παρακολουθούμενοι υπό αστυνομικών, χωροφυλάκων, στρατιωτών και πεζοναυτών, οδηγούνται καθ’ ομάδας εις το Διοικητήριον».
Γίνεται κάποιο ξεκαθάρισμα στις ηλικίες κι’ ύστερα: «...Την 4ην Ιουνίου αποστέλλονται εις το σφαγείον του Καβάκ, 64 χιλιόμετρα απέχον της Αμισού. Παρά δε την οικίαν του Πεκίρ πασά γίνεται η ανάγνωσις των ονομάτων, χωρίζονται οι πλουσιώτεροι και όλοι οι υπάλληλοι του Μονοπωλίου των Καπνών, και ούτω παρέρχεται η ώρα επί τω σκοπώ όπως εν τω μεταξύ ειδοποιηθούν και ετοιμασθούν οι εντόπιοι Τούρκοι χωρικοί και παρουσιασθούν φέροντες μεθ’ εαυτών μαχαίρας, πέλεκεις και ότι άλλα όπλα είχον. Δοθέντος δε του συνθήματος δια πυροβολισμού περί την 11ην ώραν της νυκτός, άρχεται ο τυφεκισμός και η σφαγή. Φονεύονται περί τους 700, διασωθέντων μόνον περίπου 300, οίτινες εκρύβησαν εις διάφορα σκοτεινά μέρη και κάτω από τα πτώματα των νεκρών. Οι φονευθέντες ερρίφθησαν εις τάφρους που είχον προετοιμασθή όπισθεν της οικίας του Πεκίρ πασά κατά διαταγήν του διοικητού της τέταρτης μεραρχίας Νουρεδίν πασά, με τον σκοπόν δήθεν να χρησιμεύσουν ως στρατιωτικά προχώματα. Οι διασωθέντες, γυμνοί και ανυπόδητοι και τινες πληγωμένοι, κακουχούμενοι και ταλαιπωρούμενοι, εξωρίσθησαν εις τα ενδότερα της Ανατολής και διενεμήθησαν εις Σεβάστειαν, Κανκάλ, Μαλάτειαν, Χαρπούτ, Διαρβεκίρ, Βι-τλίς καί Βάν. Σημειωτέον οτι πάντες έφεραν μεθ’ έαυτών χρηματικά ποσά από 50 μέχρι 2.000 λίρας, επί τη ελπίδι ότι θα ηδύναντο να επιδοθούν εις διαφόρους εργασίας, κατά τας διαβεβαιώσεις των κυβερνητικών υπαλλήλων οίτινες προσποιούμενοι τον φίλον έδιδον θάρρος και ελπίδας εις τους εξοριζομένους ότι θα ήσαν ελεύθεροι εις τον τόπον της εξορίας των. Τα σκυλευθέντα και ληστευθέντα χρήματα, ωρολόγια, δακτυλίδια κλπ. διενεμήθησαν μεταξύ των αξιωματικών της σπείρας, των στρατιωτών και των χωρικών».
Οκτώ ακόμα τέτοιες αποστολές—«καφιλέ»—θ’ ακολουθήσουν, πότε με λιγότερους και πότε με περισσότερους. Κάθε τόσο βγαίνει ο ντελάλης και διαλαλεί στους δρόμους την πρόσκληση του διοικητή της Αμισού Σεβαΐ μπέη, που απειλεί ότι θα εξοντωθούν οι οικογένειες εκείνων που κρύβονται. Στις 5) 18 Ιουνίου φεύγει η δεύτερη αποστολή με 677 άντρες και φτάνει δίχως να πειραχτεί μέχρι την Αμάσεια. Αυτό όμως κρίνεται μεγάλο λάθος και το κεμαλικό επιτελείο θέλει αμέσως να το διορθώσει, κι’ έτσι στις 7) 20 Ιουνίου μαζεύονται άλλοι 1.085 σε μια τρίτη αποστολή: «Ούτοι φρουρούμενοι υπό 150 ενόπλων δημίων, χωρίς καν να τους επιτραπεί αποχαιρετισμός μετά των οικείων, αναστενάζοντες ανεχώρησαν και έφθασαν εις το Τζουμπούς, τοπίον τετράωρον απέχον της Αμισού, όπου και τους είπαν να καθήσουν, δήθεν δια να αναπαυθούν.
Μετ’ ολίγον βλέπουν τους μεν πέριξ αυτών χωροφύλακας ψιθυρίζοντας και απερχόμενους, άλλους δε προβάλλοντας από τας κορυφάς των πέριξ υψωμάτων, άνω των εκατόν. Ούτοι ήσαν τσέτες του αιμοβόρου Τοπάλ Οσμάν υπό την διοίκησιν του αξιωματικού Οσμάν Νουρή. Αμέσως τότε ακούγεται πυροβολισμός και αρχίζει επίθεσις με μυδραλλιοβόλα. Κατόπιν έφοδος με έφ’ όπλου λόγχην εκ μέρους του στρατού και των χωροφυλάκων. Μετά ταύτα όλοι ομού επετέθησαν κατά των θυμάτων και όσους εύρισκαν μόνον ημιθανείς τους ελόγχιζαν και τους απετελείωναν και κατόπιν τους ελήστευαν.
Κατά την φρικαλέαν ταύτην και αγρίαν σκηνήν απωλέσθησαν πάλιν υπέρ τους 700. Οι υπό τους θάμνους και όπισθεν των βράχων εις διάφορα μέρη κρυβέντες και διαφυγόντες τον θάνατον ήσαν περί τους 385.
Ανάμεσα σε κείνους που σώθηκαν ήσαν κι’ οι πλούσιοι αδελφοί Σαράφογλου, στους οποίους παρουσιάσθηκε ο Κανσήζ Ζαδέ Οσμάν και κάνοντας τον λυπημένο τους είπε:
-Πολύ λυπήθηκα γι’ αυτό που έγινε. Οπωσδήποτε, αν θέλετε να σώσετε τη ζωή σας, δώστε κάτι στον αξιωματικό Οσμάν Νουρή και δεν θα σας πειράξει.
Εκείνοι υπέγραψαν ένα τσέκ για 3.000 λίρες — αμοιβή για τον κόπο που πήρε ο γενναίος αξιωματικός ν’ αφανίσει τόσες ανθρώπινες ζωές. Αλλά δεν έφτανε μόνο αυτό. Οι δήμιοι χρειαζόντουσαν κι’ ένα απαλλακτικό χαρτί για τις «επίσημες αρχές» κι’ έτσι υποχρεώθηκαν οι λίγοι που απομείνανε να υπογράψουν μια δήλωση ότι η σφαγή της αποστολής έγινε άπ’ τους... Έλληνες αντάρτες, που τους κάναν επίθεση στον δρόμο: «... Την επομένην, 8ην Ιουνίου γυμνοί, πεινασμένοι και απηλπισμένοι οι ολίγοι σωθέντες εξακολουθούν την πορείαν των μέσω Κάβζας, Αμασείας, Τοκάτης, Σεβαστείας και μετά 25 ημέρας έφθασαν εις Μαλάτειαν, διοίκησιν Χαρπούτ, και εκλείσθησαν εις τα χάνια».
Στις 12 Ιουνίου ξεκινά άλλη αποστολή, που φτάνοντας στην Κάβζα, χωρίζεται σε δυο τμήματα. Το πρώτο, με 351 άντρες στέλνεται προς την Αμάσεια και το δεύτερο με 229 νέους προς το Τσορούμ. Στον δρόμο μαζεύουν κι’ άλλους 397 κι’ όλους μαζί τους τραβούν και τους κλείνουν στους στρατώνες κι’ από κεί στις 3 Ιουλίου δίνεται διαταγή να ξεκινήσουν κι’ αρχίζουν την πορεία προς το Σογγουρλού με συνοδεία 200 ενόπλων: «...Άλλ’ όταν απε-μακρύνθησαν εις τετράωρον απόστασιν και έφθασαν εις μίαν περιβόητον κοιλάδα, γνωστήν με το χαρακτηριστικό όνομα «κοιλάδα του διαβόλου»—σεϊτάν δερεσί—εκεί έδεσαν αυτούς οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν και του Γιουσούφ τσαούς ανά τέσαρας και τους κατεκρεούργησαν, τα δε σώματα αυτών, αφού εσκύλευσαν, κατ’ αφήγησιν αυτοπτών Κούδρων, άφησαν άταφα, δια να γίνουν βορά των κυνών και των ορνέων».
Βρισκόντουσαν, ωστόσο, καμιά φορά ανάμεσα στα πλήθη των δημίων και Τούρκοι μ’ ανθρωπιά. Έτσι η πέμπτη αποστολή, αφού καταληστεύθηκε, γυμνώθηκε και μαστιγώθηκε στο Τζουμπούς, έφτασε στο Καβάκ και από κει στην Κάβζα κι’ υστερα στην Αμάθεια, όπου ο αστυνομικός διευθυντής είδε το τραγικό τους χάλι, τους λυπήθηκε και προσπάθησε ν’ αλαφρώσει τα βάσανά τους με λόγια παρηγοριάς: «Μετά διαμονήν μιας ημέρας εν Αμασεία ανεχώρησαν οι άνδρες της πέμπτης αποστολής εις Τοκάτην, όπου εύρον άλλους 101 εξ Οινόης και την επομένην ανεχώρησαν 417 και μετά τριών ημερών πεζοπορίαν έφθασαν εις Σεβάστειαν. Εκεί συνηντήθησαν με άλλους 600 εκ Κερασούντος, Ορδού και Φάτσας και ούτω η αποστολή απετελέσθη από 1.017 άνδρας. Μετά τριών ημερών πεζοπορίαν έφθασαν εις Κανκάλ, όπου τους μεν Αμισηνούς και Οινοείς έστειλαν εις Ελπιστάν, τους δε λοιπούς εις Χετίμ Χάν και διάφορα άλλα μέρη της Μαλάτειας και του Χαρπούτ».
Στις 11) 24 Αυγούστου ακολουθεί η έκτη αποστολή, όπου περιλαμβάνεται κι’ ο συγγραφέας που μας ιστορεί τα γεγονότα. Καθώς είχαν εξοντωθεί στο μεταξύ όλοι οι νέοι, στην αποστολή τούτη μαζεύτηκαν 262 άντρες ηλικίας 50—60 χρόνων και ξεκίνησαν με 50 ένοπλους χωροφύλακες —- έφ’ όπλου λόγχη — και τον διοικητή τους Κιαμίλ βέη. Ο τελευταίος αυτός, αφού πληρώθηκε καλά, φέρθηκε τίμια απέναντι στους εξόριστούς και τους προστάτεψε πολλές φορές απ’ τους Τούρκους των χωριών και τους τσέτες του Τοπάλ Οσμάν, που συναντούσανε στον δρόμο: «Την 16ην Αυγούστου, συνενωθέντες μετά των έξωθεν της Αμασείας συνηθροισμένων 148 γυναικόπαιδων του χωρίου Κιοπρού, εν συ-νόλω 410 άτομα, υπό την επίβλεψιν τού Σηρρή, προσωρινού επιθεωρητού της αποστολής — ο Κιαμίλ βέης είχε γυρίσει στην Αμισό -— ανεχωρήσαμεν και το εσπέρας εφθάσαμε εις τα χάνια Ίννέ παζάρ και κατελύσαμεν επί των κόπρων. Την επιούσαν, αναχωρήσαντες, εφθάσαμεν εις Τιουρχάλ και εσταματήσαμεν προ του Διοικητηρίου, όλοι εις ελεεινήν κατάστασιν, και αγνώριστοι. 0ικτροτέραν όψιν παρουσίαζαν τα γυναικόπαιδα, γυμνά, ασθενικά, με τα κλαυθμυρίζοντα βρέφη επί της ράχεως των μητέρων, που επροχωρούσαν κλονιζόμεναι».
Εδώ μεσολαβεί πάλι ένας αγαθός Τούρκος ιεροδικαστής, Χατζή Σουλεϊμάν, που έκανε ότι μπορούσε για να βοηθήσει με παρήγορα λόγια, τρόφιμα και καταλύματα το πλήθος των εξορίστων, κι’ ύστερα συνεχίζεται η ατελείωτη μαρτυρική πορεία: «Εις την Τοκάτην αι μητέρες άμα είδον οτι μεταξύ ημών ευρίσκοντο και ιερείς έτρεξαν ως παράφρονες και με δάκρυα εις τους οφθαλμούς παρεκάλουν τον παπα - Πολύκαρπον και τους άλλους ιερείς να βαπτίσουν τα ορφανά βρέφη των, δια να μη αποθάνουν αβάπτιστα και ακοινώνητα. Σπαραξικάρδιος ήτο η εκ του προχείρου βάπτισις οκτώ τοιούτων βρεφών... Εις την Μαλάτειαν συνηντήσαμεν με έκπληξιν και βαθείαν συγκίνησιν τους νέους Αμισηνούς, λείψανα και σκελετούς της τρίτης αποστολής. Φίλοι, συγγενείς και οικείοι αλληλοασπάζονται. Δάκρυα θερμά καταβρέχουν τας παρειάς όλων και ερωτήσεις διασταυρώνονται, λεπτομέρειαι και διασαφήσεις των τραγικών σκηνών Καβάκ, Τσουμπούς, που προκαλούν την φρίκην και την οδύνην...».
Κι’ ακολουθούν άλλες δυο αποστολές : «Την 15 Σεπτεμβρίου έφτασαν από την Άμισόν και αι Αποστολαί εβδόμη και ογδόη, συνηνωμέναι και αποτελούμεναι εκ 39 ανδρών, ηλικίας άνω των 50 ετών και 450 γυναικόπαιδων. Τούτων οι άνδρες δια δωροδοκίας εκρατήθησαν εν Μαλατεία, τα δε γυναικόπαιδα απεστάλησαν εις τα ενδότερα. Πλείσται εκ των γυναικών και όλα σχεδόν τα παιδιά εξηφανίσθησαν εκ πείνης και νόσου».
Θα ήταν μια τραγική κι αβάσταχτη μονοτονία να μεταφέρω κι’ όλα τ’ άλλα που ο συγγραφέας -αλλά κι’ όλοι οι Πόντιοι που γράψαν σχετικά — αφηγείται για τον αφανισμό του πληθυσμού της Πάφρας και Αλατσάμ ή άλλων πόλεων και χωριών, τούτη την εποχή. Το σύστημα είναι πάντα το ίδιο, ξεκίνημα του λαού με αποστολές, και πότε σφαγή στον δρόμο άπ’ τούς τσέτες ή τούς Τούρκους χωριάτες, πότε ληστεία και γδύσιμο, πότε απάτες από δήθεν καλοσυνάτους Τούρκους, που πρόσφεραν τάχα την προστασία τους κι’ ύστερα σκότωναν τα θύματά τους για να τα ληστέψουν. Το κάψιμο αμέτρητων ελληνικών χωριών και η πιο άγρια σφαγή των άοπλων αντρών και των γυναικόπαιδων ήταν στην ημερησία διάταξη, όπως και το τράβηγμα όσων επιζούσαν όλο και πιο βαθιά στην ενδοχώρα, όπου και πέθαιναν άπ’ τις ταλαιπωρίες, τις αρρώστειες και την πείνα.
Οποιος αντέχει κι’ έχει την περιέργεια, μπορεί να βρει όλες τις λεπτομέρειες στα βιβλία των Ποντίων, που αναφέρω στην βιβλιογραφία. Μόνο μερικές γραμμές θα δώσω ακόμα άπ’ την Ιστορία των Βαλαβάνη και Βιολάκη : «...Την 5ην Απριλίου 1921 τουρκικός στρατός βοηθούμενος υπό τσετέδων και χωρικών ήρχισε αιφνιδίαν επίθεσιν κατά ολοκλήρου της περιφερείας Πάφρας. Οτι συνέβη είναι αδύνατον να περιγράψη κάλαμος: Εμπρησμοί, τυφεκισμοί, φόνοι δια λόγχης, απαγχονισμοί, ατιμώσεις. Ενα ολόκληρον μήνα διήρκεσεν η φρικώδης αύτη καταστροφή.Ολα τα ελληνικά χωριά της περιοχής είχον μεταβληθεί εις σωρούς ερειπίων, οι δε κάτοικοι, πλην ελαχίστων κατεκρεουργήθησαν.
Οι κάτοικοι του χωρίου Μουσαμλή, απέχοντος τρίωρον της πόλεως Πάφρας ενεκλείσθησαν εις την μεγάλην οικίαν Τσιγάλογλου και πυρποληθείσης της οικίας, κατεκάησαν όλοι. Την αυτήν τύχην υπέστησαν τα χωριά Σουρμελή, Άκκουακ, Κηγήλ γκιόλ και Αδά της περιφερείας Αμισού. Οσοι χωρικοί Ελληνες κατώρθωσαν να σωθούν εισήλθον εις Πάφραν οπου ενόμισαν προς στιγμήν ότι εσώθησαν αλλά ηπατήθησαν... Την 5) 18 Ιουνίου απαισία είδησις διέδραμε την πόλιν της Πάφρας. Η πόλις περιεκυκλώθη υπό άπειρου πλήθους σφαγέων, πάσης συνομοταξίας. Λόχοι από Τούρκους στρατιώτας, στίφη από αγρίους τσέτας, Αλβανοί, Λαζοί, με Τούρκους επί κεφαλής, διεσκορπίσθησαν αμέσως εις τας χριστιανικάς συνοικίας και εζήτουν επιμόνως την παράδοση των ανδρών εκάστης οικογένειας. Οι συλλαμβανόμενοι ωδηγούντο αμέσως εις τα αστυνομικά τμήματα αι δε οικίαι των αυτοστιγμεί ελεηλατούντο.
Αντάρτες της Πάφρας |
Τις πιο έγκυρες πληροφορίες για την περιοχή αυτή θα μας τις δώσει ο καπνέμπορος της Πάφρας Αντώνιος I. Γαβριηλίδης, που είχε την τύχη να σωθεί άπ’ τα μαρτύρια και τις εξορίες κι’ ύστερα κατάγραψε με κάθε λεπτομέρεια τα όσα είδε κι’ έπαθε ή άκουσε από άλλους αυτόπτες μάρτυρες, στο βιβλίο του «Η μαύρη συμφορά του Πόντου».
Και πρώτα - πρώτα, ο συγγραφέας μας δίνει κι αυτός μια ιδέα του τρόπου που φανάτιζαν οι Τούρκοι τον λαό τους, κάνοντας πέρα απ’ τ’ άλλα εκμετάλλευση στον ανώτατο βαθμό των θυμάτων που είχαν στις μάχες με τους Έλληνες αντάρτες. Όταν έξαφνα στην προκεμαλική περίοδο, πριν απ’ την ανακωχή, σκοτώθηκαν 8 Τούρκοι αξιωματικοί σε μια σύγκρουση με τα παλληκάρια του οπλαρχηγού Δημήτρη Χαραλαμπίδη, μετέφεραν τους νεκρούς στην Αμισό και τους άφησαν στον αυλόγυρο της ελληνικής εκκλησίας Αγίας Τριάδας, μέσα σε φέρετρα στολισμένα με κόκκινες και πράσινες σημαίες, τυλιγμένα σε μαύρα κρέπια. Εκεί μαζεύτηκε πολύς τούρκικος όχλος κι’ οι ρήτορες έβγαζαν λόγους φαρμακερούς, ονόμαζαν τους νεκρούς «γαζήδες» — νικητές — κι ύστερα με μεγάλη πομπή, μαύρες σημαίες και παράταξη στρατού, περιέφεραν τα φέρετρα στην ελληνική και τουρκική συνοικία, ενώ ακουγόντουσαν θρήνοι, φωνές και κατάρες του όχλου κατά των γκιαούρηδων:
-Κάχρ όλσούν, Γιουνανληλάρ!
«Ανάθεμα στους Έλληνες».
- Τινσήζ, Εμανσίζ, γκιαουρλάρ!
«Άπιστοι και άθρησκοι».
-Τουσμανλαρίν γκιοζί κιόρ όλσούν!
«Να τυφλωθούν τα μάτια των έχθρών».
Φυσικά, για τους χιλιάδες «γκιαούρηδες» που εξόντωναν πέρα για πέρα στο δοβλέτι, δεν γινόταν λόγος.
Απ’ τον Γενάρη του 1921 - μας λέει ο Γαβριηλίδης — άρχισαν οι συλλήψεις μέσα στην πόλη της Αμισού: «Το μεσονύκτιον της 22ας Ιανουαρίου συνελήφθησαν εις την ιεράν μητρόπολιν ο μητροπολίτης Ζήλων ο βοηθός επίσκοπος του Αγίου Αμασείας, και όλο το προσωπικόν της μητροπόλεως. Επίσης όλοι οι επιστήμονες, ιατροί, φαρμακοποιοί, δικηγόροι, καθηγηταί, διδάσκαλοι, ανώτεροι υπάλληλοι της Οθωμανικής Τραπέζης και του Μονοπωλίου των Καπνών, τραπεζίται, καπνέμποροι και ιδιοκτήται διαφόρων καταστημάτων ή διευθυνταί επιχειρήσεων».
Τις συλλήψεις ακολούθησαν γρήγορα οι φόνοι: «Το κακούργον επιτελείον της κεμαλικής θηριωδίας ήρξατο να οργιάζη. Τα όργανα τούτου Μιράδζ, ο αστυνόμος Αράπ Γιουσούφ και πολλοί Λαζοί -ο συγγραφέας τους αναφέρει όλους — εντός της Αμισού, εις την κεντρικωτέραν οδόν της εκκλησίας και προ της οικίας του διοικητού Σεζαΐ, εν πλήρει μεσημβρία φονεύουσι τους ατυχείς Ανέστην Δζινέκογλου και Νικόλαον Καπουτανίδην (10 Μαΐου 1921), τον Ιορδ. Στεφανίδην, παντοπώλην, απέναντι του Διοικητηρίου, και τον Οινοέα Ανέστην υπάλληλον του καφενείου όπου συνεδρίαζαν. Παρά δε των διαφόρων άλλων, Σωκράτους Ανταβάλογλου, τραπεζίτου, Αντωνίου Χουρζαμάνογλου, καπνεμπόρου, Θεοδώρου Κηρεμλή, εμπόρου, Νεοφύτου Παπαδοπούλου, αντιπροσώπου του καπνεμπορικού οίκου Δρέσδης, Αχιλ. Κενάνογλου, υφασματεμπόρου και άλλων, ελάμβανον λύτρα επί ποινή θανάτου».
Αλλά γρήγορα αρχίζει η διαδικασία της συστηματικότερης κι’ ομαδικής εξόντωσης. «Αποφράδα ημέραν» χαρακτηρίζει ο Γαβριηλίδης την 3) 16 Ιουνίου 1921 και ιστορεί: «Περί ώραν 9 π.μ. περικυκλούται υπό αστυνομικών η ελληνική συνοικία, η αγορά, το Πεζεστένιον, κέντρον των καπνεμπόρων, τα γραφεία και τα εργοστάσια του Μονοπωλίου Καπνών, συλλαμβάνονται υπέρ τους 1.300 ομογενείς, από 13—70 ετών, και παρακολουθούμενοι υπό αστυνομικών, χωροφυλάκων, στρατιωτών και πεζοναυτών, οδηγούνται καθ’ ομάδας εις το Διοικητήριον».
Γίνεται κάποιο ξεκαθάρισμα στις ηλικίες κι’ ύστερα: «...Την 4ην Ιουνίου αποστέλλονται εις το σφαγείον του Καβάκ, 64 χιλιόμετρα απέχον της Αμισού. Παρά δε την οικίαν του Πεκίρ πασά γίνεται η ανάγνωσις των ονομάτων, χωρίζονται οι πλουσιώτεροι και όλοι οι υπάλληλοι του Μονοπωλίου των Καπνών, και ούτω παρέρχεται η ώρα επί τω σκοπώ όπως εν τω μεταξύ ειδοποιηθούν και ετοιμασθούν οι εντόπιοι Τούρκοι χωρικοί και παρουσιασθούν φέροντες μεθ’ εαυτών μαχαίρας, πέλεκεις και ότι άλλα όπλα είχον. Δοθέντος δε του συνθήματος δια πυροβολισμού περί την 11ην ώραν της νυκτός, άρχεται ο τυφεκισμός και η σφαγή. Φονεύονται περί τους 700, διασωθέντων μόνον περίπου 300, οίτινες εκρύβησαν εις διάφορα σκοτεινά μέρη και κάτω από τα πτώματα των νεκρών. Οι φονευθέντες ερρίφθησαν εις τάφρους που είχον προετοιμασθή όπισθεν της οικίας του Πεκίρ πασά κατά διαταγήν του διοικητού της τέταρτης μεραρχίας Νουρεδίν πασά, με τον σκοπόν δήθεν να χρησιμεύσουν ως στρατιωτικά προχώματα. Οι διασωθέντες, γυμνοί και ανυπόδητοι και τινες πληγωμένοι, κακουχούμενοι και ταλαιπωρούμενοι, εξωρίσθησαν εις τα ενδότερα της Ανατολής και διενεμήθησαν εις Σεβάστειαν, Κανκάλ, Μαλάτειαν, Χαρπούτ, Διαρβεκίρ, Βι-τλίς καί Βάν. Σημειωτέον οτι πάντες έφεραν μεθ’ έαυτών χρηματικά ποσά από 50 μέχρι 2.000 λίρας, επί τη ελπίδι ότι θα ηδύναντο να επιδοθούν εις διαφόρους εργασίας, κατά τας διαβεβαιώσεις των κυβερνητικών υπαλλήλων οίτινες προσποιούμενοι τον φίλον έδιδον θάρρος και ελπίδας εις τους εξοριζομένους ότι θα ήσαν ελεύθεροι εις τον τόπον της εξορίας των. Τα σκυλευθέντα και ληστευθέντα χρήματα, ωρολόγια, δακτυλίδια κλπ. διενεμήθησαν μεταξύ των αξιωματικών της σπείρας, των στρατιωτών και των χωρικών».
Οκτώ ακόμα τέτοιες αποστολές—«καφιλέ»—θ’ ακολουθήσουν, πότε με λιγότερους και πότε με περισσότερους. Κάθε τόσο βγαίνει ο ντελάλης και διαλαλεί στους δρόμους την πρόσκληση του διοικητή της Αμισού Σεβαΐ μπέη, που απειλεί ότι θα εξοντωθούν οι οικογένειες εκείνων που κρύβονται. Στις 5) 18 Ιουνίου φεύγει η δεύτερη αποστολή με 677 άντρες και φτάνει δίχως να πειραχτεί μέχρι την Αμάσεια. Αυτό όμως κρίνεται μεγάλο λάθος και το κεμαλικό επιτελείο θέλει αμέσως να το διορθώσει, κι’ έτσι στις 7) 20 Ιουνίου μαζεύονται άλλοι 1.085 σε μια τρίτη αποστολή: «Ούτοι φρουρούμενοι υπό 150 ενόπλων δημίων, χωρίς καν να τους επιτραπεί αποχαιρετισμός μετά των οικείων, αναστενάζοντες ανεχώρησαν και έφθασαν εις το Τζουμπούς, τοπίον τετράωρον απέχον της Αμισού, όπου και τους είπαν να καθήσουν, δήθεν δια να αναπαυθούν.
Μετ’ ολίγον βλέπουν τους μεν πέριξ αυτών χωροφύλακας ψιθυρίζοντας και απερχόμενους, άλλους δε προβάλλοντας από τας κορυφάς των πέριξ υψωμάτων, άνω των εκατόν. Ούτοι ήσαν τσέτες του αιμοβόρου Τοπάλ Οσμάν υπό την διοίκησιν του αξιωματικού Οσμάν Νουρή. Αμέσως τότε ακούγεται πυροβολισμός και αρχίζει επίθεσις με μυδραλλιοβόλα. Κατόπιν έφοδος με έφ’ όπλου λόγχην εκ μέρους του στρατού και των χωροφυλάκων. Μετά ταύτα όλοι ομού επετέθησαν κατά των θυμάτων και όσους εύρισκαν μόνον ημιθανείς τους ελόγχιζαν και τους απετελείωναν και κατόπιν τους ελήστευαν.
Κατά την φρικαλέαν ταύτην και αγρίαν σκηνήν απωλέσθησαν πάλιν υπέρ τους 700. Οι υπό τους θάμνους και όπισθεν των βράχων εις διάφορα μέρη κρυβέντες και διαφυγόντες τον θάνατον ήσαν περί τους 385.
Ανάμεσα σε κείνους που σώθηκαν ήσαν κι’ οι πλούσιοι αδελφοί Σαράφογλου, στους οποίους παρουσιάσθηκε ο Κανσήζ Ζαδέ Οσμάν και κάνοντας τον λυπημένο τους είπε:
-Πολύ λυπήθηκα γι’ αυτό που έγινε. Οπωσδήποτε, αν θέλετε να σώσετε τη ζωή σας, δώστε κάτι στον αξιωματικό Οσμάν Νουρή και δεν θα σας πειράξει.
Εκείνοι υπέγραψαν ένα τσέκ για 3.000 λίρες — αμοιβή για τον κόπο που πήρε ο γενναίος αξιωματικός ν’ αφανίσει τόσες ανθρώπινες ζωές. Αλλά δεν έφτανε μόνο αυτό. Οι δήμιοι χρειαζόντουσαν κι’ ένα απαλλακτικό χαρτί για τις «επίσημες αρχές» κι’ έτσι υποχρεώθηκαν οι λίγοι που απομείνανε να υπογράψουν μια δήλωση ότι η σφαγή της αποστολής έγινε άπ’ τους... Έλληνες αντάρτες, που τους κάναν επίθεση στον δρόμο: «... Την επομένην, 8ην Ιουνίου γυμνοί, πεινασμένοι και απηλπισμένοι οι ολίγοι σωθέντες εξακολουθούν την πορείαν των μέσω Κάβζας, Αμασείας, Τοκάτης, Σεβαστείας και μετά 25 ημέρας έφθασαν εις Μαλάτειαν, διοίκησιν Χαρπούτ, και εκλείσθησαν εις τα χάνια».
Tokat |
Στις 12 Ιουνίου ξεκινά άλλη αποστολή, που φτάνοντας στην Κάβζα, χωρίζεται σε δυο τμήματα. Το πρώτο, με 351 άντρες στέλνεται προς την Αμάσεια και το δεύτερο με 229 νέους προς το Τσορούμ. Στον δρόμο μαζεύουν κι’ άλλους 397 κι’ όλους μαζί τους τραβούν και τους κλείνουν στους στρατώνες κι’ από κεί στις 3 Ιουλίου δίνεται διαταγή να ξεκινήσουν κι’ αρχίζουν την πορεία προς το Σογγουρλού με συνοδεία 200 ενόπλων: «...Άλλ’ όταν απε-μακρύνθησαν εις τετράωρον απόστασιν και έφθασαν εις μίαν περιβόητον κοιλάδα, γνωστήν με το χαρακτηριστικό όνομα «κοιλάδα του διαβόλου»—σεϊτάν δερεσί—εκεί έδεσαν αυτούς οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν και του Γιουσούφ τσαούς ανά τέσαρας και τους κατεκρεούργησαν, τα δε σώματα αυτών, αφού εσκύλευσαν, κατ’ αφήγησιν αυτοπτών Κούδρων, άφησαν άταφα, δια να γίνουν βορά των κυνών και των ορνέων».
Βρισκόντουσαν, ωστόσο, καμιά φορά ανάμεσα στα πλήθη των δημίων και Τούρκοι μ’ ανθρωπιά. Έτσι η πέμπτη αποστολή, αφού καταληστεύθηκε, γυμνώθηκε και μαστιγώθηκε στο Τζουμπούς, έφτασε στο Καβάκ και από κει στην Κάβζα κι’ υστερα στην Αμάθεια, όπου ο αστυνομικός διευθυντής είδε το τραγικό τους χάλι, τους λυπήθηκε και προσπάθησε ν’ αλαφρώσει τα βάσανά τους με λόγια παρηγοριάς: «Μετά διαμονήν μιας ημέρας εν Αμασεία ανεχώρησαν οι άνδρες της πέμπτης αποστολής εις Τοκάτην, όπου εύρον άλλους 101 εξ Οινόης και την επομένην ανεχώρησαν 417 και μετά τριών ημερών πεζοπορίαν έφθασαν εις Σεβάστειαν. Εκεί συνηντήθησαν με άλλους 600 εκ Κερασούντος, Ορδού και Φάτσας και ούτω η αποστολή απετελέσθη από 1.017 άνδρας. Μετά τριών ημερών πεζοπορίαν έφθασαν εις Κανκάλ, όπου τους μεν Αμισηνούς και Οινοείς έστειλαν εις Ελπιστάν, τους δε λοιπούς εις Χετίμ Χάν και διάφορα άλλα μέρη της Μαλάτειας και του Χαρπούτ».
Στις 11) 24 Αυγούστου ακολουθεί η έκτη αποστολή, όπου περιλαμβάνεται κι’ ο συγγραφέας που μας ιστορεί τα γεγονότα. Καθώς είχαν εξοντωθεί στο μεταξύ όλοι οι νέοι, στην αποστολή τούτη μαζεύτηκαν 262 άντρες ηλικίας 50—60 χρόνων και ξεκίνησαν με 50 ένοπλους χωροφύλακες —- έφ’ όπλου λόγχη — και τον διοικητή τους Κιαμίλ βέη. Ο τελευταίος αυτός, αφού πληρώθηκε καλά, φέρθηκε τίμια απέναντι στους εξόριστούς και τους προστάτεψε πολλές φορές απ’ τους Τούρκους των χωριών και τους τσέτες του Τοπάλ Οσμάν, που συναντούσανε στον δρόμο: «Την 16ην Αυγούστου, συνενωθέντες μετά των έξωθεν της Αμασείας συνηθροισμένων 148 γυναικόπαιδων του χωρίου Κιοπρού, εν συ-νόλω 410 άτομα, υπό την επίβλεψιν τού Σηρρή, προσωρινού επιθεωρητού της αποστολής — ο Κιαμίλ βέης είχε γυρίσει στην Αμισό -— ανεχωρήσαμεν και το εσπέρας εφθάσαμε εις τα χάνια Ίννέ παζάρ και κατελύσαμεν επί των κόπρων. Την επιούσαν, αναχωρήσαντες, εφθάσαμεν εις Τιουρχάλ και εσταματήσαμεν προ του Διοικητηρίου, όλοι εις ελεεινήν κατάστασιν, και αγνώριστοι. 0ικτροτέραν όψιν παρουσίαζαν τα γυναικόπαιδα, γυμνά, ασθενικά, με τα κλαυθμυρίζοντα βρέφη επί της ράχεως των μητέρων, που επροχωρούσαν κλονιζόμεναι».
Εδώ μεσολαβεί πάλι ένας αγαθός Τούρκος ιεροδικαστής, Χατζή Σουλεϊμάν, που έκανε ότι μπορούσε για να βοηθήσει με παρήγορα λόγια, τρόφιμα και καταλύματα το πλήθος των εξορίστων, κι’ ύστερα συνεχίζεται η ατελείωτη μαρτυρική πορεία: «Εις την Τοκάτην αι μητέρες άμα είδον οτι μεταξύ ημών ευρίσκοντο και ιερείς έτρεξαν ως παράφρονες και με δάκρυα εις τους οφθαλμούς παρεκάλουν τον παπα - Πολύκαρπον και τους άλλους ιερείς να βαπτίσουν τα ορφανά βρέφη των, δια να μη αποθάνουν αβάπτιστα και ακοινώνητα. Σπαραξικάρδιος ήτο η εκ του προχείρου βάπτισις οκτώ τοιούτων βρεφών... Εις την Μαλάτειαν συνηντήσαμεν με έκπληξιν και βαθείαν συγκίνησιν τους νέους Αμισηνούς, λείψανα και σκελετούς της τρίτης αποστολής. Φίλοι, συγγενείς και οικείοι αλληλοασπάζονται. Δάκρυα θερμά καταβρέχουν τας παρειάς όλων και ερωτήσεις διασταυρώνονται, λεπτομέρειαι και διασαφήσεις των τραγικών σκηνών Καβάκ, Τσουμπούς, που προκαλούν την φρίκην και την οδύνην...».
Κι’ ακολουθούν άλλες δυο αποστολές : «Την 15 Σεπτεμβρίου έφτασαν από την Άμισόν και αι Αποστολαί εβδόμη και ογδόη, συνηνωμέναι και αποτελούμεναι εκ 39 ανδρών, ηλικίας άνω των 50 ετών και 450 γυναικόπαιδων. Τούτων οι άνδρες δια δωροδοκίας εκρατήθησαν εν Μαλατεία, τα δε γυναικόπαιδα απεστάλησαν εις τα ενδότερα. Πλείσται εκ των γυναικών και όλα σχεδόν τα παιδιά εξηφανίσθησαν εκ πείνης και νόσου».
Αμάσεια |
Θα ήταν μια τραγική κι αβάσταχτη μονοτονία να μεταφέρω κι’ όλα τ’ άλλα που ο συγγραφέας -αλλά κι’ όλοι οι Πόντιοι που γράψαν σχετικά — αφηγείται για τον αφανισμό του πληθυσμού της Πάφρας και Αλατσάμ ή άλλων πόλεων και χωριών, τούτη την εποχή. Το σύστημα είναι πάντα το ίδιο, ξεκίνημα του λαού με αποστολές, και πότε σφαγή στον δρόμο άπ’ τούς τσέτες ή τούς Τούρκους χωριάτες, πότε ληστεία και γδύσιμο, πότε απάτες από δήθεν καλοσυνάτους Τούρκους, που πρόσφεραν τάχα την προστασία τους κι’ ύστερα σκότωναν τα θύματά τους για να τα ληστέψουν. Το κάψιμο αμέτρητων ελληνικών χωριών και η πιο άγρια σφαγή των άοπλων αντρών και των γυναικόπαιδων ήταν στην ημερησία διάταξη, όπως και το τράβηγμα όσων επιζούσαν όλο και πιο βαθιά στην ενδοχώρα, όπου και πέθαιναν άπ’ τις ταλαιπωρίες, τις αρρώστειες και την πείνα.
Οποιος αντέχει κι’ έχει την περιέργεια, μπορεί να βρει όλες τις λεπτομέρειες στα βιβλία των Ποντίων, που αναφέρω στην βιβλιογραφία. Μόνο μερικές γραμμές θα δώσω ακόμα άπ’ την Ιστορία των Βαλαβάνη και Βιολάκη : «...Την 5ην Απριλίου 1921 τουρκικός στρατός βοηθούμενος υπό τσετέδων και χωρικών ήρχισε αιφνιδίαν επίθεσιν κατά ολοκλήρου της περιφερείας Πάφρας. Οτι συνέβη είναι αδύνατον να περιγράψη κάλαμος: Εμπρησμοί, τυφεκισμοί, φόνοι δια λόγχης, απαγχονισμοί, ατιμώσεις. Ενα ολόκληρον μήνα διήρκεσεν η φρικώδης αύτη καταστροφή.Ολα τα ελληνικά χωριά της περιοχής είχον μεταβληθεί εις σωρούς ερειπίων, οι δε κάτοικοι, πλην ελαχίστων κατεκρεουργήθησαν.
Οι κάτοικοι του χωρίου Μουσαμλή, απέχοντος τρίωρον της πόλεως Πάφρας ενεκλείσθησαν εις την μεγάλην οικίαν Τσιγάλογλου και πυρποληθείσης της οικίας, κατεκάησαν όλοι. Την αυτήν τύχην υπέστησαν τα χωριά Σουρμελή, Άκκουακ, Κηγήλ γκιόλ και Αδά της περιφερείας Αμισού. Οσοι χωρικοί Ελληνες κατώρθωσαν να σωθούν εισήλθον εις Πάφραν οπου ενόμισαν προς στιγμήν ότι εσώθησαν αλλά ηπατήθησαν... Την 5) 18 Ιουνίου απαισία είδησις διέδραμε την πόλιν της Πάφρας. Η πόλις περιεκυκλώθη υπό άπειρου πλήθους σφαγέων, πάσης συνομοταξίας. Λόχοι από Τούρκους στρατιώτας, στίφη από αγρίους τσέτας, Αλβανοί, Λαζοί, με Τούρκους επί κεφαλής, διεσκορπίσθησαν αμέσως εις τας χριστιανικάς συνοικίας και εζήτουν επιμόνως την παράδοση των ανδρών εκάστης οικογένειας. Οι συλλαμβανόμενοι ωδηγούντο αμέσως εις τα αστυνομικά τμήματα αι δε οικίαι των αυτοστιγμεί ελεηλατούντο.
Οι συλληφθέντες την πρώτην ημέραν, περίπου 535 άνδρες, δεθέντες οπισθάγκωνα, ωδηγήθησαν εις την εν Σουλού Δερέ του χωρίου Ελεζλη πυρποληθείσαν εκκλησίαν, χωρίς να τους επιτραπή να παραλάβουν ούτε ενδύματα ούτε τροφάς. Και πράγματι, δεν είχον πλέον ανάγκη τοιούτων πραγμάτων, οι ετοιμοθάνατοι εκείνοι. Μεταξύ τούτων περιελήφθησαν επτά ιερείς και οι Μουράτ Τσελέπογλου και Βασ. Καραβάσογλου. Εν τώ μεταξύ και άλλοι Τούρκοι εκ των πέριξ χωρίων υπό τας διαταγάς των προκρίτων Νεβριζήν Μεχμέτ και Τιραλή Ζαδέ Μεχμέτ, οπλισμένοι μέχρις οδόντων περιεκύκλωσαν την εκκλησίαν. Έν πρώτοις οι δυστυχείς Παφραίοι εληστεύθησαν απογυμνωθέντες και αυτών των ενδυμάτων των. Αμέσως κατόπιν οι επτά ιερείς εξήχθησαν της εκκλησίας και κατεσφάγησαν προ της εισόδου ταύτης. Έν τη εκκλησία ο εξαρχος παππά Γιάννης, προβλέπων την αιματηράν εξέλιξιν της τραγωδίας, εξεφώνησε εν μέσω λυγμών τον επικήδειον και την νεκρώσιμον ακολουθίαν των ετοιμοθανάτων.
Μετά την σφαγήν των ιερέων οι δήμιοι, στρατός και ένοπλοι Τούρκοι, ανερριχήθησαν επί των τοίχων της εκκλησίας, οπόθεν επυροβόλουν κατά των εν αυτή δεμένων Ελλήνων, μέχρι πυρακτώσεως των όπλων των. Κατόπιν ετέθη εις ενέργειαν η λόγχη και ταύτην διεδέχθησαν οι πελέκεις. Ήτο φρικώδης και εντελώς αποτρόπαιος η σφαγή εκείνη. Ο Νικολής Ιορδάνογλου προσέφερε τας εναπομεινάσας 300 χρυσάς λίρας, τας οποίας από την βίαν των δεν ανεύρον επ’ αυτού οι δήμιοι, μόνον δια να τύχη της εξαιρετικής χάριτος να θανατωθή δια τυφεκισμού. Ήτο η στιγμή των ικεσιών ουχί δια την σωτηρίαν των αλλά την δια εκλογήν του φονικού οργάνου. Μόνον τέσσαρες πληγωμένοι κατώρθωσαν να διασωθούν ως εκ θαύματος, καταφυγόντες την νύκτα εις Νεχιέν — κέντρον των Ελλήνων φυγάδων — όπου και αφηγήθησαν τα φοβερά γεγονότα».
Οι ξένοι βιογράφοι του ήρωα της εποχής — και ιδιαίτερα ο λόρδος Kinross — ξόδεψαν αρκετό από τον οίστρο τους για να περιγράψουν τα γκρίζα μάτια του Κεμάλ. Κατορθώματα όπως τα παραπάνω δεν τους ενέπνευσαν, κι’ έτσι ούτε μια γραμμή δεν τα αξίωσαν.
Δημήτρης Ψαθάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου